Στον θρυλικό δρόμο της Θεότητας: Σημειώσεις για τον Παρμενίδη

Στον θρυλικό δρόμο της Θεότητας: Σημειώσεις για τον Παρμενίδη

%cf%80%ce%b1%cf%81%ce%bc%ce%b5%ce%bd%ce%af%ce%b4%ce%b7%cf%82-1Το παρόν κείμενο αποτελεί μια περίληψη, σε μορφή επιμελημένων σημειώσεων, ενός μέρους του εξαιρετικού βιβλίου του Peter Kingsley «Αρχαιοελληνική σκέψη και Δυτικός πολιτισμός». Δημοσιεύτηκε αρχικά στην αναρχική εφημερίδα «Διαδρομή Ελευθερίας», φύλλο 162, αλλά έκτοτε εμπλουτίστηκε με κάποια επιπλέον στοιχεία και επεξηγήσεις. Το κείμενο πολλές φορές χρησιμοποιεί σχεδόν αυτούσια τα λόγια του συγγραφέα καθώς η γλαφυρότητα και αμεσότητα της πραγματικά αποκαλυπτικής παρουσίασής του δύσκολα θα μπορούσε να ξεπεραστεί.

Τη θεωρούμε σημαντική ανάλυση γιατί αποκαλύπτει το πόσο διαστρεβλωμένη εικόνα έχουμε αναφορικά με τη φιλοσοφία και τις απαρχές της. Τη φιλοσοφία που δεν ενδιαφέρεται να προσεγγίσει τα θεμέλια της Πραγματικότητας από την οπτική του ακαδημαϊσμού ή ως διανοητική άσκηση κάποιων θεωρητικολογούντων αλλά ως οδηγό της Πράξης για μια πλήρη και άξια θνητή ζωή.

Πως μπορούμε σήμερα να μιλάμε για την ελευθερία ή να αντιδικούμε για τον δρόμο προς την επίτευξή της εάν επιμένουμε να αγνοούμε βασικά συστατικά της πραγματικότητας; Ειδικά όταν τα συστατικά αυτά επανέρχονται στο προσκήνιο υπό την οπτική της σημερινής επιστήμης; Γιατί, έχει γίνει αντιληπτό ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 πως πλέον η σημερινή Φυσική είναι συντριπτικά περισσότερο Προσωκρατική παρά Αριστοτελική.

Η ανάλυση επιβεβαιώνει την υποψία μας πως το θεμέλιο αυτής της φιλοσοφίας είναι άμεσα συναρτώμενο με το θρησκεύεσθαι. Γϊνεται φανερό λοιπόν πως η θρησκεία είναι ένα πολύ σοβαρό ζήτημα για να αφήνεται στα χέρια είτε του κάθε ιερατείου, των «μεσιτών του Θεού», είτε της εξουσίας είτε των επιφανειακών προσεγγίσεων και των συστηματικών παρανοήσεών τους. Θα επανέλθουμε…

 

Το ποίημα του Παρμενίδη

Οι φοράδες που με μετέφεραν μέχρι εκεί που φτάνει η λαχτάρα συνέχιζαν να τρέχουν, αφού ήλθαν και με έφεραν στο θρυλικό δρόμο της θεότητας που μεταφέρει τον άνθρωπο που γνωρίζει, μέσα από το αχανές και το σκοτεινό άγνωστο. Και μεταφερόμουν, καθώς οι φοράδες, ξέροντας που ακριβώς να πάνε, συνέχιζαν να με μεταφέρουν, μοχθώντας στο άρμα· και οι κοπέλες προχωρούσαν μπροστά. Και ο άξονας των τροχών έβγαζε τον συριγμό αυλού, πετάγοντας σπίθες από την πίεση των καλοστρογγυλεμένων τροχών στις δύο πλευρές του, καθώς έτρεχαν γοργά: οι νέες γυναίκες, οι κοπέλες, οι κόρες του ήλιου, που είχαν αφήσει τα δώματα της νύχτας, για να βγουν στο φως, και με τα χέρια είχαν σπρώξει πίσω τα πέπλα από τα πρόσωπά τους.

Εκεί είναι οι πύλες της Νύχτας και της Μέρας, που συγκρατιούνται γερά στη θέση τους ανάμεσα στο ανώφλι και ένα πέτρινο κατώφλι. Και φτάνουν μέχρι τον ουρανό, κλεισμένες με γιγάντια πορτόφυλλα. Και τα κλειδιά -που άλλοτε ανοίγουν, άλλοτε κλειδώνουν- τα κρατάει γερά η Δίκη η ακριβοδίκαιη: αυτή που πάντα απαιτεί ακριβή ανταπόδοση. Και με γλυκά, πλάνα λόγια οι κοπέλες την έπεισαν με πονηριά να τραβήξει πίσω αμέσως, μόνο γι’ αυτές, την μπάρα που κλειδώνει τις πύλες. Και καθώς οι πόρτες άνοιξαν, κάνοντας τους μπρούτζινους άξονες με τους πείρους και τα καρφιά να γυρίσουν –πρώτα ο ένας, μετά ο άλλος- μέσα στις σαν αυλούς στρόφιγγές τους, δημιούργησαν ένα τεράστιο χάσμα. Ίσια μέσα πέρασαν οι κοπέλες, κρατώντας καλά την πορεία τους για το άρμα και τα άλογα ίσια κάτω στο δρόμο.

Και η θεά με υποδέχτηκε καλοσυνάτα και πήρε το δεξί μου χέρι στο δικό της και είπε αυτά τα λόγια καθώς μου απευθυνόταν: «καλώς ήρθες, νεαρέ που έχεις για συντροφιά αθάνατες αρματηλάτισσες, και φτάνεις στο σπίτι μας με τις φοράδες να σε μεταφέρουν. Γιατί δεν ήταν μοίρα κακή που σε έστειλε να ταξιδέψεις σε αυτόν το δρόμο  -τόσο μακριά από την πεπατημένη των ανθρώπων- αλλά το Ορθό και το Δίκαιο. Και εκείνο που χρειάζεσαι είναι να μάθεις τα πάντα: και την ακλόνητη καρδιά της πειστικής Αλήθειας και τις γνώμες των θνητών, στις οποίες δεν υπάρχει τίποτα που να μπορείς αληθινά να το εμπιστευτείς. Αλλά ακόμη κι έτσι, θα το μάθεις κι αυτό – πως οι πεποιθήσεις που βασίζονται στα εξωτερικά φαινόμενα πρέπει να γίνονται πιστευτές, καθώς ταξιδεύουν ως τα πέρατα όλων όσων υπάρχουν.

Εγώ θα μιλήσω· και από σένα εξαρτάται να μεταφέρεις τα λόγια μου, αφού τα ακούσεις. Αυτό που θα σου πω είναι ποιες οδοί έρευνας και ποιες οδοί μόνο υπάρχουν για τη σκέψη. Η μία οδός, ό,τι είναι, και δεν είναι δυνατόν να μην είναι, είναι η οδός της Πειθούς· γιατί η Πειθώ είναι ακόλουθος της Αλήθειας. Και όσο για την άλλη, ό,τι δεν είναι, και είναι αναγκαίο να μην είναι: αυτή, μπορώ να σου πω, είναι ένα μονοπάτι από το οποίο κανένα νέο δεν επιστρέφει. Γιατί δεν υπάρχει τρόπος να αναγνωρίσεις αυτό που δεν είναι – αδύνατον να διανύσεις αυτό το μονοπάτι- ή να πεις οτιδήποτε γι’ αυτό.

Αυτό που υπάρχει για το λόγο και για τη σκέψη πρέπει να είναι. Γιατί υπάρχει, για να είναι· όμως το τίποτα δεν υπάρχει. Σκέψου το αυτό! Αυτός είναι ο πρώτος δρόμος έρευνας από τον οποίο σε αποτρέπω. Μετά, όμως, σε αποτρέπω επίσης από εκείνον που κατασκευάζουν οι θνητοί, «δικέφαλοι», που τίποτε δεν γνωρίζουν. Γιατί η αμηχανία στα στήθια τους κατευθύνει τον περιπλανώμενο νου τους, καθώς εκείνοι παρασύρονται ζαλισμένοι, κουφοί και τυφλοί ταυτόχρονα, ομοιόμορφα, αστόχαστα πλήθη, που νομίζουν ότι το είναι και το μη είναι είναι το ίδιο, αλλά όχι το ίδιο. Και, για όλους αυτούς, η διαδρομή που ακολουθούν είναι ένας δρόμος που επιστρέφει συνέχεια στον εαυτό του.

Και μην αφήσεις την πολύπειρη συνήθεια να σε εξαναγκάσει να οδηγήσεις το τυφλό σου μάτι και το γεμάτο ήχους αυτί σου και τη γλώσσα σου σε αυτόν το δρόμο, αλλά κρίνε υπέρ της εξαιρετικά επίμαχης κατάδειξης της αλήθειας, που περιέχεται σε αυτά τα λόγια, όπως σου τα είπα.

%cf%80%ce%b1%cf%81%ce%bc%ce%b5%ce%bd%ce%af%ce%b4%ce%b7%cf%82-2-jpg

Πώς θα μπορούσαμε να προσεγγίσουμε και να κατανοήσουμε ένα τέτοιο ποίημα; Δεν είναι κάτι που προορίζεται να κατανοηθεί με την τυπική αναλυτική συλλογιστική μας. Φαίνεται γεμάτο από συμβολισμούς, ίσως αλληγορίες, φαίνεται να αναφέρεται σε ένα φανταστικό ταξίδι. Όπως γράφει ο Kingsley[1], για να το κατανοήσεις, πρέπει να αφήσεις τις λέξεις να μπουν μέσα σου βαθιά και να αναδείξουν το νόημά τους από μόνες τους. Σε συνδυασμό, βέβαια, με τη γνώση τού ποιος ήταν ο Παρμενίδης. Το θέμα με το συγκεκριμένο ποίημα είναι πως δεν αναφέρεται σε τίποτε το φανταστικό. Εμπεριέχει κωδικοποιημένα το σύνολο μιας διδασκαλίας.

Στον αρχαίο κόσμο οι παραδόσεις και πρακτικές των λεγόμενων Μυστηρίων ήταν σύνηθες να ακολουθούν δύο αλληλοσχετιζόμενες γραμμές. Αυτήν των εξωτερικών Μυστηρίων, που δομούνταν γύρω από αλληγορικούς μύθους-αφηγήσεις, οι οποίοι προορίζονταν στο να προετοιμάσουν το ευρύ κοινό και να το φέρουν στον προθάλαμο της δεύτερης γραμμής: αυτής των εσωτερικών Μυστηρίων, όπου αποκαλυπτόταν σε όσους είχαν προετοιμάσει τη ζωή τους γι’ αυτό, το πραγματικό νόημα των αφηγήσεων, το οποίο πάντα συνοδευόταν από βιωματικές εμπειρίες. Αυτήν την αντιστοιχία βρίσκουμε και στο ποίημα του Παρμενίδη, καθώς χρησιμοποιεί μια γλώσσα μύησης, η οποία έχει διαφορετικό νόημα για τον αμύητο από ό,τι για τον μυημένο.

Ο Παρμενίδης είθισται σήμερα να χαρακτηρίζεται ως φιλόσοφος και ένας από τους πατέρες της Λογικής. Πολύ δύσκολα θα χωρούσε, όμως, στις σύγχρονες αντιλήψεις μας περί φιλοσοφίας, η οποία κάποτε σήμαινε την αγάπη για τη σοφία η οποία ήταν εμβαπτισμένη σε καθημερινές βιωματικές πρακτικές και όχι τη σημερινή της μορφή των ατέρμονων συζητήσεων γύρω από την αγάπη της σοφίας, που απλώς χρησιμεύουν ως πρόσχημα, ώστε να απομακρυνόμαστε από αυτήν.

Ο Παρμενίδης γνωρίζουμε σήμερα πως ήταν ιερέας του Απόλλωνα. Και αυτό σημαίνει ότι είχε απόλυτη σχέση με την πρακτική και καμιά σχέση με θεωρίες. Γνωρίζουμε πως ανήκε στη γραμμή μιας παράδοσης, αυτής των λεγόμενων ιατρομάντεων. Ήταν ιερείς και θεραπευτές, οι οποίοι είχαν τη δυνατότητα να επικοινωνούν με έναν «άλλο» κόσμο και μέσω αυτού να μεταφέρουν τις διδαχές του πίσω στον κόσμο των ανθρώπων. Αυτή η «επικοινωνία» με αυτό τον κόσμο και το «ταξίδι» σε αυτόν γινόταν μέσω της πρακτικής της εγκοίμησης.

Η εγκοίμηση ήταν η πρακτική κατά την οποία κάποιος απομονωνόταν σε πλήρες σκοτάδι, ησυχία και ακινησία (συνήθως σε μια σπηλιά, φυλασσόμενη από τον λεγόμενο «φώλαρχο») για ώρες ή και ημέρες. Σκοτάδι, ησυχία, ακινησία. Οι ακριβείς συνθήκες, που μπορούμε να αναγνωρίσουμε ως βάσεις αυτού που θα λέγαμε «διαλογισμός» σε διάφορες παραδόσεις. Οι ώρες που περνούν σταδιακά διαλύουν τις σκέψεις, τις ελπίδες, τα εγώ και τελικώς φέρνουν σε επαφή με αυτό που οι αρχαίοι αναγνώριζαν ως το ίδιο το υπόβαθρο, την έδρα της Λογικής. Μόνο που τότε δεν το θεωρούσαν σαν κάτι πέρα από τη Λογική ή ως τον χώρο του παραλογισμού, αλλά ως την ίδια τη Λογική. Αυτήν την «κατάσταση συνείδησης» επισκέπτονταν οι μυημένοι και αυτός ήταν ο λεγόμενος «κόσμος των νεκρών». Εκεί τους αποκαλύπτονταν νοήματα και διδαχές, τα οποία μετέφεραν στη συνέχεια ως διδασκαλία στον κόσμο των ανθρώπων.

Στο ποίημα του Παρμενίδη περιγράφεται ακριβώς ένα τέτοιο πραγματικό ταξίδι εγκοίμησης. Οι «τροχοί που γυρίζουν» ήταν οι δίνες που βιώνονταν πριν την είσοδο σ’ αυτήν την κατάσταση. Οι συριγμοί των τροχών ήταν οι συνήθεις ήχοι που έμοιαζαν με αυλούς, που οι ιερείς αναγνώριζαν ως την παρουσία του Απόλλωνα. Αυτές οι καταστάσεις ήταν η απαρχή της φιλοσοφίας αλλά και η ίδια η φιλοσοφία κάποτε. Αυτά που λέει ο Παρμενίδης δεν ισχυρίζεται πως είναι δικά του ή πως τα σκέφτηκε αυτός, αλλά είναι αυτά που του αποκάλυψε η θεά (η Περσεφόνη, θεά του Κάτω Κόσμου), όταν «ταξίδεψε» στον «κόσμο των νεκρών». Επαναλαμβάνουμε πως το «ταξίδι» ήταν μια διαφορετική κατάσταση συνείδησης που δεν είχε σχέση με τον τυπικό «ξύπνιο» ή «ύπνο» των ανθρώπων. Η θεά λέει σαφώς πως ο Παρμενίδης πήρε το δρόμο «μακριά από την πεπατημένη των ανθρώπων» με δική του, όμως, επιλογή έχοντας ξεπεράσει το φόβο του, έχοντας απελευθερωθεί από τον τρόμο, ή τη δυσπιστία, ή την αναποφασιστικότητα που διακατέχει τους ανθρώπους για κάτι διαφορετικό από την τυπική τους «πραγματικότητα»: έχοντας αφεθεί. Αυτό πιστοποιεί η φράση «δε σε έφερε εδώ μοίρα κακή», δηλαδή ο πραγματικός θάνατος. Ήταν ένας εθελούσιος «θάνατος» πριν το θάνατο. Ο «πατέρας της Λογικής» μάς λέει πως είναι απλώς αγγελιοφόρος μιας θεότητας, κάτι που οδηγεί σε αμηχανία όλους τους ορθολογικούς μελετητές του. Και μας κάνει σαφές το τί τον ώθησε να ταξιδέψει ως εκεί: η λαχτάρα, που στο αρχαιοελληνικό κείμενο αποδίδεται ως «θυμός», που θεωρούνταν η ίδια η βαθύτερη ζωτική ενέργεια που μας διατηρεί στη ζωή. Κι αυτό είναι πολύ σημαντικό στοιχείο: χωρίς αυτή τη λαχτάρα, το ταξίδι καθίσταται αδύνατο.

Η θεά παρουσιάζει δύο δρόμους: αυτόν του «είναι» και αυτόν της ανυπαρξίας. Τον δεύτερο δρόμο τον αποκλείει ευθύς εξαρχής, καθώς κανείς δεν μπορεί να πει κάτι γι’ αυτόν. Δεν μπορούμε να σκεφτούμε γι’ αυτό που δεν υπάρχει, γιατί οποιαδήποτε σκέψη που κάνουμε αυτομάτως υπάρχει. Για να είμαστε σε θέση να την κάνουμε, υπάρχει. Η θεά δεν ξεχωρίζει τις σκέψεις σε αληθινές και ψεύτικες, σε «πραγματικές» ή «φανταστικές». Οτιδήποτε σκεφτούμε υπάρχει, ακόμη κι αν αυτό που σκεφτούμε είναι ένας Κένταυρος. Τη θεά δεν την απασχολούν καθόλου οι σκέψεις, οπότε καταφάσκει σε όλες ανεξαιρέτως και δεν ενδιαφέρεται να υποδείξει κάποιο κριτήριο για να ξεχωρίσουμε τις σκέψεις σε σωστές ή λάθος.

Και αυτό συμβαίνει, επειδή η θεά μάς ξεκαθαρίζει τη γνώμη της για τις απόψεις των θνητών σχετικά με την αλήθεια: ευθύς εξαρχής λέει πως δεν υπάρχει τίποτε για να εμπιστευθείς σ’ αυτές. Όλες αυτές τις γνώμες, που είναι αποτέλεσμα σκέψης, πεποιθήσεων και διαμόρφωσης του μυαλού. Διαγράφει, επομένως, τον τυπικό δρόμο αναζήτησης της αλήθειας: αυτόν που απορρέει από τους συλλογισμούς κάποιου εαυτού μας, που σκέπτεται και προσπαθεί να σχηματοποιήσει την πραγματικότητα (τη δράση του «σκεπτόμενου»). Όμως, από την άλλη, μάς λέει πως οι γνώμες και οι πεποιθήσεις αυτές αποκτούν εγκυρότητα όταν «ταξιδεύουν ως τα πέρατα όλων όσων υπάρχουν». Κάθε πεποίθηση, εάν την προεκτείνουμε μέχρι το έσχατο όριό της, εάν την ακολουθήσουμε πεισματικά μέχρι το τέλος, αναπόφευκτα θα έρθει αντιμέτωπη με την αλήθεια. Θα συναντήσει έναν τοίχο, ένα οδυνηρό αδιέξοδο, όπου πλέον βρισκόμαστε σε αμηχανία[2] και απορία[3], για το πώς να συνεχίσουμε. Εκεί προβάλλει μπροστά μας η ευκαιρία του δρόμου. Το αδιέξοδο, η ανημπόρια, η απορία είναι ευκαιρία για αποφάσεις. Ολοκληρωτική ύπαρξη ή ανυπαρξία; Είναι σαφές πως η θεά δεν προκρίνει αυτόν τον δρόμο, όμως, προτρέπει όποιον ακολουθεί τις όποιες πεποιθήσεις του, να τις ακολουθήσει μέχρι το τέλος, που δεν μπορεί να είναι παρά το τέλος των ίδιων των πεποιθήσεων ενώπιον του αδιεξόδου.

«Δίκρανα όντα», τυφλοί, κουφοί, ζαλισμένοι, που παλινδρομούν σε έναν δρόμο, που διαρκώς γυρίζει στον εαυτό του. Έτσι χαρακτηρίζει η θεά εμάς τους ανθρώπους. Χαμένους και διαρκώς διχασμένους στις ανταγωνιστικές πτυχές των δυαδικών μας σκέψεων. Και χωρίς ποτέ να παίρνουμε την αμετάκλητη απόφαση για ολοκληρωτική ύπαρξη. Ειρωνεύεται τους θνητούς, μιλώντας για την αμηχανία στα στήθια τους, που κατευθύνει τον περιπλανώμενο νου τους. Πώς γίνεται, όντας ολοκληρωτικά αμήχανος, να πιστεύεις πως μπορείς να κατευθύνεις τον εαυτό σου; Κι όμως, το κάνουμε. Και συνήθως είμαστε βέβαιοι πως το κάνουμε επιτυχημένα, τουλάχιστον ωσότου –αν είμαστε τυχεροί- η πραγματικότητα διαψεύσει τις βεβαιότητες του περιπλανώμενου νου. Και η λεπτή ειρωνεία συνεχίζεται, όταν μιλά για την «πολύπειρη συνήθεια», που οδηγεί το τυφλό μας μάτι (άραγε πώς μπορείς να οδηγήσεις το τυφλό σου μάτι;). Οι συνήθειες και η διαμόρφωσή μας, το σύνολο της οποίας ορίζει αυτό που λέμε «προσωπικότητα» ασφαλώς αποκτούν τεράστια εμπειρία με το πέρασμα των χρόνων. Αποκτούμε εμπιστοσύνη σ’ αυτή τη διαμόρφωση και ταυτίζουμε αυτό που συμβαίνει μ’ αυτό που νομίζουμε πως συμβαίνει, αυτό που είναι ο κόσμος κι εμείς μ’ αυτό που νομίζουμε πως είναι. Μας δημιουργείται η στέρεη πεποίθηση πως όντως μπορούμε να προσανατολιστούμε με βάση το τυφλό μας μάτι. Αυτή η απίθανη κατάσταση είναι αναπόσπαστο μέρος της «μαγείας» της πραγματικότητας. Όντας «μαγεμένοι» μπορούμε να πιστεύουμε οτιδήποτε μας αρέσει: είμαστε ελεύθεροι να «εξαπατηθούμε» εφόσον το επιθυμούμε. Η απελευθέρωση από την ψευδαίσθηση ξεκινά με την αναγνώριση της κατάστασης απορίας και αμηχανίας στην οποία ουσιαστικά βρισκόμαστε στην καθημερινότητα.

Η κατάσταση που περιγράφει η θεά για τους ανθρώπους είναι μια ολοκληρωτική έλλειψη «μήτιος» από την πλευρά τους. Όπως εξηγεί ο Kingsley:

«Η μήτις είναι ένας αρχαιοελληνικός όρος που σημαίνει πονηριά, επιδεξιότητα, πρακτική εξυπνάδα και σημαίνει επίσης τέχνασμα ή εξαπάτηση […] Η μήτις μπορεί να ακούγεται σαν μια ακόμη συνηθισμένη έννοια, στην πραγματικότητα, όμως, ήταν το αντίθετο όσων κατανοούμε με τις έννοιες. Σήμαινε μια ιδιαίτερη μορφή έντονης επίγνωσης, που καταφέρνει πάντα να παραμένει εστιασμένη στο όλον, που παρακολουθεί για ενδείξεις όσο αδιόρατες κι αν είναι για καθοδήγηση όποια μορφή κι αν πάρει αυτή, για σημάδια που δείχνουν το δρόμο που πρέπει να ακολουθήσεις, όσο γρήγορα κι αν εμφανιστούν ή εξαφανιστούν αυτά.

Και στον κόσμο της μήτιος δεν υπάρχει ουδέτερο έδαφος ούτε δεύτερες ευκαιρίες. Όσο περισσότερο αφήνεις τον εαυτό σου να γίνει μέρος αυτού του κόσμου, τόσο πιο πολύ ανακαλύπτεις ότι τα πάντα, ακόμη και το πλέγμα της ίδιας της πραγματικότητας, είναι απάτη και ψευδαίσθηση. Ή θα μάθεις να παραμένεις σε επαγρύπνηση ή θα χάσεις το δρόμο σου. Δεν υπάρχει ενδιάμεση παύση για ξεκούραση και δισταγμούς…»

Είναι σαφές πως ο κόσμος της μήτιος έχει τρομερές απαιτήσεις από τους ανθρώπους, καθώς πρέπει να ανταποκρίνονται σ’ αυτήν ακατάπαυστα. Κάτι, που γνωρίζουμε πόσο δύσκολο είναι όταν το δοκιμάζουμε έστω και για περιορισμένο χρόνο.

Η θεά τελικά μάς λέει την ιστορία του ενός και εναπομείναντα δρόμου:

«Έχει απομείνει η ιστορία μόνο ενός δρόμου να πούμε: ότι είναι. Και πάνω σε αυτό τον δρόμο υπάρχουν πολλά-πολλά σημάδια ότι, πέρα από το ότι είναι αγέννητο, είναι επίσης αθάνατο και ολόκληρο και ενιαίο και ακίνητο και πως ούτε είναι ελλιπές.»

%cf%80%ce%b1%cf%81%ce%bc%ce%b5%ce%bd%ce%af%ce%b4%ce%b7%cf%82-3-jpg-pngΟ δρόμος που προτρέπει είναι αυτός της ολοκληρωτικές ύπαρξης, που περιγράφει το είναι και την ύπαρξη ως κάτι που είναι πλήρες και άρτιο κάθε στιγμή. Τίποτε δεν λείπει από την κάθε στιγμή. Τίποτε παραπάνω ή λιγότερο δεν χρειάζεται κάθε στιγμή (το “είναι” είναι πάντα πλήρες) αρκεί να είμαστε πραγματικά εστιασμένοι σ’ αυτήν.  Κάτι που είναι δύσκολο να κατανοηθεί από τον «περιπλανώμενο νου», που κινείται είτε στο παρελθόν είτε στο μέλλον, αλλά διαρκώς του διαφεύγει το Τώρα. Στην πραγματικότητα αποφεύγει το Τώρα, όπως ο διάολος το λιβάνι. Γιατί, αυτή η αποφυγή, μάς δίνει τη δυνατότητα να πλέκουμε την πραγματικότητα όπως μας αρέσει στη βάση των σκέψεων. Οι απόψεις και προσσεγγίσεις μας αποτελούν μια τομή στο Όλον, που όμως είναι πάντα ενιαίο. Εμείς το τεμαχίζουμε με τις πεποιθήσεις μας υιοθετώντας την οπτική γωνία (το δικό μας «σύστημα αναφοράς») που μας αρέσει (προσανατολισμός με βάση το «τυφλό μάτι»). Το να επιλέγουμε «σύστημα αναφοράς”» σημαίνει πως δεν είμαστε εκεί, ταυτισμένοι με την Πραγματικότητα.

Σε αυτό τον δρόμο, λοιπόν, δεν χρειάζεται πουθενά να πάμε, κανένα άλλο ταξίδι να κάνουμε, γιατί όλα όσα θα μπορούσαμε να επισκεφθούμε είναι ήδη στο Εδώ και στο Τώρα. Οπότε, ο δρόμος τελειώνει εκεί ακριβώς όπου άρχισε: από εμάς τους ίδιους στο Εδώ και στο Τώρα.

Αυτή η κατάσταση δεν επιδέχεται χαρακτηρισμούς, καλή ή κακή, όμορφη ή άσχημη, ευχάριστη ή οδυνηρή κλπ. Για να βιωθεί, πρέπει ο νους να είναι ολοκληρωτικά ήσυχος. Δεν μπορεί να τρέχει εδώ κι εκεί ζαλισμένος, ανακυκλώνοντας τον εαυτό του. Έτσι, επιτρέπουμε στην πραγματικότητα, τρόπον τινά, να μας εξαπατά και γινόμαστε θύματά της. Σε έναν κόσμο διαρκούς εξαπάτησης, η πολύ στενή εγρήγορση και παρατήρηση, που ζει στο εδώ και τώρα σηκώνει το πέπλο της μήτιος και απελευθερώνει το είναι. Οποιαδήποτε άλλη κατάσταση είναι ένας διαρκής λήθαργος που μόνον η «πολύπειρος συνήθεια» τον ονομάζει καθημερινή ζωή.

Ο Kingsley ολοκληρώνει την αναφορά του στον Παρμενίδη με κάτι επίσης πολύ σημαντικό: Η θεά κάποια στιγμή προειδοποιεί πως τα λεγόμενά της ανήκουν επίσης «στο πλέγμα της εξαιρετικής μήτιός της». Εννοεί πως τα ίδια της τα λόγια εξαπατούν. Όλη η ανάλυση αυτού του κειμένου επίσης εξαπατά: είναι απλά λέξεις. Η μόνη διαφορά του είναι πως γνωρίζει πως δεν είναι τίποτα παραπάνω από αυτό: λέξεις.

 

Αναρχική συλλογικότητα Πυργῖται


 

[1]Kingsley, P. (2006). Αρχαιοελληνική σκέψη και δυτικός πολιτισμός, εκδόσεις Διόπτρα

[2] Αμηχανία: το νόημα της λέξης στην κυριολεξία είναι «χωρίς καμιά ιδέα για το τι να πράξεις», χωρίς «μηχανή», χωρίς «κόλπο». Την χρησιμοποιούσαν, για να περιγράψουν ανθρώπους που ξεγελάστηκαν και παγιδεύτηκαν, που εξαπατήθηκαν και βρίσκονται σε απελπιστική κατάσταση, χωρίς κανένα μέσο, για να βρουν μια λύση.

[3] Απορία: χωρίς πόρο (πέρασμα), χωρίς κανένα δρόμο, για να τον ακολουθήσεις.

Comments are closed.