Ο Μιθριδάτης τα λέει όλα
Από τους ελάχιστους καλλιτέχνες και ίσως ο μοναδικός που μίλησε τόσο καθαρά για όσα ζούμε.
Μιθριδάτης, Για να μην τα χρωστάω:
Από τους ελάχιστους καλλιτέχνες και ίσως ο μοναδικός που μίλησε τόσο καθαρά για όσα ζούμε.
Μιθριδάτης, Για να μην τα χρωστάω:
Ως ελάχιστο δείγμα τιμής και μνήμης όσων πριν από 200 χρόνια ξεκίνησαν τον αιματηρό δρόμο της ελευθερώσεως τους από τον ζυγό των τούρκων, παρουσιάζουμε την έκτη ωδή «Αι Ευχαί» από την συλλογή «Λυρικά» του Ανδρέα Κάλβου, η οποία τυπώθηκε στο Παρίσι το 1826.
Τώρα μας έμεινε το πιο δύσκολο· πώς να πάρουμε τις λέξεις που έμειναν και να φτιάξουμε ζωή.
Τώρα που οι λέξεις ελευθερία, ευθύνη, αλληλεγγύη, μαζί έχουν χάσει τη σημασία τους, χρειάζεται να βρούμε άλλες καινούριες που να σημαίνουν ελευθερία, ευθύνη, αλληλεγγύη και μαζί.… Περισσότερα...
Να μένεις στην Αλεξάνδρας και να μην ακούς αμάξια το βράδυ
αυτό το βουητό της πόλης να ξεκινά μετά τις πέντε
κυριακή με ήλιο και μασκοφόρους
μυρίζει οινόπνευμα
ο κόσμος στο δρόμο κοιτάζει δεξιά- αριστερά
μην πετύχει κάνα μπάτσο
δυστοπικές συζητήσεις για το καλύτερο αντισηπτικό
ένας επαίτης που απλώνει το χέρι φορώντας μάσκα
μουσικοί του δρόμου με πανιά στα τρομπόνια
μια fenistil πάνω στο τραπέζι
“τι είναι αυτό; τα κουνούπια θα φοβηθούμε πια;”
μια μαυρίλα να ρέει
πηχτή, γυαλιστερή και δύσοσμη
πλημμυρίζει την πόλη
πλημμυρίζει τους ανθρώπους
πλημμυρίζει τα έντομα
ο κόσμος πατάει στη μαυρίλα
τα παιδιά πλατσουρίζουν
τα έντομα πνίγονται
καπότες παντού
σε λίγο θα κυκλοφορούμε μέσα σε γιγάντιες καπότες
χθες το βράδυ μάζεμα στην Καλλιδρομίου
τσιγάρα και joy division
πέτυχα τον Π.,… Περισσότερα...
Είχε μια μεγάλη ουλή στο μηρό της/ έμοιαζε με νεκρό σιδηρόδρομο/ που τον σκέπαζαν πρόχειρα άγριες σάρκες/ Αυτός έβαζε το δάχτυλο τρυφερά στην αφετηρία/ και διέτρεχε απαλά την απόσταση/ ως τη ρίζα του γονάτου/ Κάθε φορά ένιωθε την διαδρομή ατελείωτη/ Κλείνανε τότε γυμνοί τα μάτια/ να φανερώσουν για λίγο/ όσα ο φόβος τους έκρυβε/ Εκείνη ψιθύριζε/ «Γιατί σου αρέσει τόσο η ουλή μου; Είναι μεγάλη κι άσχημη/ Αν όμως τόσο πια τι θέλεις στη χαρίζω»/ Κι αυτός απαντούσε/ «Κοίτα/ όσο κι αν περιπλανήθηκα μέσα σ’ αρχαίους τάφους/ δεν βρήκα πουθενά μαχαίρι/ τόσο σκουριασμένο/ τόσο στομωμένο/ για να την βγάλω από πάνω σου/ όπως τής αξίζει»/ «Τότε θα τη φυλάω στο σώμα μου/ μόνο για σένα/ Όσα χρόνια κι αν περάσουν/ από αυτή τη στιγμή/ θα είναι δική σου/ Σάρκα και δέρμα σου/ ένα με εμένα/ Ως το θάνατο/ Ή μέχρι να βρεις εκείνο το μαχαίρι των αρχαίων»/ «Κάποια στιγμή θα τα ξεχάσεις όλα αυτά/ ή το πιθανότερο/ δεν θα θέλεις να τα θυμάσαι»/ «Ίσως/ Αναπνέω για τη στιγμή/ Αν σκεφτώ το αύριο/ θα σταματήσει η καρδιά μου/ Κάποια πρωινά/ ξυπνώ με ένα μαύρο ήλιο στο μαξιλάρι μου/ Το χθεσινό μου όνειρο/ καίγεται στο σκοτάδι του/ ψάχνω λίγη από την τέφρα/ μα δεν βρίσκω ίχνος/ Αυτό πάλι τι σου λέει;»/ «Μου λέει ότι έχεις μάθει πια τα πάντα/ Νομίζω ότι έχει έρθει η ώρα ν’ αρχίσεις να ξεχνάς/ Εγώ πάλι λέω/ από εδώ και πέρα/ να μην ξεχνώ τίποτα/ Έτσι θα πληρώσω για όλα/ Αναδρομικά και με τόκο/ Εσύ καθάρισες/ Ήρθε η ώρα να μπεις στον κόσμο/ που τόσο μίσησες/ και να μπει κι αυτός μέσα σου/ Να θυμάσαι όμως/ ότι αυτή η ουλή στο μηρό σου/ μού ανήκει/ Θα γίνει η μόνη μου ιδιοκτησία/ Δική μου/ Και που ξέρεις/ Μπορεί στις περιπλανήσεις μου/ σε χρόνους μέσα σε χρόνους/ να βρω κάποτε κι εκείνο το μαχαίρι»/ Κάτι πύρωσε μέσα της/ θυμός/ έξαψη/λαγνεία/ αποστροφή/ αγάπη/ κενό/ Τον έσφιξε με δύναμη επάνω στο σώμα της/ Όλα έμοιαζαν εντελώς φυσιολογικά.… Περισσότερα...
Με την ευχή αυτό το έτος και κάθε έτος να είναι ο καιρός που ο καθένας μας θα αντικρίσει τον ευδαίμονα εαυτό του και θα αντιληφθεί την Ενότητα που μας εμπεριέχει και εμπεριέχουμε,
παραθέτουμε το Τρίτο Σονέτο του Giordano Bruno:
Ποιος μου ‘δωσε φτερά, ποιος μου ζεσταίνει την καρδιά;
Ποιος δεν μ’ αφήνει να φοβάμαι την τύχη ή τον θάνατο;
Ποιος έσπασε τις αλυσίδες κι αυτές εδώ τις πόρτες
απ όπου λίγοι μονάχα κατάφεραν να βγουν;
Οι αιώνες, οι χρονιές, οι μήνες, οι μέρες και οι ώρες
όπλα και θυγατέρες του καιρού, και εκείνη η αυλή
που μέσα της ο σίδηρος και το διαμάντι τη δύναμή τους χάνουν
απ’ τη δική τους τη μανία με προστάτεψαν
Έτσι με σίγουρα φτερά στον άνεμο πετάω
χωρίς φόβο πάνω σε κρύσταλλα και σε γυαλιά να πέσω πάνω
τα ουράνια σκίζω και στο άπειρο ορμάω
Κι ενώ σε άλλες σφαίρες από τη δική μου πέφτω
και απ’ το αιθέριο πεδίο πιο βαθιά τρυπάω
αυτό που οι άλλοι βλέπουνε από μακριά, εγώ πίσω μου αφήνω.… Περισσότερα...
Όταν οι λέξεις έχουν χάσει κάθε ιερότητα και σεβασμό στην ύπαρξη, όταν στο όνομα της ελευθερίας, της δικαιοσύνης και της αγάπης λέγονται τα χειρότερα ψέματα κι οι λέξεις παράγουν ύβριν, τότε ας σταματήσουμε τα δελτία ειδήσεων κι ας ακούσουμε το δροσερό αεράκι της ποίησης, που λέει τις πιο μεγάλες αλήθειες.… Περισσότερα...
Για ό,τι έφυγε και δε θα ξανάρθει. Για όσα κρυφτήκαν στη σκιά του χρόνου, περήφανα, δίχως αναφιλητά, με μνήμη, συνείδηση και παρρησία. Για όλα εκείνα που δεν μπόρεσαν να αρπάξουν οι κονκισταδόρες της Ιστορίας στο διάβα τους.
Ο ήλιος, λένε, θέλει την καρδιά μου,
Μα κρύβομαι στα δάση·
Τα δέντρα φυλάνε την ανάσα μου στη σκιά τους.… Περισσότερα...
Γεννιέται σαν σήμερα, στις 16 Αυγούστου 1920, στο Άντερναχ της Γερμανίας, ο Χένρι Τσαρλς Μπουκόφσκι. Κάνει δουλειές ικανές να στείλουν κάθε εχέφρονα στο τρελάδικο, πίνει, γράφει συνεχώς. Εκδίδει δεκάδες ποιητικές συλλογές, πολλά διηγήματα και πέντε νουβέλες. Βαδίζει ακούραστα, με συνέχεια και συνέπεια τον προσωπικό του δρόμο, δίχως να παραχωρεί σπιθαμή απ’ την ψυχή του σε κανέναν.… Περισσότερα...
Αυτό που με πνίγει μέρα με τη μέρα όλο και περισσότερο είναι ο φόβος της εσωτερικής αποκτήνωσης. … δεν έχω τον παραμικρό φόβο για τις σφαίρες και τις οβίδες … φοβάμαι μήπως χάσω την πίστη μου στην ανθρωπότητα, στον ίδιο μου τον εαυτό, στο καλό που υπάρχει στον κόσμο.… Περισσότερα...
Οι δρόμοι ξεβράζουν τα πτώματα
Που άφησε το γλέντι του Σαββατοκύριακου.
Γέμισε η λεωφόρος κλαδιά
Σαν γονυπετές δάσος.
Και το τραπέζι του χασάπη
Άλικη κλίνη βρεφική.
Κάποτε στον δρόμο,
Ξέραμε αυτούς που
Μας γνώρισαν μόνο για να μας θυμούνται.
Τώρα γίναμε εκείνο το ίδιο μας το βλέμμα
Χαρισμένο στην άγνοια,
Να μοιάζει συνώνυμο της αθωότητας.… Περισσότερα...
Μη φοβού τους Φιλισταίους ξενομερίτη,
Της Δαλιδά την κόψη μη μνησικακείς,
Στα σκαλοπάτια του θανάτου σιωπηλός να φλυαρείς,
Στους άδειους των όλμων κάλυκες
Μάθε να φτιάχνεις ανθοστήλες.
Κι όταν στης εσχατιάς το τρίστρατο
Για τ’ ανερμήνευτα μυστήρια ερωτηθείς,
Αποκρίσου δίχως υπεκφυγές πως
Οι άγγελοι έχουν φτερά
Κι οι άνθρωποι προβλήματα.… Περισσότερα...
Ίσως πρέπει να αποσυρθούμε ευπρεπώς σε μια νηφάλια μέθη,
να ορίσουμε με τρυφερότητα ειρμούς και λύπες,
τα κεκτημένα στα ψίχουλα κάτω απ’ το γιορτινό τραπέζι,
του φωτός τα στίγματα, όταν οι νυσταγμένοι λεπτοδείκτες
τραμπαλίζουν ανερυθρίαστα στου χρόνου την καμπούρα.
Ίσως οφείλουμε στης σάρκας μας τις σάρκες λίγες στιγμές ανάπαυσης πικρής,
να σκάψουμε σωρούς στάχτης με τους όνυχες απόντες,
μήπως και της αθωότητας η παιδική έξη ξεπροβάλει
σαν σκιά κτέρισματος απ’ της λήθης το κιβούρι.… Περισσότερα...