Ο Κανόνας
Το διήγημα αυτό γράφτηκε το 2014, όταν όλοι οι σημερινοί κανονισμοί και απαγορεύσεις, που ζούμε αυτή τη στιγμή, φαίνονταν πολύ μακρινοί και αποδίδονταν σε ταινίες επιστημονικής φαντασίας. Σήμερα βλέπουμε πώς το παράλογο μεταλλάσσεται εξ ίσου σε νόμο και μάλιστα με την επίφαση του ηθικά σωστού.
Όσοι μιλούν για ηθικά σωστό σκόπιμα αποκρύπτουν ότι υπάρχουν πολλές περισσότερες και ουσιαστικότερες λύσεις από τα τωρινά μέτρα για την αντιμετώπιση μιας πανδημίας. Πανδημίες, όπως η Πανούκλα στον Μεσαίωνα, έχει ξαναζήσει η ανθρωπότητα. Όχι όμως τέτοιας «ποιότητας» μέτρα. Αυτό που λέμε «Δημόσια Υγεία» νοσεί εδώ και δεκαετίες και το γνωρίζουμε καλά. Δεν νοσεί μονάχα επειδή δεν λειτουργούν οι κοινόχρηστες δομές της, αλλά επειδή τα Νοσοκομεία λέγονται εδώ και καιρό «Μονάδες Υγείας» και διοικούνται ως οικονομικές εταιρείες, υπολογίζοντας πρωτίστως το κόστος και το κέρδος. Οι «Μονάδες Υγείας» αυτές διοικούνται από manager.
Επί πλέον, η κοινή, ανθρώπινη αλληλοβοήθεια (σκόπιμα δεν χρησιμοποιείται η τόσο χιλιοειπωμένη και βρωμισμένη λέξη αλληλεγγύη), αυτή που όλοι μέσα μας διαθέτουμε από τη φύση μας λίγο ως πολύ, πλέον έχει τόσο σμικρυνθεί, που μας φαίνεται αυτή τη στιγμή αδιανόητη. Αναρωτιόμαστε για ποιον λόγο δεν είναι μια άλλη διαφορετικής ποιότητας λύση να συγκροτηθούν ομάδες υγειών, που με τη θέλησή τους (σκόπιμα δεν χρησιμοποιείται ο τόσο πλέον εξευτελισμένος όρος εθελοντικά) θα βοηθούν γιατρούς στην φροντίδα ανθρώπων με ευαίσθητη και εύθραυστη υγεία (βαρεθήκαμε τον όρο ευπαθείς ομάδες, που μοιάζει πλέον τόσο απρόσωπο). Οι μη εύθραυστοι αυτή τη στιγμή θα μπορούσαν να βοηθήσουν, ώστε να μην πεθαίνουν μόνοι και αβοήθητοι σε απρόσωπες «Μονάδες υγείας» άνθρωποι που χρειάζονται ανθρώπινη μεταχείριση.
Ακόμη και οι υγιείς θα μπορούσαν να νοσήσουν, αλλά δεν θα πέθαιναν. Θα ανέπτυσσαν εγκαίρως αντισώματα. Στο μεταξύ, θα ασκούνταν τα συλλογικά μας αντανακλαστικά απέναντι σε ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα. Δεν θα σταματούσαν να εργάζονται όσοι είναι απαραίτητοι για το κοινό καλό αλλά θα συνέχιζαν να εργάζονται, φτιάχνοντας όσα χρειάζονται όλοι, για να τραφούν και να προστατευθούν, αντί να καθόμαστε όλοι παραλυμένοι και μαλθακοί στα σπίτια μας.
Το περισσότεροι ή λιγότεροι νεκροί δεν είναι τρόπος αντιμετώπισης ενός προβλήματος, όπως αυτό. Δεν είμαστε ποσότητες ούτε οι γονείς και οι παππούδες μας είναι. Δεν θέλουμε να είμαστε αριθμοί. Είμαστε όλοι προσωπικές ιστορίες, που με πολύ κόπο φτάσαμε ως εδώ. Νοσούμε ως ανθρωπότητα και αυτό ήρθε να μας θυμίσει ο ιός. Αύριο θα επιστρέψει ο ίδιος ή ένας άλλος ιός, χειρότερος ή πιο μεταλλαγμένος. Δεν είναι λύση να μένουμε απαθείς.
Το κείμενο αυτό αφιερώνεται στον εμπνευστή, τότε που η ιστορία αυτή έμοιαζε με ένα αστείο…
Όταν καθιερώθηκε ο κανόνας, στην αρχή έμοιαζε να μην έχει καμιά σημασία. Ήταν αστείος σχεδόν. Δεν έδωσε κανείς προσοχή, αν και ακουγόταν παράξενος. Συνήθως ένας κανόνας εξυπηρετεί έναν σκοπό, μοιάζει χρήσιμος, ενώ αυτός φαινόταν τελείως άχρηστος. Βέβαια, αρχικά, δεν ήταν ένας νόμος, αλλά ένας άτυπος κανόνας, μια άτυπη συμφωνία, από εκείνες που κάνει η πλειοψηφία σιωπηλά. Κάπως έτσι καταλήγει κάποτε σε νόμο.
Η οδηγία ήταν σαφής: Μια μαζική επιλογή να μην κρατάει κανείς ομπρέλα, όταν έβρεχε.
Η αλλαγή έγινε ανεπαίσθητα, μέσα από μια άτυπη μόδα, που καθιέρωσε σταδιακά τις ομπρέλες ως παράξενο είδος, κάτι μάλλον αστείο και άβολο. Όσοι τις κρατούσαν ακόμη, συνήθως οι μεγαλύτεροι σε ηλικία, έμοιαζαν αστείοι, λόγω της νέας συνήθειας. Κανείς, βέβαια, δε σου απαγόρευε να φέρεις την ομπρέλα σου. Ωστόσο, θα έπρεπε να θεωρείς δεδομένη την απαξίωση και την κοροϊδία των γύρω σου και τελικά τον κοινωνικό αποκλεισμό. Εκ πρώτης όψεως αυτό δεν ήταν φανερό. Δηλαδή, δεν ήταν επίσημη αιτία η ομπρέλα σου, που οι φίλοι και οι συνάδελφοί σου σ’ έκαναν πέρα. Όμως, αυτός ήταν κατά βάθος ο λόγος.
Όπως ήταν αναμενόμενο, δεν άργησαν να εμφανιστούν και τα κινήματα υπέρ της διαφορετικότητας, που διαδήλωναν το δικαίωμα να φέρει κανείς την ομπρέλα του, χωρίς κοινωνικούς αποκλεισμούς και ρατσιστικές συμπεριφορές. Έτσι, όμως, τα πράγματα έγιναν χειρότερα. Όλες αυτές οι μη κυβερνητικές οργανώσεις θύμιζαν και επανέφεραν διαρκώς το πρόβλημα σε τέτοιο βαθμό, που το έκαναν πιο έντονο. Υπερέβαλλαν, για να δικαιολογήσουν την ύπαρξή τους. Κοινοποιούσαν παντού ότι ο τάδε και η δείνα έχασαν τη δουλειά τους, επειδή είχαν ομπρέλες. Το ανήγαν σε μείζον πολιτικό ζήτημα. Πολλοί δημοσιογράφοι, κάνοντας καριέρα με την κοινωνική ευαισθησία τους, έγραφαν άρθρα επί άρθρων για την αυτοδιάθεση στην χρήση ομπρέλας.
Πολλές παραφυάδες αυτής της κίνησης κατέβηκαν στην πολιτική. Ωστόσο, αυτό είχε και μια άλλη συνέπεια. Η απέναντι πλευρά σκλήρυνε τη στάση της· ζητούσε να καταργηθούν και να απαγορευτούν δια νόμου οι ομπρέλες. Εμφανίστηκαν πολιτικές ομάδες, που πρότειναν να κατασχεθούν όσες υπάρχουν και να καταστεί παράνομη η κατοχή τους. Δέχονταν να μπουν οι ομπρέλες στα μουσεία, μόνο και μόνο για να θυμούνται οι παλιότεροι και να μαθαίνουν οι νεότεροι, ώστε στο μέλλον να μην εμφανιστούν ξανά.
Η δεύτερη εκδοχή, επειδή διέθετε περισσότερη δύναμη και κύρος και μεγαλύτερο πολιτικό παρελθόν, πέτυχε τον σκοπό της. Το αποτέλεσμα, όμως, του νόμου αυτού δεν ήταν το αναμενόμενο. Πολλές εταιρίες που τις κατασκεύαζαν μετέφεραν τα εργοστάσιά τους σε χώρες που επιτρεπόταν η χρήση ομπρέλας. Έπειτα τονώθηκε το παραεμπόριό της. Κάποιοι, πίσω από όλη αυτή την κίνηση, διέκριναν μια παγκόσμια συνωμοσία, που υποκινούνταν από μυστικά κέντρα, επιδιώκοντας μεγάλα κέρδη και την μυστική γνώση που θα τους έδινε απεριόριστη εξουσία.
Η αλήθεια είναι ότι σε περιοχές, που θεωρούνταν σχεδόν όλο τον χρόνο ηλιόλουστες και ένας ιδανικός τόπος διακοπών, άρχισαν να εμφανίζονται έντονες βροχοπτώσεις. Οι επιστήμονες παρατήρησαν ότι η στάθμη του υδάτινου ορίζοντα είχε αρχίσει να ανεβαίνει και άλλοι πλούτισαν από το εμπόριο σωσιβίων και λέμβων ή και σωσίβιων λέμβων ακόμη. Τα ολόσωμα αδιάβροχα καθιερώθηκαν και έπιασε τον κόσμο μια μανία για την απόκτηση του καλύτερου αδιάβροχου. Αναζητούσαν το πιο πρωτότυπο, το πιο εντυπωσιακό, άλλοι το πιο λειτουργικό και ανθεκτικό, το πιο πολυδιάστατο αδιάβροχο και πάει λέγοντας.
Μέσα σε ένα σύντομο σχετικά διάστημα το θέμα πήρε τόσο μεγάλες διαστάσεις, που κάποτε όλοι κουράστηκαν. Οι περισσότεροι σταμάτησαν να ενδιαφέρονται για ομπρέλες και αδιάβροχα. Η ζωή τους, άλλωστε, είχε γίνει πολύ μουντή με τόσες βροχές, για να έχουν διάθεση να ασχοληθούν με την πολυπλοκότητα ενός τέτοιου ζητήματος. Άλλωστε, όλα περνάνε και οι μόδες ακόμη γρηγορότερα.
Έμειναν μόνο μερικοί γραφικοί, που περίμεναν τον Μεσσία, να φέρει τον αιώνιο ήλιο και τον αληθινό και να τους απαλλάξει από τη βασανιστική βροχή. Νέες μόδες σύντομα εμφανίστηκαν· πολλοί φορούσαν τις κάλτσες τους για σκούφους, τα εσώρουχά τους για σκουλαρίκια και άλλες εκκεντρικότητες, που γρήγορα γίνονταν συνήθεια. Οι άγραφοι νόμοι γίνονταν γραπτοί και η ιστορία συνεχιζόταν.
Σ’ αυτή την εποχή έζησε και ο Καίτοι. Μα, μέσα σε όλες αυτές τις αλλαγές, η δική του ιστορία ήταν προσωπική, περιείχε το σώμα και το αίμα του, τις σκέψεις και τα λόγια του. Όσα ένιωσε και όσα αισθάνθηκαν οι άλλοι για αυτόν. Δεν τον άγγιξε η πάλη κατά ή υπέρ του αδιάβροχου και της ομπρέλας. Έζησε με τον ήλιο και τη βροχή, ανάμεσα στους ανθρώπους. Μοιράστηκε τη ζωή του με την Καίπερ. Οι στιγμές τους γεμάτες αλληλοσεβασμό, αγάπη για τη ζωή, διάθεση να μοιραστούν, να γευτούν, να απολαύσουν. Δεν σταματούσαν να συζητούν, να μοιράζονται τη σιωπή, να προσπαθούν να συνεννοηθούν, όταν η επικοινωνία κοβόταν. Η ζωή τους ήταν γεμάτη με κραυγές πόνου και ελευθερίας.
Δεν ήταν απ’ αυτούς που πρώτοι ακολούθησαν τη μόδα να μην κρατούν ομπρέλα. Ήταν απ’ αυτούς που δεν τους πείραζε να τους κοροϊδεύουν. Οι μόδες τούς φαίνονταν χαζές· κι αυτές που επιτρέπουν κι αυτές που απαγορεύουν.
Όταν η ομπρέλα απαγορεύτηκε και βρέθηκε μια ξεχασμένη στο σπίτι τους, συνελήφθησαν για σύσταση μυστικής οργάνωσης για τη διάδοση της ομπρέλας. Μέρες τα δελτία ειδήσεων πρόβαλαν τα πρόσωπά τους. Εν τέλει, η δημόσια ιστορία τους ξεχάστηκε, μα όχι η αληθινή ζωή τους. Όταν τελικά αποφυλακίστηκαν σε έναν μουντό κόσμο, αποφάσισαν να αποσυρθούν σε μια απομονωμένη από ανθρώπους περιοχή. Κατά έναν παράδοξο τρόπο, εκεί οι βροχές εναλλάσσονταν με τον ήλιο κανονικά. Κατά μια παράξενη συνθήκη, σταδιακά άρχισαν να καταφθάνουν κι άλλοι εκεί και να μαθαίνουν πάλι να ζουν στο φως. Η ασθένεια της ομπρέλας, αλλά κυρίως η αρρώστια των παράλογων νόμων δεν τους άγγιζαν. Τα παιδιά τους και τα παιδιά των παιδιών τους δεν είχαν ακούσει τίποτε για αυτή την αστεία ιστορία.
σύντροφοι για την Αναρχική απελευθερωτική δράση