Υπέρ της ανάστασης των «νεκρών» (Μέρος Α΄)
Όπως έχουν τα πράγματα, ο νους είναι αποτέλεσμα πολλών χιλιάδων χρόνων επιρροής -βιολογικής, κοινωνιολογικής, περιβαλλοντικής, κλιματικής, διατροφικής και λοιπά. […] Αν ο νους δεν έχει ελευθερία, δεν μπορεί να ανακαλύψει τί είναι αλήθεια και τί όχι· και το να έχει ελευθερία σημαίνει να είναι απαλλαγμένος από κάθε επιρροή.(Τζίντου Κρισναμούρτι)
Οι θνήσκοντες και ανασταινόμενοι θεοί
Στον αρχαίο κόσμο, αιώνες πριν την εμφάνιση του Χριστιανισμού, υπήρχε μια ευρέως διαδεδομένη θρησκευτική μυθολογική αφήγηση σε όλη την περιοχή της ανατολικής Μεσογείου και στον Ελλαδικό χώρο. Ο μύθος, σε κάθε περίπτωση, αναφερόταν σε έναν θεό, ο οποίος πέθαινε μαρτυρικά και στη συνέχεια ανασταινόταν.
Ο κάθε τόπος διέθετε τη δική του εκδοχή του μύθου και απέδιδε στον θεό αυτόν διαφορετικές ονομασίες. Στην φαραωνική Αίγυπτο λεγόταν Όσιρις, στον μείζονα Ελλαδικό χώρο Διόνυσος, στη Μικρά Ασία Άττις, στη λεγόμενη Συροπαλαιστίνη Άδωνις, στην Περσία Μίθρας και στην Ιταλική χερσόνησο Βάκχος. Η μυθική αφήγηση, ωστόσο, εμπεριείχε στον πυρήνα της παντού τα ίδια χαρακτηριστικά. Ο θεός γεννιόταν από μια παρθένο σε μια σπηλιά ή σε έναν στάβλο στις 25 Δεκεμβρίου. Αργότερα, εισερχόταν θριαμβευτικά σε μια πόλη επί όνου και γινόταν δεκτός από τον λαό, ο οποίος κράδαινε κλάδους φοινικιάς. Στη συνέχεια πέθαινε, θυσιαζόμενος για την αποκατάσταση του κόσμου, κατέβαινε στον Άδη (ή σε άλλη αντίστοιχη θεότητα του λεγόμενου Κάτω Κόσμου) και την τρίτη ημέρα ανασταινόταν εκ νεκρών, ανερχόμενος στον ουρανό. Η θυσία αποκαθιστούσε την ιερότητα του κόσμου, καθαρίζοντας τον καθημερινό χρόνο και τόπο και αναγεννώντας τον. Η αναγέννηση αυτή νοούνταν ως μεταμόρφωση, που ξαναδημιουργούσε τον χρόνο και τον τόπο, αλλά και κάθε ον εντός τους, σε ένα ιερό εδώ και τώρα.
Φαίνεται, πως στοιχεία τουλάχιστον του συγκεκριμένου μύθου είναι πανάρχαια. Η Margaret Murray, αρχαιολόγος και αιγυπτιολόγος των αρχών του περασμένου αιώνα, με ανασκαφές στις πυραμίδες της Αιγύπτου στο ενεργητικό της μαζί με τον περισσότερο γνωστό Flinders Petrie (ο οποίος ανακάλυψε τις πυραμίδες της Γκίζας και τη στήλη του Μερνεφθά) αναφέρει ότι «το ιερό δράμα της αφοσίωσης και της θυσίας του ενσαρκωμένου θεού μπορούμε να το παρακολουθήσουμε στα κείμενα των Πυραμίδων», δηλαδή το 2.700 π.Χ,, περίπου.
Ο Ηρόδοτος στις «Ιστορίες» του αναφέρει ότι «στην ίδια λίμνη οι Αιγύπτιοι τελούν κατά τη διάρκεια της νύχτας τα Μυστήρια, το Πάθος αυτής της ύπαρξης το όνομα της οποίας δεν μπορώ να εκστομίσω». Και στη συνέχεια: «Όλες οι λεπτομέρειες αυτών των τελετών ήταν γνωστές σε εμένα αλλά δεν θα πω τίποτε περισσότερο». Ο Ηρόδοτος ουσιαστικά παρέχει την απόδειξη της ομοιότητας των Αιγυπτιακών και των Ελληνικών Μυστηρίων στα οποία φαίνεται πως ήταν μυημένος εφ’ όσον τα γνώριζε. Είναι γνωστό πως οι μυημένοι στις τελετουργίες των Μυστηρίων έπαιρναν όρκο σιωπής για τα τεκταινόμενα σ’ αυτές· ως εκ τούτου ο Ηρόδοτος δεν μας παρέχει περισσότερες λεπτομέρειες.
Στον Ελλαδικό χώρο, η μυστηριακή λατρεία εισήχθη σταδιακά τον 6ο αι. π.Χ.[i] και διόλου τυχαία συνέπεσε χρονικά με τη ραγδαία ανάπτυξη της φιλοσοφικής σκέψης. Τον 6ο και 5ο αι. π.Χ. οι πιο διεισδυτικοί Έλληνες στοχαστές προχώρησαν σε μια κριτική της ίδιας της παράδοσής τους, όπως αυτή διασωζόταν στα Ομηρικά έπη, χωρίς φυσικά να την απορρίψουν, θεωρώντας τη μυστηριακή λατρεία ως εκφραστή ενός βαθύτερου και ανώτερου οντολογικού νοήματος. Στηλίτευαν δε την δεισιδαιμονία, η οποία εκφραζόταν συχνά στη λαϊκή θρησκεία της εποχής. Τα λεγόμενα «Μυστήρια» διαμορφώθηκαν από τη θρησκευτική κίνηση του Ορφισμού και του Πυθαγορισμού και είναι γνωστό πως ο Πυθαγόρας μαθήτευσε τόσο στην Αίγυπτο, όσο και στη Βαβυλώνα. Οι Πυθαγόρειοι θεωρούνται αυτοί οι οποίοι ανέδειξαν τον Διόνυσο –ο οποίος μέχρι τότε ήταν μια κατώτερη θεότητα– ώστε να αποτελέσει το αντίστοιχο του Όσιρι των Αιγυπτίων. Σύμφωνα με μιαν άλλη εκδοχή, ήταν ο Ορφικός ποιητής Ονομάκριτος ο οποίος τον 6ο αιώνα π.Χ. έκανε την καινοτομία της εισαγωγής του θανάτου-ανάστασης του Διονύσου στα Μυστήρια.
Από τη λέξη «μυστήριο» προέρχεται και η λέξη «μύστης», η οποία κυριολεκτικά σημαίνει «με τα μάτια κλειστά», υπονοώντας όλους όσους δεν κατανοούν ακόμα την κωδικοποιημένη διδασκαλία που κρύβεται πίσω από τον μύθο, αλλά βρίσκονται σε μια προσωπική πορεία, για να την κατανοήσουν. Όσοι έφταναν στο σημείο της κατανόησης ονομάζονταν «επόπτες», που σημαίνει «αυτοί που είδαν». Μύστες ή και επόπτες ήταν και τα περισσότερα γνωστά πρόσωπα που σήμερα αναγνωρίζουμε ως «φιλοσόφους»: Ο Πυθαγόρας, ο Παρμενίδης, ο Εμπεδοκλής, ο Αναξαγόρας, ο Σωκράτης, ο Ηράκλειτος, ο Πλάτων, για να αναφέρουμε λίγους μόνο από τους «διάσημους». Το «φιλόσοφοι» μπαίνει σε εισαγωγικά ως ένδειξη του γεγονότος ότι αυτοί οι άνθρωποι δεν είχαν σχέση με την σημερινή εικόνα που έχουμε για την ακαδημαϊκή φιλοσοφία, ευτυχώς. Περισσότερο εύστοχα θα τους χαρακτηρίζαμε ως «γκουρού».
Ο Εμπεδοκλής, μαθητής των Πυθαγόρειων, ίσως ήταν ο πιο «τρομακτικός» όλων. Δήλωνε για τον εαυτό του πως είναι «αθάνατος θεός» ο οποίος «έχει εκπληρώσει την θεϊκή του φύση». Το όνομά του συνοδεύεται από πλήθος μυθικών αφηγήσεων σαν αυτούς που αποδίδονται αιώνες αργότερα στον Ιησού: ότι περπάτησε στο νερό, ότι ανέστησε νεκρούς, ότι έκανε θαύματα. Σήμερα θεωρείται ένας από τους φιλοσόφους που συνέλαβαν ένα κοσμολογικό μοντέλο του Σύμπαντος, όμως η αλήθεια είναι πως δεν το έκανε για την Κοσμολογία την ίδια, αλλά επειδή ήθελε να περιγράψει την πορεία και το δράμα της ψυχής και της ενσάρκωσής της στα πλαίσια των κύκλων της «οικονομίας» του Σύμπαντος. Τα λόγια του ότι «Η Αγάπη (η Αφροδίτη) εξαπάτησε τους αθάνατους, ώστε να γίνουν θνητοί» θα τα συναντήσουμε αργότερα στην «αίρεση» των Γνωστικών Χριστιανών, όταν ανακαλύφθηκαν τα κείμενά τους στο Ναγκ Χαμαντί στην Αίγυπτο το 1945: «Είναι η Αφροδίτη εκείνη που με εξαπάτησε». Και πολύ αργότερα κατά τον 10 αι. μ.Χ. θα συναντήσουμε την επιρροή του σε τάγματα του πρώιμου Σουφισμού αλλά και του Ισμαηλιτικού κλάδου του Σιϊτικού Ισλάμ, οι οποίοι έκαναν ευθείες αναφορές στον Εμπεδοκλή, θεωρώντας τον «μάγο» και «προφήτη».
Δεν έχουμε όμως μόνον μυημένους φιλοσόφους, αλλά και τραγωδούς σαν τον Ευριπίδη. Η Μυστηριακή λατρεία ήταν η γενεσιουργός αιτία του θεάτρου, καθώς οι πρώτες θεατρικές παραστάσεις ήταν μια συμβολική και δραματοποιημένη παρουσίαση των παθών του Διονύσου, ακριβώς αντίστοιχων με τα γνωστά πάθη του Ιησού, στοχεύοντας, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, στον «εξαγνισμό» και στην «κάθαρση». Ο Ευριπίδης, ο οποίος διαλογιζόταν και συνέθετε τις τραγωδίες του απομονωμένος σε μια σπηλιά στη Σαλαμίνα, έγραφε: Μακάριος ο τυχερός που γνωρίζει τα Μυστήρια που εντέλλονται οι θεοί κι αγιάζει τη ζωή του, σμίγει ψυχή με ψυχή σε μυστική ένωση και με πρέπουσες τελετές εξαγνίζεται, εισχωρεί στην έκσταση της μοναξιάς των βουνών. Όποιος τηρεί τις μυστικές τελετουργίες, νομιμοποιημένες από τη Μεγάλη Μητέρα, όποιος στέφει την κεφαλή του με κισσό και σαλεύει τη ράβδο του στη λατρεία του Διονύσου [ii].
Ο συγκεκριμένος μύθος βρισκόταν στην καρδιά των Ελευσινίων Μυστηρίων. Κατά τη διάρκεια της μακραίωνης παρουσίας τους υπολογίζεται ότι μυήθηκαν σε αυτά εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι, ανεξαρτήτως φύλου και κοινωνικής θέσης, από δούλοι μέχρι αυτοκράτορες. Θα πρέπει να σημειωθεί πως η συγκεκριμένη λατρεία δεν διέθετε τον ρόλο που είχε η επίσημη κρατική θρησκεία, της οποίας η θεσμοθετημένη λειτουργία ήταν να διατηρεί την κοινωνική συνοχή μέσω ενός συγκεκριμένου έθους. Ίσα-ίσα, ήταν μια επώδυνη εσωτερική διαδικασία θανάτου, μέχρι την αναγέννηση, που δεν είχε τα οφέλη στα οποία θα προσέβλεπαν οι εξουσιαστές. Το μοναδικό που πρόσφερε ως πιθανότητα, δυνατότητα ή ευκαιρία στους συμμετέχοντες στις τελετές ήταν μια εμπειρία άμεσης θέασης της αλήθειας. Μια εμπειρία καταλυτική, ικανή να αλλάξει εκ βάθρων τη ζωή αυτών που την βίωναν.
Ο Λούκιος Απουλήιος, Ρωμαίος συγγραφέας του 2ου μ.Χ. αιώνα, στο έργο του ο «Χρυσός Όνος», γράφει πως ήταν η πιο ευτυχισμένη μέρα η μέρα της μύησής μου και την ονόμασα γιορτή των γενεθλίων μου, μια εμπειρία για την οποία αισθάνεται ένα «χρέος ευγνωμοσύνης» το οποίο δεν ελπίζει πως θα μπορέσει ποτέ να ξεπληρώσει[iii]. Ο Πίνδαρος, λυρικός ποιητής του 5ου π.Χ. αιώνα, αποκαλύπτει πως ο μυημένος στα Μυστήρια γνωρίζει το τέλος της ζωής και τη θεόσταλτη αρχή της. Ο Πλάτων στον «Φαίδρο» αφηγείται ότι βλέπαμε τα θεία οράματα και μυηθήκαμε στα ευλογημένα Μυστήρια, τα οποία τα τελούσαμε με απόλυτη αθωότητα. Βλέπαμε γαλήνια, ευτυχισμένα, απλά αιώνια οράματα να ακτινοβολούν μέσα σε καθαρό φως. Ο Ολυμπιόδωρος, οπαδός του Πλάτωνα, μας λέει πως ο δάσκαλός του παράφραζε παντού τα Μυστήρια[iv].
Μετά απ’ όλα αυτά δεν είναι παράξενο που ο Έλληνας ιστορικός Ζώσιμος, σχολιάζοντας τους νόμους που τέθηκαν σε ισχύ τον 4ο αι. μ.Χ. από τον χριστιανό αυτοκράτορα Βαλεντιανό, που απαγόρευαν τη λατρεία των Ελευσινείων μυστηρίων, γράφει ότι «χωρίς τα μυστήρια ο βίος των Ελλήνων θα ήταν αβίωτος, γιατί τα ιερά μυστήρια κρατούν ενωμένο όλο το ανθρώπινο γένος»[v].
Ας σημειωθεί, για την Ιστορία, πως έχει καταγραφεί τον 1ο αιώνα π.Χ. και η συμμετοχή ενός Ινδού βραχμάνου, του Ζάρμαρου, στα Μυστήρια, πράγμα που δείχνει και το εύρος των αλληλεπιδράσεων εκείνης της εποχής. Αυτό είναι και μια μικρή ένδειξη του ιστορικού γεγονότος πως αυτό που γνωρίσαμε αιώνες αργότερα ως κατευθυνόμενη θρησκευτική μισαλλοδοξία, δεν υπήρχε στην αρχαιότητα ή, τουλάχιστον, δεν υπήρχε σε μια τέτοια έκταση ώστε να είναι ιστορικώς παρατηρήσιμο. Τα μίση, ή οι εξουσιαστικές συγκρούσεις και πόλεμοι, τότε, εμφορούνταν από περισσότερο «ειλικρινείς» αιτίες συμφερόντων, ισχύος και κυριαρχίας. Δεν είχε χρησιμοποιηθεί ακόμη ευρέως η θρησκευτική ομοδοξία/ετεροδοξία και η δήθεν ανωτερότητα κάποιας θρησκείας ως όπλου καθυπόταξης των «άλλων». Το γενικότερο πνεύμα της εποχής δεν επέτρεπε κάτι τέτοιο, ούτε καν στους εξουσιαστές. Το αναφέρουμε επειδή σήμερα η μισαλλοδοξία τείνει να θεωρείται συνώνυμο και παρεπόμενο της ύπαρξης της θρησκείας. Δεν είναι καθόλου ευθύγραμμη και σωστή αυτή η συσχέτιση. Η θρησκευτική μισαλλοδοξία έγινε καθεστώς όταν η Εκκλησία, όντας βραχίονας και πυλώνας πλέον της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, διεκδίκησε και πήρε πνευματικά δικαιώματα επί της αλήθειας. Οποιοσδήποτε θεωρεί τη γνώση –οποιαδήποτε γνώση– ως πνευματικό του δικαίωμα, οπότε όλοι όσοι θέλουν να πιουν από την πηγή της θα πρέπει να τον αποδεχθούν πληρώνοντάς τον ως μεσάζοντα, καθιστά εαυτόν εξουσία και τη μισαλλοδοξία των οπαδών του μονόδρομο. Δεν ισχύει, λοιπόν, μόνον για τη θρησκεία αλλά και για την κοινωνική ή πολιτική ιδεολογία που διεκδικεί αντίστοιχου τύπου δικαιώματα. Και φυσικά τίποτα δεν θα εμποδίσει και κάποιον άλλον να μιμηθεί αυτήν την «επιτυχία», όπως πράγματι συνέβη αργότερα με την διαμόρφωση της ορθόδοξης εκδοχής του Ισλάμ, το οποίο όταν πρωτοεμφανίστηκε εθεωρείτο Χριστιανική αίρεση και ο Μωάμεθ Χριστιανός αιρεσιάρχης.
Η ομοιότητα τής συγκεκριμένης πανάρχαιας μυθικής αφήγησης με αυτό που παρουσιάστηκε αιώνες αργότερα ως πραγματική ιστοριογραφία του Ιησού, ασφαλώς δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητη. Πράγματι, δεν πέρασε απαρατήρητη από τους Χριστιανούς συγγραφείς και απολογητές των πρώτων αιώνων μ.Χ. οι οποίοι προκειμένου να την υπερκεράσουν χρειάστηκε να εφεύρουν την άποψη περί «διαβολικής μίμησης» της ιστορίας του Ιησού εκ των προτέρων. Ότι δηλαδή ο διάβολος, γνωρίζοντας πως ο Ιησούς θα έρθει στη Γη, αντέγραψε τα μελλούμενα και τα απέδωσε σε παρελθοντικό χρόνο στον Όσιρι ή στον Διόνυσο ή στον Μίθρα, ώστε να υποσκάψει προκαταβολικά την σημασία τους!
Ο Τερτυλλιανός, χριστιανός συγγραφέας του 2ου αιώνα μ.Χ., σφοδρός πολέμιος της Γνωστικής τάσης του Χριστιανισμού, η οποία ήταν πολύ κοντά στα Μυστήρια και δεν έβλεπε καθόλου αντιθετικά ή ανταγωνιστικά τους «παγανιστές», γράφει: «Ο διάβολος, που η ασχολία του είναι να διαστρέφει την αλήθεια, μιμείται τις ακριβείς συνθήκες των Θείων Μυστηρίων. Βαπτίζει τους πιστούς του και υπόσχεται άφεση αμαρτιών από την Ιερή Πηγή και συνεπώς τους μυεί στη θρησκεία του Μίθρα. Γι’ αυτό τελεί την προσφορά του άρτου και θεσπίζει το σύμβολο της ανάστασης. Ας αναγνωρίσουμε λοιπόν την πανουργία του διαβόλου που αντιγράφει τα Θεία».
Ο Ιουστίνος ο μάρτυρας, πάλι κατά τον 2ο αι. μ.Χ. το γράφει περισσότερο καθαρά: «Έχοντας ακούσει τους προφήτες να προαναγγέλλουν την έλευση του Χριστού και πως οι αμαρτωλοί θα ετιμωρούντο με φωτιά, τα πονηρά πνεύματα πρότειναν πολλούς με το όνομα Υιός του Θεού, με την πεποίθηση πως θα μπορούσαν να εμφυσήσουν στους ανθρώπους την ιδέα πως όλα όσα λέγονταν για τον Χριστό ήταν απλά θαυμάσια παραμύθια, όπως αυτά που λέγουν οι ποιητές».
Ως απάντηση ο εκλεκτικός φιλόσοφος και σατυρικός Κέλσος, περίπου την ίδια εποχή, γράφει: «Είναι αυτά τα ξεχωριστά συμβάντα μοναδικά στους Χριστιανούς – κι αν είναι έτσι, πώς είναι μοναδικά; Μήπως είναι οι δικοί μας μύθοι που εκείνοι τους πίστεψαν; […] Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει τίποτα το ασυνήθιστο σε αυτό που πιστεύουν οι χριστιανοί, εκτός του ότι πιστεύουν πως αυτοί έχουν την αποκλειστικότητα της γνώσης της αλήθειας για τον Θεό».
Ο Κέλσος, εκτός των άλλων, ξεκάθαρα αναδεικνύει την προβληματική διάσταση των πνευματικών δικαιωμάτων και της «μοναδικότητας» της αφήγησης στα οποία αναφερθήκαμε προηγουμένως. Μια προβληματική που ουδόλως ήταν αποδεκτή από όλες τις Χριστιανικές τάσεις (που μεταγενέστερα μετατράπηκαν σε «αιρέσεις»), αλλά κυρίως από μία συγκεκριμένη τάση του Χριστιανισμού η οποία εξ αρχής οργανώθηκε ιεραρχικά ώστε να αποτελέσει μια εκκοσμικευμένη θρησκεία, θέτοντας παράλληλα σαν στόχο της να έρθει σε ώσμωση με την αυτοκρατορική εξουσία, όπως και έγινε.
Η θεμελιώδης καινοτομία αυτής της συγκεκριμένης Χριστιανικής τάσης ήταν ότι αντιμετώπισε την αλληγορική μυθική αφήγηση της αρχαιότητας ως Ιστορική αφήγηση πραγματικών γεγονότων, δημιουργώντας έτσι τον πρώτο Ιστορικό θεό. Δεν αναφερόμαστε εδώ στην ύπαρξη ή ανυπαρξία του Ιησού ως πραγματικού προσώπου, εκεί τα πράγματα είναι ασαφή και οι πληροφορίες και γνώσεις μας (τουλάχιστον οι δικές μας) δεν επαρκούν για κάποιο ασφαλές συμπέρασμα. Όμως, ο Εκκλησιαστικός Ιησούς (και όχι γενικά ο Ιησούς των πρώτων Χριστιανών), αποτελεί ιστορικό πρόσωπο, ασχέτως του αν υπήρξε στην πραγματικότητα ή όχι. Αυτό μπορεί να φαίνεται αντιφατικό, αλλά δεν είναι. Είναι ο πρώτος Ιστορικός θεός, με την έννοια ότι, αντί να καθ-ιερώσει τον κόσμο από τον χρόνο που περνάει ασυναίσθητα, χωρίς να βιώνεται στο παρόν, εντάχθηκε ο ίδιος στον ιστορικό χρόνο. Ετσι, από-νοηματοδοτήθηκε η ουσία του θνήσκοντος και ανασταινόμενου θεού. Άλλο πράγμα το να επιλέξει κάποιος να διακυβεύσει την ίδια του την ύπαρξη προσπαθώντας να αναγεννηθεί στο φως της αλήθειας μέσω κάποιου δρόμου της προτίμησής του, κι άλλο πράγμα το να καταλήξει να πιστεύει ότι, πράγματι, τα πτώματα θα σηκωθούν από τους τάφους ή άλλες «χολλυγουντιανού» τύπου «προφητείες». Το πρώτο απελευθερώνει. Το δεύτερο υποδουλώνει. Δεν χρειάζεται σοφία για να καταλάβουμε γιατί οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες εκείνης της εποχής επένδυσαν στην δεύτερη εκδοχή, ζηλεύοντας σφοδρά τον έλεγχο που ασκούσαν οι Επίσκοποι στο ποίμνιό τους.
Στις μέρες μας κυκλοφορεί και μία άλλη «εξήγηση» των εν λόγω συντριπτικών ομοιοτήτων των αλληγοριών των Μυστηρίων με την ιστορία του Ιησού, και των οποίων την επιφάνεια μόλις που μπορούμε ν’ αγγίξουμε στα πλαίσια ενός ολιγοσέλιδου άρθρου. Ότι δηλαδή οι αρχαίοι Έλληνες «γνώριζαν» και είχαν «προφητεύσει» την επερχόμενη έλευση του Ιησού. Αντί δηλαδή να γίνει απλά η παραδοχή ότι όλα αυτά προϋπήρχαν και μάλιστα σε πολύ πιο εκλεπτυσμένη μορφή και χωρίς να φιλοδοξούν να γίνουν συστατικό μέρος μιας θεοκρατίας, όπως προκύπτει από την εξονυχιστική εργασία πολλών μελετητών, και επειδή δεν ζούμε σε εποχές παραλυτικής θρησκοληψίας, ώστε να πειθόμαστε από επιχειρήματα περί «διαβολικής μίμησης», γίνεται πλέον η χάρη στους «αδαείς παγανιστές», οι οποίοι κατά τα άλλα ήταν «λαμπροί φιλόσοφοι», να έχουν τουλάχιστον «προφητεύσει» την έλευση ενός Σωτήρα.
Είναι δυνατόν, όμως, να συνέβη τέτοιου μεγέθους Ιστορική διαστροφή και συγκάλυψη στις απαρχές του Χριστιανισμού; Ο χριστιανός Ιουστίνος ο μάρτυρας, ήδη τον 2ο αι. μ.Χ., έγραφε πως «όλα όσα λέχθηκαν σωστά από όλους τους διδασκάλους είναι ιδιοκτησία των χριστιανών». Στην ίδια γραμμή, ο επιλεγόμενος Άγιος Αυγουστίνος δηλώνει αργότερα κατά τον 4ο αι. μ.Χ.: «αν αυτοί που αποκαλούνται φιλόσοφοι και ιδίως οι Πλατωνικοί έχουν πει ο,τιδήποτε που είναι αλήθεια και σε αρμονία με την πίστη μας, πρέπει, όχι μόνο να μην τραβηχτούμε μακριά τους, αλλά να το διεκδικήσουμε ως δικό μας από αυτούς που το κατέχουν παράνομα». Ασφαλώς, λοιπόν, και συνέβη. Γνωρίζοντας τις σύγχρονες διαστροφές που επέβαλλαν διάφορες πολιτικές ιδεολογίες, για να εξυπηρετήσουν κρατικά ή υπερκρατικά γεωπολιτικά συμφέροντα, δεν μας φαίνεται καθόλου παράξενο. Η «λογική» τους είναι απλή: Ο,τιδήποτε υπάρχει προσπαθούμε να το ελέγξουμε ενσωματώνοντάς το ως δικό μας. Ο,τιδήποτε δεν μπορούμε να ελέγξουμε, επειδή αντιστέκεται και δεν επιθυμεί να ελεγχθεί, το καταστρέφουμε καταδικάζοντάς το στη λήθη, σαν να μην υπήρξε ποτέ.
Γνωρίζουμε άριστα την εφαρμογή αυτής της νοοτροπίας, για παράδειγμα, από την κομμουνιστική ιδεολογία, η οποία παρ’ ότι υπήρξε πολέμια του Χριστιανισμού, με τη μορφή που επικράτησε παγκοσμίως (δεν μιλάμε για ένα πλήθος χριστιανικών «αιρέσεων», ιδιαίτερα αυτής των Γνωστικών, που κατεστάλησαν αγρίως μαζί με τους Εθνικούς και οι οποίες δεν ενδιαφέρονταν να παίξουν το ρόλο μιας κρατικής θρησκείας), στην ουσία της, στον πυρήνα της, διατήρησε την ίδια ακριβώς κοσμοθεώρηση. Ο κομμουνισμός απέδειξε πως είναι δυνατόν να υπάρξει μονοθεϊστική κοσμική «θρησκεία» δίχως να έχει την ανάγκη ενός υπερβατικού Θεού. Εγκολπώθηκε το βασικό συστατικό της Χριστιανικής Εκκλησίας, με τη μορφή που αυτή επικράτησε: υιοθέτησε την ιστορικότητα ως το μόνο πεδίο δράσης και ύπαρξης κάθε ανθρώπου, με αποτέλεσμα να τον αποκόψει από ό,τι τον περιβάλλει, απογυμνώνοντας τελικά τον κόσμο από την φυσική του ενότητα και ιερότητα.
Η σημερινή εποχή μοιάζει σε πολλά σημεία με την εποχή των πρώτων αιώνων μ.Χ., όταν ανδρωνόταν ο Χριστιανισμός. Όποιος θέλει να κατανοήσει επί της ουσίας το σήμερα θα πρέπει να μελετήσει προσεκτικά εκείνη την ιστορική περίοδο από πολλές και διαφορετικές πλευρές. Όπως τότε ένας πολιτισμός πέθαινε βιαίως μέσα στη φωτιά και τη χλεύη των επίδοξων κοσμοκρατόρων και ένας «νέος» διαμορφωνόταν, έτσι συμβαίνει και σήμερα, σε μια διαδικασία που και πάλι μπορεί να κρατήσει λίγους αιώνες, έως ότου σταθεροποιηθεί. Δεν είναι, ωστόσο, αντικείμενο αυτού του άρθρου μια τέτοια ανάλυση.
Η σημασία της μυθολογικής αφήγησης
Ας επικεντρωθούμε, λοιπόν, σ’ αυτό καθ’ εαυτό το νόημα του μύθου. Διόνυσος ή Ιησούς, το ζήτημα τελικά είναι πως υφίσταται μια διδασκαλία, ορισμένα στοιχεία της οποίας στην πραγματικότητα χάνονται στην προϊστορία και έχουν εκφραστεί σε διαφορετικούς χρόνους από διαφορετικούς ιδιαίτερους ανθρώπους κάθε λαού, με τον δικό τους ιδιαίτερο τρόπο. Η διδασκαλία ασχολείται με ζητήματα ουσίας. Τα υπόλοιπα εξυπηρετούν στο να βγάζουν τα ποικιλώνυμα ιερατεία το υπερπολύτιμο «μεροκάματό» τους. Έχει σημασία να κάνουμε αυτή τη διάκριση. Οι άνθρωποι έχουμε αποδείξει και συνεχίζουμε σταθερά να αποδεικνύουμε ότι μπορούμε να πιάνουμε χρυσάφι και να το μετατρέπουμε σε κάρβουνο και στάχτη –κι αυτό το διαχρονικό ανθρώπινο «πάθος» προβλέπεται από την ίδια τη διδασκαλία. Εάν κάποιος θέλει να απονεκρώσει την οποιαδήποτε ιδέα ή και πρακτική, αρκεί απλώς να παραδώσει την διαχείρισή της σε έναν αχρείο. Οι άνθρωποι τότε δεν θα βλέπουν το φως της ιδέας αλλά τον ζόφο και το σκότος που αποπνέει ο αχρείος. Ιδιαίτερα στις μέρες μας αυτή η τακτική γνωρίζει μέρες δόξας. Πολλές επί μέρους αλήθειες «καίγονται», έστω προσωρινά, επειδή μπαίνουν στα στόματα αχρείων. Επί πλέον, η αλήθεια είναι κάτι το εύθραυστο. Αρκεί μια ελάχιστη «προσαρμογή», μια αδιόρατη παρανόηση, ακόμη και καλών προθέσεων και μπορεί να μετατραπεί στο μεγαλύτερο ψέμα, κάτι που επίσης προβλέπεται από τη διδασκαλία.
Το πρώτο εύλογο ερώτημα που προκύπτει είναι γιατί οι αρχαίοι δεν επέλεγαν να μιλήσουν καθαρά και με σαφήνεια, αλλά προτιμούσαν τους ζωηρούς συμβολισμούς των μύθων και της ποίησης.
Είναι γεγονός ότι «στα μάτια του αδαούς ο σοφός φαίνεται σαν ηλίθιος» και η δουλειά ενός αδιάφορου συχνά είναι να δυσφημεί και να χλευάζει αυτά που νομίζει πως κατανοεί, αποτρέποντας δυνητικά και οποιονδήποτε άλλον ν’ ασχοληθεί μαζί τους. Καλύτερα, λοιπόν, οι γρίφοι των μύθων να τον κρατούν μακρυά, τόσο για δικό του όφελος όσο και των υπόλοιπων.
Από την άλλη, αυτός που ενδιαφέρεται πραγματικά, θα πρέπει να αποδείξει πρωτίστως στον εαυτό του το ενδιαφέρον του με τον προσωπικό κόπο που θα καταβάλλει. Αυτό είναι ασφαλώς δίκαιο. Εάν ενδιαφέρεσαι για τα ύψιστα αγαθά –και τέτοια είναι η αλήθεια, η ελευθερία, η δικαιοσύνη, η αγάπη, η αξιοπρέπεια– τότε θα πρέπει να συνηθίσεις στην ιδέα ότι τα ύψιστα αγαθά μοιραία έχουν και το ύψιστο κόστος. Αυτό δεν είναι ανθρώπινος, αλλά φυσικός νόμος. Και δεν χρειάζεται να εμπλακεί κάποιος με τη φιλοσοφία, για να το καταλάβει. Ο καθένας το γνωρίζει μέσα από τη ζωή του.
Ακόμη πιο σημαντικό από τα παραπάνω είναι το γεγονός πως υπάρχουν αλήθειες που συλλαμβάνονται από το νου και αλήθειες που συλλαμβάνονται από το συναίσθημα. Τόσο ο νους, όσο και το συναίσθημα, αλλά και το σώμα αποτελούν διαφορετικές πηγές γνώσης. Στην πραγματικότητα, η αλήθεια απαιτεί την συνδυασμένη και συντονισμένη προσοχή του νου, του συναισθήματος και του σώματος, όλου δηλαδή του «είναι» τού ανθρώπου. Υπάρχει, όμως, μια βασική διαφορά αυτού που μπορεί να γίνει γνωστό νοητικά απ’ αυτό που κατανοείται συναισθηματικά. Το πρώτο μπορεί να μετατραπεί σε λέξεις και να επικοινωνηθεί με ακρίβεια, αναλόγως, βέβαια, και του επιπέδου γνώσεως τής γλώσσας. Το συναίσθημα δεν επικοινωνείται με αντίστοιχη ακρίβεια μέσω των λέξεων, παρά μόνον, ίσως, αφαιρετικά. Αυτό που κατανοείται από την συντονισμένη δράση νου, συναισθήματος και σώματος εν ησυχία δεν επικοινωνείται καν με λέξεις. Δεν έχουν επινοηθεί ακόμα τέτοιες λέξεις. Είναι κτήμα του καθενός ξεχωριστά. Οπότε, υπάρχει ένα πρόβλημα μετάδοσης και, εάν επιχειρηθεί να χρησιμοποιηθεί το κλασσικό κανάλι του καθημερινού λόγου, το πιθανότερο είναι πως θα παραχθούν ανυπόφορες στρεβλώσεις, συχνά με αντίθετο αποτέλεσμα από το επιδιωκόμενο. Γι’ αυτό ο μύθος παρακινεί συναισθηματικά˙ γιατί το συναίσθημα είναι προϋπόθεση κάθε δράσης. Αν «ξεγελαστείς» και πάρεις το δρόμο δίχως επιστροφή, αργά ή γρήγορα «βλέπεις» και τα υπόλοιπα.
Αναρχική συλλογικότητα Πυργῖται
[i] Επιλέξαμε αυτό τον συμβατικό τρόπο χρονολόγησης, ενώ δεν μας βρίσκει σύμφωνους, για μην δυσχεραίνουμε την κατανόηση του κειμένου.
[ii]Τα μυστήρια του Ιησού, Timothy Freke και Peter Gandy, εκδόσεις Ενάλιος. Εξαιρετικό έργο, με πλούσιες αναφορές σε πληθώρα μελετητών αναφορικά με τα Αρχαία Μυστήρια και τη σχέση τους με τον Χριστιανισμό.
[iii] Ό.π.
[iv]Ό.π.
[v] Ό.π.