Οι ρίζες της αναρχίας εις το «χρυσούν γένος». (Μέρος γ΄)
«Πολιτισμός είναι ένας φαλαινοθηρικός σταθμός,
όπου ο ξένος που κάνει τον περίπατό του
ανάμεσα σε άσπρα αετώματα
και παιδιά που παίζουν,
παρόλα αυτά,
με κάθε ανάσα που παίρνει αισθάνεται
την παρουσία του φονευμένου γίγαντα».
Tomas Transtru..mer, Ελεγεία (από τα 17 Ποιήματα)
Όλες οι μυθολογίες, στο ξεκίνημά τους, μιλούν για τη δημιουργία του κόσμου. Η απαρχή του κόσμου σε πολλούς λαούς έχει τα χαρακτηριστικά της «χρυσής εποχής» του Ησίοδου. Οι Βίκινγκ, οι Αιγύπτιοι, οι Κινέζοι, οι Ιάπωνες, οι 500 περίπου φυλές των Ινδιάνων της Αμερικής, συνέθεσαν τους δικούς τους μύθους για αυτή την εποχή, που περιλαμβάνει ευτυχισμένους ανθρώπους. Οι Αβορίγινες, που χαρακτηρίζουν την εποχή αυτή Ονειροχρόνο, της δίνουν μία αιώνια διάσταση, καθώς είναι κομμάτι του ονείρου, που βρίσκεται πάντα στο παρόν ή, όπως θα μπορούσε να πει κανείς καλύτερα, είναι άχρονο. Όπως λέει και ο Neil Phillip, «οι μύθοι είναι τα όνειρα της ανθρωπότητας». Σε λαούς, όπως οι Κινέζοι και οι Αιγύπτιοι, όπου είχε από νωρίς κυριαρχήσει η γεωργία, οι μύθοι έδιναν βάρος σε αυτήν, ενώ σε λαούς όπως οι Αβορίγινες, που ήταν κυνηγοί και τροφοσυλλέκτες, δίνουν γνώσεις για την επιβίωσή τους. Για τους Πολυνήσιους η ζωή, η πίστη και η γη συνδέονται στενά.
Στην Αίγυπτο, οι πρώτοι άνθρωποι δημιουργήθηκαν από τα δάκρυα του θεού Ρα, που είναι και ο δημιουργός του σύμπαντος. Στους σκανδιναβικούς μύθους οι άνθρωποι γεννήθηκαν από τον ιδρώτα του θεού, για αυτό ήταν φτιαγμένοι για μια ζωή γεμάτη μόχθο. Στην κινέζικη μυθολογία, τα αντιμαχόμενα στοιχεία, το Γιν και το Γιανγκ, βρίσκονταν μέσα σε ένα αβγό, που κάποια στιγμή έσπασε[1] και βγήκε από αυτό ο Παν-κου, ένα τριχωτό, δυνατό πλάσμα που κρατούσε σε απόσταση αυτά τα αντιμαχόμενα στοιχεία. Σύμφωνα με κάποιες εκδοχές, ο κόσμος έγινε από τα μέλη του σώματός του που διασκορπίστηκαν και οι άνθρωποι έγιναν από τους ψύλλους του. Σύμφωνα με άλλες παραλλαγές, ο Παν-κου, αφού ταξίδεψε στον κόσμο με τα τέσσερα ζώα του (τον δράκο, τη χελώνα, το μονόκερο και τον φοίνικα), έδωσε σχήμα στο σύμπαν με σφυρί και καλέμι. Έμαθε στους πρώτους ανθρώπους τα πάντα για τον ήλιο, το φεγγάρι, τα αστέρια και μόλις τους μετέδωσε τη σοφία του για τον κόσμο, εξαφανίστηκε. Στον Ιαπωνικό μύθο ο Καμούι είναι ο θεός δημιουργός, που πάνω στη ράχη μιας τεράστιας πέστροφας έφτιαξε τον κόσμο, ο οποίος πριν ήταν ένα απέραντο βαλτοτόπι. Μάλιστα, οι πρώτοι άνθρωποι, οι Αϊνού, είχαν σώμα από χώμα, μαλλιά από φυτό στελλαρία και ραχοκοκαλιά από κλωνάρια ιτιάς. Για αυτό και καμπουριάζουμε, όταν γερνάμε. Βλέπουμε ότι θεωρούσαν το ανθρώπινο σώμα ως αναπόσπαστο τμήμα της φύσης γύρω τους. Αλλιώς για ποιον λόγο να σκαρφίζονταν τέτοιες ιστορίες; Η φύση όμως δεν ήταν μόνο γύρω αλλά και μέσα τους. Για τον λόγο αυτό ένιωθαν ότι είναι πλασμένοι απ’ τα ίδια υλικά. Το πέλμα τους, σε κάθε βήμα, επικύρωνε μια αιώνια σχέση ανάμεσα στην Γη και τα παιδιά της. Οι Αϊνού είναι οι ιθαγενείς κάτοικοι των βόρειων ιαπωνικών νησιών Χοκάιντο (Ιαπωνία) και Σαχαλίνης (Ρωσία). Η αρχαία θρησκεία τους είναι πολυθεϊστική και λατρεύει πνεύματα της φύσης. Στην κοινωνία τους οι γυναίκες οργάνωναν την κοινότητα και οι άνδρες ήταν κυνηγοί. Ο Αϊοΐνα ήταν ένας θεάνθρωπος, που κατέβηκε από τον ουρανό στη γη, για να διδάξει στους ανθρώπους να κυνηγούν, να μαγειρεύουν και να κάνουν διάφορα άλλα πράγματα και τέλος επέστρεψε στον ουρανό. Οι Ιάπωνες αναπολούν την Αγνή Χώρα, τους Αιώνιους Κήπους, στο τέλος του δρόμου της θλίψης και επιθυμούν να επιστρέψουν σε αυτήν.
Πριν την απαρχή του κόσμου, στη μυθολογία των Αβορίγινων, η Γη ήταν μια γυμνή πεδιάδα, όπου όλα ήταν σκοτεινά, χωρίς ζωή και θάνατο. Ο ήλιος, το φεγγάρι και τα αστέρια κοιμούνταν κάτω από τη γη, όπως και οι προαιώνιοι πρόγονοι. Η ίδια η αιωνιότητά τους τούς ξύπνησε κάποια στιγμή και ξεπρόβαλαν στην επιφάνεια. Στην αρχή περιπλανήθηκαν με τη μορφή διαφόρων ζώων. Δύο από αυτούς ήταν οι Ουνγκαμπίκουλα, που δημιουργήθηκαν από το τίποτε και άρχισαν κι αυτοί να περιπλανιούνται στον κόσμο. Στο δρόμο τους έβρισκαν πλάσματα που ήταν μισοί φυτά και μισοί ζώα ή μισοφτιαγμένοι άνθρωποι. Με πέτρινα μεγάλα μαχαίρια (εργαλεία ζωής) έδωσαν σχήμα στους ασχημάτιστους ακόμα ανθρώπους και τους ζωντάνεψαν. Κάθε άνδρας ή γυναίκα προήλθε από κάποιο φυτό ή ζώο. Όταν τέλειωσαν το έργο τους, οι πρόγονοι ξανακοιμήθηκαν ή έγιναν βράχια και δέντρα. Όλα αυτά συνέβησαν στον Ονειροχρόνο, που δε βρίσκεται μόνο στο μακρινό παρελθόν, αλλά είναι το αιώνιο τώρα. Μπορεί να επιστρέψει ανάμεσα σε δύο διαδοχικούς χτύπους της καρδιάς. Το ζήτημα του Ονειροχρόνου έχει θεμελιώδη αξία για τους Αβορίγινες, μιας και αυτό ορίζει το πριν, το τώρα και το ύστερα σε έναν αόρατο άξονα. Και εκεί, στον άξονα αυτόν, το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον, σαν τρία ζωηρά παιδιά, κρατιούνται απ’ τα χέρια και στροβιλίζονται με τέτοια ταχύτητα, που είναι αδύνατον να ξεχωρίσει κανείς αν είναι πέρσι, φέτος ή μετά από χίλιους αιώνες. Η ιστορία αυτοκαταργείται και η μνήμη παίρνει επιπλέον ζωή μέσα από έναν ατέλειωτο χορό. Και στο μέσο του χορευτικού κύκλου θα υπάρχει πάντα το δικό τους «χρυσούν γένος» να τους περιμένει, όσο και αν τους έχει τσακίσει η λαίλαπα του πολιτισμού.
Στην περσική μυθολογία συναντάμε τον Αχούρα Μάζντα, που ζούσε στο φως και τον δίδυμο αδερφό του, τον Αριμάν, που ζούσε στο σκοτάδι. Ο πρώτος δημιούργησε τον χρόνο και έτσι και τον κόσμο. Έφερε τις ηλιόλουστες μέρες, τις φάσεις της σελήνης, τα καιρικά φαινόμενα και τον Αγαθό Νου στους ανθρώπους, που τους ωθούσε στο καλό και στη αγάπη. Ο Αριμάν απείλησε τον αδερφό του με οργή και μίσος και ο Αχούρα Μάζντα τον έστειλε πίσω στα σκοτάδια του. Από το φώς του έφτιαξε τον πρώτο άνθρωπο, τον Γκάγιομαρτ. Σε άλλη μια μυθολογία λοιπόν, ο πρώτος άνθρωπος παρουσιάζεται φύσει καλός, γέννημα φωτός. Αυτό έρχεται σε σύμπνοια, θα λέγαμε, με την αναρχική άποψη του Κροπότκιν για τον άνθρωπο, αλλά και το πώς η καλοσύνη του διαφθείρεται συνεχώς μέσα στο κράτος. Τα πρώτα 3.000 χρόνια ο Γκάγιομαρτ στοχαζόταν μόνο με ευλάβεια τη σοφία του δημιουργού του και την τελειότητα του γήινου παραδείσου που είχε φτιάξει και φρόντιζε τη φωτιά του. Ωστόσο, ο Αριμάν επέστρεψε και έφερε πολλά δεινά: λαγνεία, πείνα, αρρώστια, πόνο και θάνατο, μολύνοντας ό,τι άγγιζε. Ο Αχούρα Μάζντα, για να περιορίσει τον αδερφό του, τον παγίδευσε μέσα στον κόσμο. Έτσι, ο Αριμάν έκανε κακό μέχρι το τέλος του χρόνου. Έφερε ξηρασία, που ο Αχούρα Μάζντα την αντιμετώπισε με άφθονη βροχή. Η βροχή γονιμοποίησε το σπέρμα του Γκάγιομαρτ και έφερε το πρώτο ανδρόγυνο, την Μασιόι και τον Μασία, που ήταν προπάτορες όλων. Στην αρχή οι πρωτόπλαστοι τιμούσαν τον Αχούρα Μάζντα για την ομορφιά και την αφθονία της δημιουργίας, αλλά μετά, όταν ο Αχούρα Μάζντα τους άφησε να επιλέξουν μόνοι τους ανάμεσα στο καλό και το κακό, παραπλανήθηκαν και άρχισαν να λατρεύουν τον Αριμάν. Σύμφωνα με το μύθο, όλοι οι άνθρωποι γεννιούνται καλοί και ο Αχούρα Μάζντα έκανε όμορφη τη γη, φρόντισε κάθε λαός να αγαπά τη γη του, να λαχταρά το καλό και το φωτεινό, αλλά ο Αριμάν διέφθειρε τους ανθρώπους. Βλέπουμε εδώ, αλλά σχεδόν και σε κάθε αναφορά στον Αριμάν, μια συνάφεια ακόμη και μια ταύτιση αυτού του μυθικού προσώπου με τα δεινά που έφερε ο πολιτισμός στις απολίτιστες φυλές, που ζούσαν στα γεωγραφικά όρια της μετέπειτα Περσικής αυτοκρατορίας. Υπάρχει όμως και ο μύθος της αναγέννησης του κόσμου, που πεθαίνει και ξαναγεννιέται. Στο νέο κόσμο οι άνθρωποι θα καταφέρουν να νικήσουν τις ανάγκες και τις αμαρτίες[2] που τους έστειλε ο Αριμάν και θα γίνουν αθάνατοι. Σε αυτό το μύθο εντοπίζουμε και στοιχεία από την ιουδαϊκή κοσμοθεωρία, όπου το καλό και το κακό είναι διαχωρισμένα και η πτώση των ανθρώπων οφείλεται στις αμαρτίες τους.
Οι Μόντοκ, μία μικρή φυλή που ζούσε μέχρι το 1864 στα σύνορα Καλιφόρνιας και Όρεγκον, πίστευαν ότι δημιουργός τους ήταν ο Κουμούς, ο Γέροντας των Αρχαίων. Αυτός έσπειρε σπόρους στη γη και ζήτησε από τα βουνά, τους λόφους, τα ποτάμια και τις πηγές να τους φροντίζουν παντοτινά. Ο Κουμούς δεν πεθαίνει ποτέ, γιατί ο λαμπερός δίσκος που φέρνει στην πλάτη του τον ξαναφέρνει στη ζωή. Βρίσκεται στον ουρανό, αλλά κάποτε κατοικούσε στη γη. Περιπλανήθηκε κι αυτός στον κόσμο και βρήκε ένα κοριτσάκι, που το πήγε στο μέρος που ζούσε αρχικά και του έραψε 12 φορέματα για κάθε φάση της ζωής του. Όταν έβαλε το δέκατο φόρεμα, που ήταν νεκρικό, πήγε στον κόσμο των νεκρών και ο Κουμούς την ακολούθησε. Ο κόσμος των νεκρών είχε πάρα πολλά πνεύματα και ήταν όμορφος. Κάποια στιγμή ο Κουμούς αποφάσισε να γυρίσει στη γη και να τη γεμίσει ανθρώπους. Έσπειρε κόκκαλα που ανέσυρε από μια σπηλιά και έτσι φύτρωσαν φυλές. Μία από αυτές ήταν και οι Μόντοκ, μια μικρή φυλή που θα είχε πολλούς εχθρούς, όμως θα ήταν πιο γενναία από όλους, σύμφωνα με την παράδοσή τους. Έπειτα, πήγε και κατοίκησε στον ουρανό.
Πάλι βλέπουμε έναν επίγειο παράδεισο, που έχει να κάνει με το θάνατο και την αναγέννηση της φύσης, ο οποίος κατόπιν εξορίζεται στον ουρανό. Είναι χαρακτηριστικό, επίσης, ότι οι δημιουργοί του κόσμου τον διατρέχουν, δεν εκκινούν από ένα μέρος. Φυσικά, όλα αυτά έμοιαζαν στα μάτια των ιεραποστόλων ως βλάσφημες μαγγανείες. Έπρεπε ασυζητητί να ξεριζωθούν απ’ την συνείδηση των Μόντοκ και να ριχθούν στο πυρ το εξώτερον και ακόμη παραπέρα. Αυτοί οι αξιαγάπητοι εκπρόσωποι(!) του χριστιανικού θεού έκαναν ουκ ολίγες φορές μεγαλύτερο κακό απ’ ότι θα έκαναν δέκα πυρηνικές κεφαλές μαζί. Αν ο Ιησούς είχε πάντως την παραμικρή υποψία για τις φρικαλεότητες που θα γίνονταν στο όνομα του, σίγουρα θα προτιμούσε να ασχοληθεί περισσότερο με την ξυλουργική και πολύ λιγότερο με τις φιλοσοφικές του διδασκαλίες και μεταφυσικές του αναζητήσεις. Ή ακόμη καλύτερα, εκτός απ’ τους πάγκους πέριξ του ναού, θα άνοιγε και καμία «άσπιλη» κεφαλή με το ραβδί του. Άξιος, λοιπόν, ο μισθός τους και όσα βέβαια κατάφεραν να ληστέψουν με το σταυρό (πάντα) ανά χείρας…
Σε μια σειρά ιρλανδικών μύθων, όπου περιγράφονται οι περιπέτειες του ήρωα Μπραν στα μαγικά νησιά, που λέγονταν αλλιώς και «ο Άλλος Κόσμος» (βρισκόταν κάπου δυτικά, πέρα από τον Ατλαντικό), ο ήρωας φτάνει μαζί με τους συντρόφους του πρώτα στο Νησί της Χαράς, όπου όλοι οι κάτοικοί του ζουν εκεί ευτυχισμένοι και συνεχώς γελούν. Μάλιστα, προσωρινά αφήνει έναν από τους συντρόφους του εκεί και όταν αυτός επιστρέφει, ξεχνάει τι ήταν αυτό που τον έκανε να γελά, όσο βρισκόταν στο Νησί της Χαράς. Είναι σα να άφησε πίσω του το μυστικό της καθαρής ύπαρξης, του ολοκληρωμένου ανθρώπου που επέστρεψε στον πολιτισμό. Σε έναν ιρλανδέζικο μύθο συναντάμε την χώρα της νιότης (Tir-n-n-og), όπου τα γηρατειά και ο θάνατος δεν την έχουν ανακαλύψει. Οι χωρικοί λένε ότι εκεί «η ευτυχία κοστίζει μια δεκάρα», γιατί είναι άφθονη. Ο βάρδος Όσσιαν (προφανώς ο Ωκεανός), που περιπλανιόταν καβάλα σε ένα άσπρο άτι, στην επιφάνεια των νερών, έζησε σε αυτή την χώρα τριακόσια χρόνια, ο μόνος άνθρωπος που κατάφερε να την επισκεφτεί. Όταν επέστρεψε στη γη, τα τριακόσια χρόνια έπεσαν πάνω του, τα άσπρα γένια του έφτασαν στη γη και ο ίδιος σύρθηκε στο χώμα. Από τότε αυτή την χώρα την επισκέφτηκαν κι άλλοι άνθρωποι, σε διαφορετικά μέρη: στα βάθη των λιμνών, στα βάθη του ορίζοντα και σε πολλές παραλλαγές. Κάποιοι άλλοι είδαν την χώρα αυτή σε ένα νησί κοντά στην Γροιλανδία, που εξαφανιζόταν, μόλις το πλησίαζαν. Σύμφωνα με πολλές αφηγήσεις η Χώρα της Νιότης είναι ο αγαπημένος τόπος των ξωτικών. Τα μυθικά αυτά πλάσματα, πρωταγωνιστές ακόμη και σήμερα στη φαντασία μικρών και μεγάλων παιδιών, ζούσαν σε μια «πραγματικότητα» όπου ο χρόνος δεν είχε και ιδιαίτερη σημασία. Ζούσαν για ένα αιώνιο τώρα. Και αυτό έγινε το μαγικό τους κλειδί που ξεκλείδωνε την ανθρώπινη ολότητα τους. Είχε δίκιο ο Μπακούνιν όταν στο «Θεός και Κράτος» έγραφε πως ο θεός είναι η ουράνια αφαίρεση, το ανθρώπινο είδωλο αντεστραμμένο και μεγεθυμένο. Είναι όμως αυτό απαραίτητα κακό ή μήπως πρέπει να γίνει μια διάκριση ανάμεσα στο τι εκφράζει το αντεστραμμένο και μεγεθυμένο είδωλο του πολιτισμένου και τι του απολίτιστου ανθρώπου; Είναι εντελώς διαφορετικό για ένα ανθρώπινο πλάσμα, όταν η μεταφυσική ή αν θέλετε η ουράνια αφαίρεσή του είναι ένας κόσμος καλοκάγαθων ξωτικών[3] και μιλάμε σίγουρα για κάτι άλλο, όταν η μεταφυσική γίνεται μίσος, τυφλή υποταγή και δόγμα. Εκεί γεννιέται η εξουσία που με την σειρά της δίνει την σκυτάλη στον κρατισμό. Το ζήτημα πάντως είναι ευρύ και είναι αδύνατον να αναπτυχθεί σε λίγες γραμμές. Είναι όμως σημαντικό να το ανακινούμε με κάθε ευκαιρία.
σύντροφοι για την Αναρχική απελευθερωτική δράση
Από την αναρχική εφημερίδα ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ.130, Σεπτέμβριος 2013
[1] Θυμίζει, ως έναν βαθμό, τον γνωστό Ορφικό μύθο. Ο Κόσμος, το Σύμπαν των αρχαίων Ελλήνων, ξεπήδησε μέσα απ’ το λεγόμενο Κοσμικό Αυγό, κατακλύζοντας το χάος και το κενό με απίστευτη ταχύτητα. Θα μπορούσαμε να βρούμε πολλές ομοιότητες και με την σύγχρονη θεωρία των φυσικών για την γέννηση του Σύμπαντος, το Bing Bang, αλλά ας τους αφήσουμε να ξαπλώνουν τεμπέλικα στις μεταλλαγμένες δάφνες τους για λίγο ακόμη, μιας και το ζήτημα, όπως και πολλά άλλα, αποτελεί «τροφή» για μελλοντικά άρθρα της Διαδρομής.
[2] Η λέξη «αμαρτία» αρχικά απλώς σήμαινε σφάλμα, αλλά μέσα από την ιουδαϊκή κοσμοαντίληψη φορτίστηκε με την χριστιανική ηθική και ανηθικότητα.
[3] Σίγουρα υπάρχουν και ιστορίες με κάποια από αυτά να σκαρώνουν χίλιες-δυο σκανδαλιές και πονηριές. Περισσότερο όμως θα λέγαμε πως ακόμη και αυτές οι ιστορίες παρουσιάζουν τα ξωτικά σαν μικρά, ζωηρά παιδιά. Δεν υπάρχει δόλος και μηχανορραφία. Αυτό δείχνει και το αγαθό πνεύμα των ανθρώπων που έπλαθαν τέτοιες ιστορίες.
(Συνεχίζεται)