«Μια πλάτη ήταν και την έσπρωξα…»
-Σήμερα το πρωί σκότωσα έναν άνθρωπο.
-Τι έκανες;!
-Σκότωσα έναν άνθρωπο.
-Λέγε μωρή πουτάνα τί έκανες;!
-Τον έσπρωξα στις γραμμές του τρένου και πέρασε το τρένο και τον έλιωσε.
-Ποιος ήτανε;
-Ούτε που με νοιάζει, μια πλάτη ήτανε και την έσπρωξα.
Νίκος Νικολαΐδης, Γλυκιά Συμμορία (1983)
Η πολιτική είναι ο απόλυτος παραμορφωτικός φακός των καταστάσεων κοινής πραγματικότητας. Κι ως τέτοιος λειτουργεί σε όλες τις εκφράσεις της, από τα κόμματα εξουσίας έως τις «λαϊκές συνελεύσεις». Ο παραμορφωτικός αυτός φακός ουσιαστικά εμποδίζει τον άνθρωπο να παρατηρήσει τα γεγονότα από πολλές και διαφορετικές οπτικές γωνίες, ώστε να προσεγγίσει, όσο είναι δυνατόν, σφαιρικά, ολιστικά, το κάθε ζήτημα. Έτσι, η παραμορφωμένη αυτή οπτική γίνεται, συν τω χρόνω, η μόνη «αλήθεια», αυτή που ορίζει τί είναι σωστό ή λάθος, η «απόλυτη» ηθική. Κι από την στιγμή που αυτό εδραιώνεται ως ιδεολόγημα, γίνεται περιττός ο διάλογος, η παράθεση επιχειρημάτων και στοιχείων, καθώς ο κάτοχος της «αλήθειας» δεν έχει πια ανάγκη από αυτά˙ είναι πλέον «φωτισμένος», κοινωνός μιας «ορθότητας» που «πρέπει» να επιβληθεί, ένας παραβαλάνος με κομματικά άμφια.
Ο Νίκος Νικολαΐδης υπήρξε αλλεργικός στην πολιτική, ακόμη και στις «εναλλακτικές» της μορφές, τις πλέον ύπουλες. Με το σύνολο του καλλιτεχνικού του έργου (κινηματογραφικές ταινίες, λογοτεχνία) τίμησε ό,τι το μίασμα της πολιτικής απεχθάνεται περισσότερο: την φιλία, τον έρωτα, την «συμμορία», την αφοβία θανάτου για τις ατομικές/συντροφικές αξίες. Οι χυδαίες επιθέσεις που δέχτηκε σε όλη την διάρκεια της καλλιτεχνικής του πορείας, τόσο από δεξιούς, όσο κι από αριστερούς κονδυλοφόρους, είναι αποδεδειγμένες κι αναμφισβήτητες μέσα από δημοσιεύματα. Μάλιστα, ο ίδιος τις θεωρούσε στοιχείο της προσωπικής του αξιοπρέπειας[1].
Ως εκ τούτου, η έλλειψη παραμορφωτικού φακού τού επέτρεπε να παρατηρεί και να κρίνει ελεύθερα κι ανεμπόδιστα κι ακριβώς έτσι να δημιουργεί. Όλο του το έργο βρίσκεται στον αντίποδα αυτού που γενικώς είθισται να ονομάζεται «στρατευμένη τέχνη»[2]. Το 1983, στην κινηματογραφική του ταινία Γλυκιά Συμμορία (σενάριο-σκηνοθεσία), μας παρουσιάζει την Δέσποινα Τομαζάνη να ισχυρίζεται στην Δώρα Μασκλαβάνου ότι έσπρωξε έναν άγνωστο άντρα στις ράγες του τρένου, σαν κάτι απλούστατο˙ «μια πλάτη ήτανε και την έσπρωξα», λέει χαρακτηριστικά. Όπως και το σύνολο της ταινίας, ο διάλογος αυτός θεωρήθηκε «ανάρμοστος», ότι «προάγει την βία», «εκτός πραγματικότητας», «επικίνδυνος», «νοσηρός».
Ο Νίκος Νικολαΐδης, όμως, ακριβώς γιατί σκεφτόταν ελεύθερα, έβλεπε σκηνές από τα προσεχώς μιας δυστοπικής κοινωνίας που μέλλονταν, στο μακρινό πλέον 1983.
Πριν λίγες μέρες, στο μετρό της Νέας Υόρκης, ένας άντρας στέκεται στην άκρη της αποβάθρας, καθώς το τρένο πλησιάζει. Την στιγμή εκείνη ένας άγνωστος τον πλησιάζει και τον σπρώχνει προς τις ράγες, με αποτέλεσμα τον σοβαρότατο τραυματισμό του˙ μια πλάτη ήτανε και την έσπρωξε. Μάλιστα, δεν είναι το πρώτο περιστατικό˙ τα τελευταία χρόνια έχουν συμβεί πολλά παρόμοια, με τους θύτες παντελώς άγνωστους με τα θύματα και χωρίς το «κίνητρο» της ληστείας. Η βία για της βία.
Η «φυλή» όσων παρουσιάζουν σοβαρή δυσανεξία στην πολιτική ήταν ανέκαθεν ολιγάριθμη. Κι ως τέτοια, δεν διέθετε ποτέ το πλεονέκτημα και την αφθονία υλικών μέσων, να αφήσει το αποτύπωμά της στον χρόνο. Το «έλλειμα» όμως αυτό έχει μάθει να το αντισταθμίζει με την στοχοπροσήλωσή της στα δικά της ιδεώδη, που δεν θα γίνουν ποτέ της εξουσίας.
Ιθαγενής στην ψηφιακή ζούγκλα
Αλκυόνες
[1] Ουδεμία αμφιβολία έχουμε πως αν δημιουργούσε στις μέρες μας ο Νίκος Νικολαΐδης, οι παρατρεχάμενοι της woke ατζέντας θα τον είχαν «σταυρώσει» με άπειρη μανία στα λεγόμενα social.
[2] Γνώμη μας είναι πως η μετοχή στρατευμένος-η-ο και το ουσιαστικό τέχνη συνδυάζονται τόσο αρμονικά μεταξύ τους, όσο ο ταραμάς με την σοκολάτα.