Ο «αντιφασισμός» ως εργαλείο της υγειονομικής χούντας (μέρος β’)
(το πρώτο μέρος εδώ)
Να μην κάνεις πολιτική· να μην προσπαθείς να κερδίσεις φιλίες κολακεύοντας· να μην αποσιωπάς γεγονότα· να μοιράζεις και να μοιράζεσαι την αλήθεια· κι όλα αυτά να σε φέρνουν πολλές φορές αντιμέτωπο με τις «σεβαστές πλειοψηφίες» σημαίνει πως προσπαθείς συνειδητά να βοηθήσεις τους ανθρώπους να ελευθερωθούν.
Γιώργος Βλασσόπουλος
Φοιτητές της ΚΝΕ μοίρασαν έντυπα σε σχολείο, όπου ήταν γνωστή η συμπάθεια μεγάλου μέρους των μαθητών σε πατριωτικές ή και εθνικιστικές αντιλήψεις. Ήταν, δε, κατειλημμένο με πανό και συνθήματα για το ζήτημα της Μακεδονίας. Η κοινή λογική προτάσσει πως κάποιος δεν πηγαίνει σε μέρος όπου τα πράγματα δεν είναι φιλικά για αυτόν. Ή, αν επιλέξει να πάει, θα πρέπει να είναι προετοιμασμένος για σύγκρουση. Σίγουρα, θα υποτιμούσαμε το ΚΚΕ με το να θεωρήσουμε πως έδρασε «οπορτουνιστικά» ή αυθόρμητα στη συγκεκριμένη περίπτωση. Κάτι τέτοιο αποκλείεται, δεδομένης και της επιμονής που επιδείχθηκε με τις συνεχείς συγκεντρώσεις έξω από το σχολείο τις επόμενες μέρες. Επιμονής μάλλον αδικαιολόγητης σε μέγεθος για μια αψιμαχία που προηγήθηκε, όπου οι πιο θερμόαιμοι μαθητές «τσίμπησαν το δόλωμα», όπως ήταν αρκετά πιθανό να συμβεί. Και τα πράγματα πήραν το δρόμο τους.
Πού αποσκοπούσαν; Κατ’ αρχάς στον αποπροσανατολισμό και την αποσυμπίεση του κράτους μέσω αλλαγής της «ατζέντας». Έχουμε ξαναπεί ότι ο ελιτίστικος σχεδιασμός που υλοποιούν οι πολιτικοί υπάλληλοι των τραπεζιτών, είναι ένας διαρκής αγώνας με το χρόνο. Οποιοδήποτε «πυροτέχνημα» τους βοηθά να κερδίζουν χρόνο είναι προς όφελός τους.
Δεύτερον, όλοι οι πολιτικοί θιασώτες του πραγματικού και άτεγκτου ολοκληρωτισμού που έχει εγκαθιδρυθεί και επελαύνει νόμισαν ότι μπορούν να αυτο-δικαιώνονται, μιλώντας για «φασίστες». Όλοι αυτοί που τον τελευταίο ενάμισι χρόνο συνέθεσαν ένα σύστημα που δανείζεται στοιχεία από τον Φασισμό, χωρίς να είναι Φασιστικό, από τον Ναζισμό χωρίς να είναι Ναζιστικό, από τον Κομμουνισμό χωρίς να είναι Κομμουνιστικό, από την δυτικότροπη Δημοκρατία χωρίς να είναι Δημοκρατία. Ένα ολοκληρωτικό σύστημα νεο-φεουδαρχίας ή τεχνο-φεουδαρχίας που είναι όλα αυτά μαζί και ταυτόχρονα τίποτε απ’ όλα αυτά. Αυτοί λοιπόν έλαβαν το βήμα και άρχισαν να ομιλούν για «φασίστες». Τόσο καλή υπηρεσία τους πρόσφεραν οι αριστεριστές.
Ουσιαστικά είχαμε μια επιχείρηση αναβίωσης του λεγόμενου «Συνταγματικού Τόξου», το οποίο εφαρμόστηκε από το πολιτικό σύστημα στα χρόνια των Μνημονίων και ειδικά στην περίπτωση της συμφωνίας των Πρεσπών. Και τότε είχαν την ανάγκη να αποσείσουν από πάνω τους την «υπόνοια» του ολοκληρωτιστή. Τότε το ρόλο του «σάκκου του μποξ» τον έπαιζε η Χρυσή Αυγή, η οποία ανδρώθηκε και ξεφούσκωσε έντεχνα με ενέργειες του ίδιου του συστήματος. Οι πραγματικοί ολοκληρωτιστές, για να καλυφθούν, έχουν την ανάγκη να δείχνουν με το δάχτυλο το ποιος μας απειλεί. Και βέβαια ποτέ δεν είναι οι ίδιοι· αυτοί υπάρχουν για να μας «προστατεύουν».
Τρίτον, δεδομένης της συνεχούς συμμετοχής του εθνικού και εθνικιστικού χώρου σε διαδηλώσεις κατά της υποχρεωτικότητας και των «υγειονομικών πάσων» (και ποιος μπορεί να τους κατηγορήσει;), προώθησαν έναν ακόμη συσχετισμό, που πραγματοποιεί ένα τεράστιο άλμα λογικής: όλοι όσοι αντιδρούν στα δήθεν υγειονομικά μέτρα, ενώ προέρχονται από όλους σχεδόν τους κοινωνικούς χώρους, δεν είναι απλώς «ψεκασμένοι»· είναι και «φασίστες». Δικαιούται λοιπόν το κράτος να τους τσακίσει με όλα τα μέσα.
Τέταρτον, η εν λόγω «αντιφασιστική» επιχείρηση εξυπηρέτησε στο να αποδοθεί «αγωνιστική εξιλέωση» σε ένα πλήθος κόσμου. Το συγκεκριμένο κοινωνικό κομμάτι αδράνησε έως «παρεξηγήσεως» απέναντι στην πιο δύσκολη (και συνάμα βρώμικη…) κατάσταση που βιώνει ο Δυτικός κόσμος, από την εποχή της Β’ Παγκόσμιας Ανθρωποσφαγής. Η «εξιλέωση» αυτή έλαβε χώρα μέσω των συνήθων «αγωνιστικών δράσεων», άνευ ουσιαστικού κοινωνικού ενδιαφέροντος.
Φτηνά κόλπα του πεζοδρομίου… Πήγαν, κάποιοι που πιστεύουν ακράδαντα ότι «επανάσταση ίσον εμφύλιος πόλεμος» (παρεμπιπτόντως, το ίδιο ακριβώς πιστεύουν και οι διεθνείς ελιτιστές) έξω από σχολείο όπου υπήρχαν αρκετοί φιλο-εθνικιστές μαθητές, για να φωνάξουν «λευτεριά στο λαό» και να υποσχεθούν (υπερφίαλα ως συνήθως) «πηγάδες» και κρεμάλες – σε τί; Σε δεκαεξάχρονους. Ποιοι; Αυτοί που συνέβαλλαν τα μέγιστα να καταδικαστεί αυτή η κοινωνία σε διαρκή δουλοπαροικία με τη στάση τους στην εποχή των Μνημονίων. Δεν χωρά αντίρρηση, πως το ίδιο κάνουν και τώρα στην εποχή του υγειονομικού ολοκληρωτισμού (όπου ουσιαστικά η μία εποχή είναι συνέχεια και προέκταση της άλλης).
Πρώτα συνέβη η λεηλασία και μετά ακολούθησε η σκληρή πειθάρχηση με «υγειονομικούς» όρους, κάτι που εξασφαλίζει ότι η λεηλασία θα συνεχίζεται στο διηνεκές. Τίποτε από αυτά δεν θα μπορούσε να συμβεί (το επαναλαμβάνουμε: τίποτε!) εάν δεν υπήρχε η αμέριστη υποστήριξη της επίσημης Αριστεράς ως άρρηκτου μέρους του πολιτικού συστήματος. Και αφού ο κόσμος καταδικάστηκε σε δουλοπαροικία, τον καλούν να «αγωνιστεί» στις τάξεις τους, φυσικά για να μην έχει καμία πιθανότητα να ξεφύγει από αυτήν. Κι αν δεν το κάνει και στραφεί οπουδήποτε αλλού, τόσο το χειρότερο γι’ αυτόν: είναι φασίστας. Ουσιαστικά με τον τρόπο αυτόν η Αριστερά «καλλιεργεί» το είδος των αντιπάλων που επιθυμεί, γιατί θεωρεί πως αυτούς μπορεί να τους αντιμετωπίσει – αν και αμφιβάλλουμε ακόμη και γι’ αυτό.
Όταν λοιπόν παίζεις τέτοιον πρόστυχο ρόλο και οργανώνεις επιχειρήσεις τρομοκρατίας έξω από ένα ολόκληρο σχολικό συγκρότημα, παριστάνοντας το θύμα –εσύ, ένας από τους θύτες, πάντα ανεύθυνος και ποτέ υπεύθυνος για οτιδήποτε– τότε ηθικά ξύνεις τον πάτο του βαρελιού. Όταν, δε, παρόλα αυτά, οι δεκαεξάχρονοι σε κατατροπώνουν «στρατιωτικά», τότε πλέον έχεις τρυπήσει τον πάτο του βαρελιού και εκτελείς ελεύθερη πτώση στο κενό.
Πέρα, όμως, από τα πεπραγμένα των κομμουνιστών και των κινηματικών βραχιόνων τους, θα πρέπει να αναφερθούμε και στην «απέναντι» πλευρά. Στις μέρες μας, εθνικιστικές ομάδες βρίσκουν την ευκαιρία να εμφανίζουν έναν αντιεξουσιαστικό χαρακτήρα ή ακόμα και φασιστικές ομάδες (χωρίς εισαγωγικά) να προβάλλουν εαυτούς ως και αντικρατιστές. Η δυνατότητα αυτή προέρχεται από το γεγονός ότι δεν εντάσσονται στο σύγχρονο και επικρατών ιδεολογικό πλέγμα της εξουσίας, στο οποίο μια εκδοχή της Αριστεράς προσαρμόστηκε με πολύ μεγαλύτερη άνεση, έχοντας να προσφέρει πολύ περισσότερα. Αυτό, φυσικά, στο μέλλον μπορεί να αλλάξει· τα πράγματα δεν παραμένουν στατικά. Ουσιαστικά εφαρμόζουν την ίδια επιτυχημένη στρατηγική που εφάρμοσε διαχρονικά η «Αριστερά» (μεγάλος δάσκαλος…), η οποία κάποτε εμφανιζόταν ως αντιεξουσιαστική, αφομοιώνοντας δυνατότητες από ένα ευρύ φάσμα ανθρώπων. Το ζήτημα όμως δεν είναι στο πώς εμφανίζεται κάποιος όταν βρίσκεται σε θέση αδυναμίας, αλλά στο τί κάνει, όταν κάποια στιγμή αποκτά δύναμη – κι αυτό μπορεί να γίνει κατανοητό ήδη από το τί λέει σήμερα. Λόγω της ιδιαίτερης σημασίας των παραπάνω, θα ασχοληθούμε περισσότερο εκτεταμένα στο μέλλον.
Εν κατακλείδι…
Οι νέοι, ό,τι και να πιστεύουν, διαχρονικά και σε όλες τις εποχές είναι ίδιοι. Απέναντι σε έναν κόσμο ενηλίκων που δεν μπορεί παρά να τους προξενεί φόβο, απέναντι στην έλλειψη κοινωνικής εμπειρίας, επιστρατεύουν το θεμελιώδες φυσικό τους όπλο, το οποίο είναι το ένστικτό τους. Ένα ένστικτο το οποίο είναι εξαιρετικά ευαίσθητο απέναντι στην υποκρισία· κάτι που αποτελεί καθοριστικό παράγοντα επιβίωσης. Οι απόψεις μικρή σημασία έχουν. Απέναντι σ’ έναν τρομοκρατικό κόσμο αισθάνονται ότι είναι ένα τίποτα. Αντιθέτως, δίπλα στους φίλους τους ή στους ομοϊδεάτες τους αισθάνονται πανίσχυροι· και τότε ο κόσμος γίνεται τίποτα. Από εκεί και πέρα, το τί ιδέες συμπαθούν, εκτός από πραγματικά σπάνιες εξαιρέσεις, είναι ζήτημα τύχης ή των συγκυριών του περιβάλλοντος.
Υπό «φυσιολογικές» και ισορροπημένες συνθήκες, το συμφέρον τους θα ήταν να ακούν τους πάντες και ταυτόχρονα να είναι πολύ επιφυλακτικοί απέναντι στους πάντες, δίνοντας χρόνο στον εαυτό τους. Ο κόσμος είναι γεμάτος από «κυνηγούς» ενέργειας και κανείς δεν έχει περισσότερη ενέργεια από τους νέους. Μια οργανική κοινότητα ανθρώπων δεν θα επέτρεπε ποτέ στον εαυτό της να βγάζουν οι έφηβοι «το φίδι από την τρύπα» για περίπλοκα ζητήματα, με μακρά ιστορικότητα. Ζητήματα που οι ενήλικοι αποδεικνύονται ανίκανοι να χειριστούν, επειδή δεν είναι σε θέση να τα κατανοήσουν. Αλλά, ζούμε σε κοινωνίες χωρίς καμία οργανικότητα, όπου η διαίρεση και η αντίθεση είναι ο κανόνας και όλοι διεκδικούν την επιβολή της δικής τους αντίληψης (αυξάνοντας το δικό τους μερίδιο ενέργειας) σε έναν κοινό χώρο για όλους. Έτσι, απλά, ο κοινωνικός πόλεμος είναι αναπόφευκτος.
Πόσο «φασίστες», ή «δημοκράτες», ή «κομμουνιστές», ή «αναρχικοί» είναι άραγε οι έφηβοι που ένα κοινωνικό σύστημα τους μετατρέπει σε ζώα ενός πλανητικού κτηνοτροφείου, θέλοντας να τους συνηθίσει να «σκανάρονται» σε κάθε τους βήμα ήδη από την παιδική τους ηλικία; Τί απ’ όλα αυτά είναι, όταν πρέπει να «προγραμματιστούν» από την παιδική ηλικία στην άποψη ότι το φύλο είναι άλλη μία περιττή (και εξουσιαστική!) κοινωνική σύμβαση; Ή να «προγραμματιστούν» στο όνομα ενός ψευδεπίγραφου «αντιρατσισμού», ώστε να αυτο-καταστέλλουν τη σκέψη τους μην τυχόν και θίξουν τον οποιονδήποτε (κάτι πολύ διαφορετικό από τον πραγματικό αλληλοσεβασμό); Εφόσον πλέον όλοι έχουμε γίνει τόσο εγωιστικά «ευαίσθητοι», αλλά στην πραγματικότητα συναισθηματικά ανάπηροι και ανίκανοι για βαθύτερη σκέψη; Ή να συνηθίσουν στο μέλλον των επιδομάτων και της πρόνοιας του κράτους – «πατερούλη», που θα τους ζητάει και την ψυχή τους γι’ αυτό;
Τί απ’ όλα αυτά είναι, όταν θα πρέπει να μάθουν από τη μια να θεωρούν φυσικό και ωφέλιμο «για την ειρήνη» τον οικονομικό ιμπεριαλισμό των αυτοκρατόρων που τα έχουν βρει με τους εντόπιους κοτζαμπάσηδες και από την άλλη να εγκολπώνουν την ενοχή του «φασίστα», στην περίπτωση που αγαπούν τον τόπο τους και δεν σκοπεύουν να πάνε πουθενά;
Άραγε δεν πρέπει να αναγνωριστεί η ευθύνη όσων εναγκαλίστηκαν με πάθος τέτοιες αντιλήψεις; Αντιλήψεις που γεννήθηκαν στα πανεπιστημιακά ιδρύματα των διεθνών ελιτιστών, με σκοπό τη διάλυση και ανασύνθεση όλων των κοινωνιών κατά τις θελήσεις τους; Αυτά έχουν στο μυαλό τους, όταν μιλάνε για «επανάσταση»; Κι αν είναι έτσι, γιατί εξανίστανται, όταν κατηγορούνται για ουσιαστική συμπόρευση με τους ελιτιστές, αποτελώντας τον κοινωνικό βραχίονά τους «από τα κάτω»; Ή, μήπως, από την άλλη, μέσα στον ιδεολογικό τους κόσμο, απλώς δεν καταλαβαίνουν την τύφλα τους;
Εάν είσαι και θέλεις να παραμείνεις εξουσία –και μάλιστα σε παγκόσμιο επίπεδο- το παν είναι να φυτέψεις τις κατάλληλες ιδέες ακόμη και στους δυνητικούς σου αντιπάλους. Και έχει ξοδευτεί πολλή ενέργεια πάνω σ’ αυτό στα μεγαλύτερα και πιο σεβαστά πανεπιστήμια του κόσμου. Εάν το καταφέρεις, τότε μπορείς να είσαι σίγουρος ότι αυτοί θα κάνουν –σε γενικές γραμμές– αυτό που «πρέπει», ανεξάρτητα από το τί πιστεύουν για τον εαυτό τους. Πάντα πλην εξαιρέσεων, οι οποίες θα θεωρούνται «ψεκασμένες».
Οι κοινωνίες έχουν εμπλακεί σε σκληρό αγώνα επιβίωσης, που θα γίνεται σκληρότερος όσο περνά ο καιρός, με την απόλυτη ευθύνη της διεθνούς ελίτ (και του τραπεζικού της πυρήνα). Θέλουν ολόκληρη τη Γη (δηλαδή όλη την ενέργεια) αποκλειστικά για τον εαυτό τους. Η επιβολή της πειθάρχησης δια των «υγειονομικών πάσων» είναι μόνο η αρχή μιας σειράς μέτρων πειθάρχησης που θα επακολουθήσουν στην ώρα τους. Γι’ αυτήν την ελίτ άπαντες οι αντιδρώντες στα τωρινά μέτρα, απ’ όπου κι αν προέρχονται, έχουν τον χαρακτήρα του «εσωτερικού εχθρού» και αν μπορούσαν, θα έχτιζαν γι’ αυτούς στρατόπεδα συγκέντρωσης αυτή τη στιγμή. Ας μην έχει κανείς την αμφιβολία ότι θα το κάνουν, εάν τους δοθεί η δυνατότητα μελλοντικά – είμαστε μόνο στην αρχή. Για όποιον κάνει πως δεν το κατανοεί, ας έχει υπ’ όψιν του ότι η επιβίωση, τελικά, θα διαλέξει οτιδήποτε θεωρεί –ή νομίζει– πως την συμφέρει, ακόμα και ευκαιριακά. Ας αφήσει, λοιπόν κατά μέρος τους «φασίστες» και ας ασχοληθεί με το μείζον.
Γι’ αυτό, είχαμε επισημάνει και παλιότερα, την εποχή της κατάπτυστης συμφωνίας των Πρεσπών, να κοιτάξει ο καθένας πολύ προσεκτικά –και με θάρρος– τον εαυτό του στον καθρέφτη. Ο ελεύθερος άνθρωπος δεν υπακούει ούτε σε θέσφατα ούτε σε ιδεολογικές νόρμες, αλλά μαθαίνει από αυτόν τον καθρέφτη, παρατηρώντας τις δικές του αντιφάσεις. Μόνο αυτό μπορεί να μας κάνει Ανθρώπους και ίσως τότε καταφέρουμε να συνεννοηθούμε.
Αναρχική συλλογικότητα Πυργῖται