Το αιώνιο Σαράγεβο και οι νοσταλγοί της αυταπάτης
Φώναξε η ζωή μας χάνεται πάει/ Διάλυσε τη σκόνη που σκεπάζει το φως/ Ο θάνατος διακοπές στο Sarajevo πάει/ Ξύπνησε, στις ειδήσεις τα βλέπεις και τρως.
Magic de Spell, Sarajevo (Φώναξε)
Η νοσταλγία (νόστος+άλγος) είναι μια επιστροφή με πόνο. Επιστροφή σε μια χρονική περίοδο ή κατάσταση ζωής, την οποία είτε βιώσαμε είτε μάς έχει μεταφερθεί ως αφήγηση, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Συνήθως, βέβαια, πρόκειται για μια περίοδο που όντως την βιώσαμε.
Επιστρέφουμε λοιπόν, νοερά, σε έναν τόπο που δεν υπάρχει πλέον, καθώς οι πολιτισμικές συνθήκες προχώρησαν -βίαια κατά κανόνα- κι εμείς, φυσιολογικά, έχουμε μεγαλώσει· δεν είναι τυχαίο πως ο προσφιλέστερος χωρόχρονος νοσταλγίας, για τους περισσότερους, είναι η παιδική και εφηβική ηλικία.
Ασφαλώς, δεν είναι επίσης τυχαίο ή σύμπτωση το γεγονός πως, όσο οι κοινωνικοπολιτικές συνθήκες δυσχεραίνουν, τόσο η νοσταλγία, από «καρύκευμα» μιας ζώσας μνήμης, εκφυλίζεται σε μια πλαστή αντίληψη για το παρελθόν. Μια αντίληψη που έχει την τάση να εξιδανικεύει τα πάντα, με το κομμάτι της επιστροφής (νόστος) να γίνεται αίτημα, που, δυστυχώς, πολύ συχνά, λαμβάνει πολιτικές διαστάσεις. Αναπόφευκτα, λοιπόν, η πολιτικοποίηση της νοσταλγίας, δηλαδή το να επιστρέψουμε ως κοινωνικοπολιτικό γίγνεσθαι, ως καθημερινότητα, σε μια πρότερη «πραγματικότητα», όπου όλα ήταν «ιδανικά», οδηγεί σε έναν συντηρητισμό, με καθαρά εξουσιαστικούς όρους.
Τα παραδείγματα είναι τόσα πολλά και κυκλοφορούν αφειδώς στο διαδίκτυο, που είναι περιττό να αναφέρουμε κάποιο από αυτά.
Αν ήσουν λοιπόν έφηβη/ος την δεκαετία του ‘90 στην ελλαδική επικράτεια και η νοσταλγία σού έχει «πάρει το τιμόνι» από την μνήμη, στον τρόπο που αντιλαμβάνεσαι το παρελθόν, τότε, πιθανότατα, θα παρατηρείς τις νέες και τους νέους τού σήμερα κάπως επικριτικά. Ή, ενδεχομένως, χωρίς «κάπως»: πολύ επικριτικά.
Αν μάλιστα είσαι από αυτούς που διαθέτουν ακόμη ευαισθησίες, που δεν έχουν ολιστικά χοντροπετσιάσει μέσα τους, θα τους επικρίνεις πως «εδώ ο κόσμος χάνεται κι αυτοί αδιαφορούν». Μακελειό στην Ουκρανία, ανελέητη ανθρωποσφαγή στην Γάζα, μετανάστες και πρόσφυγες (ανάμεσα τους πολλά παιδιά) να πνίγονται στην Μεσόγειο, με αφόρητη συχνότητα. «Κι εσείς τι κάνετε; Δεν σας νοιάζει τίποτα πέρα από την διασκέδαση, είστε ατομιστές, οπορτουνιστές» κι άλλα τέτοια «φανταχτερά» και παράλογα.
Παράλογα, σίγουρα, καθώς το όποιο συμπέρασμα δεν βασίζεται σε μια, έστω υποτυπώδη, συγκριτική έρευνα, αλλά σε εκείνη την νοσταλγία, που τυφλώνει την μνήμη και την κρίση. Αυτή η τύφλωση οδηγεί σε παντελώς λανθασμένα συμπεράσματα, τόσο για το τότε, όσο και για το σήμερα.
Έχοντας, λοιπόν, ζήσει ως έφηβοι κι εμείς την δεκαετία του ‘90, το τελευταίο που η μνήμη μπορεί να μας φέρει στον νου, είναι πως, τότε, όλα ήταν «ρόδινα» και, κυρίως, οι νέοι άνθρωποι (μαζικά) διέθεταν ευαισθησίες για ζητήματα κοινωνικού ενδιαφέροντος· μοιάζει αστείο και μόνο που το βλέπουμε γραμμένο.
Μιας κι ακόμη η μνήμη μας δεν είναι ανεμική, θυμόμαστε τους περισσότερους συμμαθητές μας και τους γνωστούς -σίγουρα όχι τους φίλους- ν’ «αναστενάζουν» στα «βαρελάδικα», με λαϊκοπόπ τσιφτετέλια και «διονυσιακή» έκσταση της πεντάρας, εκσφενδονίζοντας μ’ αλαλαγμούς μύριες χαρτοπετσέτες (;) στον αέρα· κάποια ποιότητα, «αναντίρρητα». Την ίδια ακριβώς στιγμή, σε μικρή χιλιομετρική απόσταση από την Θεσσαλονίκη,[1] στην Βοσνία και στην πόλη του Σαράγεβο, ελεύθεροι σκοπευτές δολοφονούσαν μανάδες με μωρά στην αγκαλιά για την πλάκα τους. Και τούτο σε μία από τις πλέον αιματηρές ανθρωποσφαγές, όπου ο αριθμός των δολοφονημένων αμάχων -και χιλιάδων παιδιών ανάμεσα τους- σοκάρει.
Στις ειδήσεις τα βλέπεις και τρως, μάς έλεγαν οι Magic De Spell. Κι όντως, για την πλειονότητα, η φράση φανέρωνε την αλήθεια. Αυτοί οι ελάχιστοι, επί του κοινωνικού συνόλου, κυρίως νέοι, που έσπαγαν τα τζάμια των νατοϊκών οχημάτων στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης και συγκρούονταν με τους ένστολους δολοφόνους του κράτους, ενάντια στον πόλεμο της Γιουγκοσλαβίας, ενάντια σε κάθε πόλεμο, κάθε ανθρωποσφαγή, ήταν ασφαλώς μια ισχνή μειονότητα. Πάντα ήταν.
Αυτή λοιπόν η μειονότητα έχει το ίδιο πρόσωπο, τα ίδια χαρακτηριστικά και, κυρίως, το ίδιο βλέμμα· από τότε που υπάρχει κράτος κι οργανωμένη κοινωνία, έως και σήμερα. Το νήμα που τους ενώνει, ένα νήμα που στέκει πέρα από τον θάνατο, πλέκεται νοερά με ευαισθησία, με τρυφερότητα, με ενσυναίσθηση, με αλληλεγγύη στην πράξη, με την γοητεία για το διαφορετικό. Το πλέγμα αυτών των συναισθημάτων τούς σώζει από την αδιαφορία, τον ωχαδερφισμό, την αποκτήνωση, που ο εγωκεντρισμός φέρνει στον άνθρωπο.
Μέσα στα αόρατα κοινωνικά τείχη, λοιπόν, οι ισχνές -μα όχι αδύναμες- μειονότητες, νέων και μεγαλύτερων, θα τρώνε πάντοτε το «βρώμικο ψωμί». Ας τους φανταζόμαστε όμως χαρούμενους, όπως ο Σίσυφος του Καμύ, που ανεβάζει χαμογελώντας τον βράχο του στην ανηφόρα, αιωνίως. Όπως ο Σίσυφος, έτσι κι αυτοί, χαμογελούν εμπρός στην δυσκολία, στον κίνδυνο, στην πίκρα, στην ματαίωση. Γιατί η στάση τους είναι συνειδητή. Όχι απαραίτητα μέσα από τη εμπειρία και την γνώση, αλλά, συχνότερα, γιατί όλα τους τα τρυφερά συναισθήματα τούς οδηγούν σε αυτήν την στάση. Κι αυτό είναι πιο πραγματικό, πιο ειλικρινές, πιο στέρεο μέσα τους· γιατί δεν φτάνει μόνο το ψωμί, βρώμικο ή καθαρό, χρειάζεται κι αθωότητα.
Ο πόλεμος, η οργανωμένη ανθρωποσφαγή από το κράτος και την πολιτική, είναι ο αντίποδας του έρωτα, της φιλίας, της συντροφικότητας. Όσο πιστεύουμε σε αυτά, όσο με την στάση μας τα τροφοδοτούμε και τους δίνουμε ζωή, τόσο αφαιρούμε από την εξουσία το δρεπάνι του πολέμου.
Κι όχι, δεν θα συνηθίσουμε στο μακελειό, όσο κι αν το οθόνιο τίποτα προβάλει δολοφονημένα παιδιά στην Γάζα ή πνιγμένα στις ακτές του Αιγαίου.
Όχι, δεν θα τα βλέπουμε στις ειδήσεις και θα τρώμε. Κι αν δεν γίνεται αλλιώς, καλύτερα νηστικοί.
Ιθαγενής στην ψηφιακή ζούγκλα
Αλκυόνες
[1] Η χιλιομετρική απόσταση ανάμεσα στην Θεσσαλονίκη και το Σαράγεβο είναι περίπου 670 χλμ., όχι δηλαδή πολλά περισσότερα από τα 504, ανάμεσα στην Θεσσαλονίκη και την Αθήνα.