Homo sacer: Κυρίαρχη εξουσία και γυμνή ζωή

Homo sacer: Κυρίαρχη εξουσία και γυμνή ζωή

Ο ιερός άνθρωπος, όπως παρουσιάζεται στον Agamben, ξεκινάει την ιστορική του παρουσία από τον αρχαίο ρωμαϊκό κόσμο, όταν το ιερό πρόσωπο ήταν αυτό του αυτοκράτορα. Εκφραζόταν στο όνομα της κυριαρχίας και ισοδυναμούσε με μια κατάσταση: το ιερό πρόσωπο βρίσκεται μεταξύ ζωής και θανάτου· μπορεί κάποιος να το φονεύσει, χωρίς να θεωρηθεί, σύμφωνα με το δίκαιο ότι πράττει φόνο και ο φονιάς, υπό αυτές τις συνθήκες, δεν μπορεί να δικαστεί. Η ζωή του θύματος χαρακτηρίζεται από τον Agamben γυμνή, καθώς είναι απογυμνωμένη από αυτά τα χαρακτηριστικά που την καθιστούν στα μάτια των άλλων ανθρώπινη, με τους συμβατικούς κοινωνικούς και θεσμικούς όρους. Κατά τους θεσμούς, στερείται αυτή η ζωή των ανθρώπινων στοιχείων της και ακριβώς για αυτό μπορεί να αφαιρεθεί ατιμωρητί.

Κέντρο της γυμνής ζωής είναι η «κατάσταση εξαίρεσης», η οποία νομιμοποιείται αυτομάτως από κάθε κυριαρχία ως μια συνθήκη έκτακτης ανάγκης. Ο Agamben, συνδυάζοντας και συνεχίζοντας το έργο του Φουκώ για τους χώρους (φυλακές και ψυχιατρεία) όπου αυτή εμφανίζεται, θέτει στο επίκεντρο της έρευνάς του τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, όπως αυτά επισημάνθηκαν και από την Χάνα Άρεντ. Δηλαδή, το στρατόπεδο είναι ο κατ’ εξοχήν χώρος όπου η γυμνή ζωή αναδύεται εξ ολοκλήρου.

Εκκινώντας από τα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, λοιπόν, εξετάζει, πέρα από τις φρικαλεότητες που διαπράχθηκαν στο όνομα της λεγόμενης  εξαίρεσης, το γεγονός του θεσμικού πλαισίου κάτω από το οποίο ιδρύθηκαν και εδραιώθηκαν ή καθ-ιερώθηκαν τα στρατόπεδα. Μάλιστα, το ναζιστικό καθεστώς δεν κατέλυσε τη νομοθεσία, αλλά επικαλέστηκε το άρθρο 48 του γερμανικού συντάγματος της δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο, μπορούσε να καταλύσει την προσωπική ελευθερία, την ελευθερία της έκφρασης και του συναθροίζεσθαι, το απαραβίαστο της οικογενειακής εστίας και το απόρρητο της αλληλογραφίας και των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων στο όνομα της αντιμετώπισης ενός «έκτακτου κινδύνου». Από το 1919 ως το 1924 οι κυβερνήσεις της Βαϊμάρης είχαν κηρύξει «κατάσταση εξαίρεσης», που είχε διαρκέσει ως και πέντε μήνες. Το ίδιο έκαναν οι Ναζί, διατηρώντας την για 12 χρόνια, χωρίς να χρειαστεί να καταλύσουν το σύνταγμα.

Τον Μάρτιο του 1933, όταν εξελέγη ο Χίτλερ στην καγκελαρία του Γ’ Ράιχ, ο Χίμλερ ίδρυσε στο Νταχάου «στρατόπεδο συγκέντρωσης για πολιτικούς κρατουμένους». Οι φρικαλεότητες και τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν έγιναν εν ονόματι του νόμου και όχι της κατάλυσής του. Οι άνθρωποι-πειραματόζωα, των οποίων η ζωή όχι απλώς αφαιρούνταν, αλλά εξευτελιζόταν και αντιμετωπιζόταν ως αντικείμενο στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, ήταν υπό αυτή την έννοια ιερά πρόσωπα. Η ζωής τους δεν μπορούσε να βιωθεί· δεν ήταν ούτε ζωντανοί ούτε νεκροί. Βρίσκονταν μέσα σε αυτή την κατάσταση εξαίρεσης. Οι επιστήμονες του Γ’ Ράιχ, πολλοί εκ των οποίων αργότερα αντιμετωπίστηκαν με σεβασμό[1] (!) και προστατεύτηκαν για το έργο τους στην αντιμετώπιση ασθενειών (και όχι μόνο), δεν δολοφονούσαν «απλώς» τους έγκλειστους στα στρατόπεδα, αλλά παρήγαν πτώματα σαν να ήταν αντικείμενα. Και μάλιστα, στο όνομα της επιστήμης.

Εδώ κορυφώνεται η σύγχρονη βιοπολιτική, όπως την εντόπισε και την ανέδειξε σε προγενέστερα παραδείγματα μέσα από το έργο του ο Φουκώ με τη μελέτη των φυλακών και των ψυχιατρείων. Η βιοπολιτική εκμεταλλεύεται αυτή τη ρύθμιση του νόμου που δίνει η ίδια η κυριαρχία: μέσα στον νόμο βρίσκεται και η κατάσταση εξαίρεσής του. Μπορεί με έννομα μέσα να καταλύσει τον νόμο, εφόσον το κρίνει απαραίτητο. Αυτό σημαίνει ότι, για να καταλυθούν οι ελευθερίες και τα δικαιώματα, δεν χρειάζεται η κατάλυση του νόμου, αλλά η ίδια η επίκληση σε αυτόν. Έτσι, κάθε δημοκρατία μπορεί να καταφύγει νόμιμα στην κατάλυση του νόμου, χωρίς να καταλύσει το σύνταγμα ή το πολίτευμα. Με άλλα λόγια, δεν χρειάζεται να εμφανιστεί μια δικτατορία, για να αφαιρεθούν οι ελευθερίες· αυτό μπορεί να γίνει κάλλιστα και σε ένα δημοκρατικό καθεστώς. Υπό μια τέτοια συνθήκη, «όλα είναι δυνατά», όπως διαπιστώνει και η Χάνα Άρεντ.

Η ίδια η έννοια του δικαιώματος επέτρεψε στο κράτος να παρεμβαίνει στη ζωή των ανθρώπων, καθιστώντας τους πολίτες. Η σύγχρονη έννοια των δικαιωμάτων έθεσε την αρχή της βιοπολιτικής. Ο Agamben μάς εφιστά την προσοχή στην «Διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτη» και μας καλεί να εξετάσουμε τι ενώνει αυτό το και. Στην διακήρυξη των δικαιωμάτων ο άνθρωπος διακρίνεται από τον πολίτη. Οπότε, η εκχώρηση των δικαιωμάτων στην κυριαρχία, σε οποιασδήποτε μορφής κράτους, σημαίνει ότι εκχωρείται η δυνατότητα στο κράτος να ορίζει τον τρόπο ζωής. Ο βίος, ο τρόπος που ζούμε, που πεθαίνουμε, η αξία της ζωής εκχωρείται στην κυριαρχία. Και ακριβώς την στιγμή που φαίνεται η ζωή να αποκτά άλλη αξία και οι προσωπικές ελευθερίες να κατακτώνται, ακριβώς τότε είναι που συγκροτείται η σύγχρονη βιοπολιτική, η σύγκλιση δηλαδή βίου και πολιτικής.

Το δικαίωμα που απολαμβάνει ένα άτομο είναι συγχρόνως η παραχώρηση στο κράτος να ορίσει τη ζωή του. Με σύγχρονους όρους, το δικαίωμα αναγνώρισης στο κράτος να πάρει απόφαση για το αν είναι νόμιμος ο γάμος ομοφυλοφίλων ή οι αμβλώσεις εντάσσεται στη σύγχρονη βιοπολιτική σφαίρα. Το κράτος είναι αυτό που θα ορίσει πότε θα παραχωρήσει, αλλά και θα άρει το δικαίωμα αυτό. Δηλαδή, τα ίδια τα άτομα καλούν το κράτος να παρέμβει σε αυτό που θα λέγαμε προσωπική ζωή.

Σήμερα, είναι πλέον δεδομένο ότι το κράτος έχει την εξουσία να λαμβάνει DNA ως στοιχείο ενοχής ή αθωότητας. Με άλλα λόγια, έχει δικαιοδοσία ζωής και θανάτου με όρους βιοπολιτικής. Το να ορίζει η κυριαρχία ποιος αξίζει να ζει και ποια ζωή είναι άξια να βιώνεται, παρεμβαίνοντας με μηχανικά μέσα για τη ζωή ή τον θάνατο, είναι βιοπολιτική. Η κυριαρχία με σύγχρονα και διαρκώς εξελισσόμενα τεχνολογικά μέσα είναι πλέον σε θέση να ορίζει τρόπους ζωής και θανάτου˙ να οριοθετεί το υγιές σε συγκεκριμένα πλαίσια και να αφήνει από έξω πολλές αποκλίσεις ως ασθένειες, να ορίζει το φυσιολογικό και το μη φυσιολογικό, την λογική και την τρέλα, την ψυχική ασθένεια και την υγεία. Κατ’ επέκταση, ορίζει με ακρίβεια το πώς πρέπει να μεγαλώνει σωστά ένα παιδί, πώς πρέπει να τρεφόμαστε, πώς πρέπει να κάνουμε οτιδήποτε· τα όρια της βιοπολιτικής είναι διαρκώς εκτεινόμενα.

Η βιοπολιτική εξουσία, η σύνδεση της εξουσίας με τον βίο, είχε αρχικά εφαρμοστεί στις φυλακές, τα νοσοκομεία και τα ψυχιατρεία, δηλαδή σε τόπους-στρατόπεδα, σε τόπους εξαίρεσης, όπου όσοι στοιβάζονται μέσα είναι μεταξύ ζωής και θανάτου: δεν ζουν όπως οι άλλοι, είναι μονίμως σε κατάσταση εξαίρεσης. Όμως, σήμερα, εντός πολλών κρατικών μηχανισμών, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης μεταναστών και προσφύγων αφθονούν. Αυτά -σκοπίμως μακρυά από τα φώτα της δημοσιότητας πλέον- είναι αποκλεισμένα από τον υπόλοιπο κοινωνικό χώρο. Επί της ουσίας, δεν γνωρίζουμε τι γίνεται εκεί. Και είναι τόποι εξαίρεσης, όπου οι άνθρωποι που παλεύουν για την επιβίωση βρίσκονται κάπου ενδιάμεσα: τους στερούνται βίαια πολλά για να νιώθουν ακριβώς ζωντανοί, αφού δεν μπορούν να ζουν μια κανονική ζωή, ούτε βέβαια είναι νεκροί. Ζουν μια γυμνή ζωή του homo sacer.

Τα όρια αυτά μεταξύ ζωής και θανάτου, αλλά και μεταξύ κανονικότητας και κατάστασης εξαίρεσης είναι διαρκώς μετακινούμενα και αποκτούν ολοένα διαφορετικό νόημα. Αυτό άλλαξε και στην περίοδο της καραντίνας, όπου όλα σχεδόν τα κράτη του πλανήτη επέβαλαν την «λογική» ενός απέραντου στρατοπέδου. Όλοι ήμασταν σε κατάσταση εξαίρεσης και η κίνησή μας στις πόλεις-στρατόπεδα ήταν ελεγχόμενη και αυστηρά περιορισμένη. Και αυτό συνέβη εν ονόματι της υγείας και της ασφάλειας, για τις οποίες μόνο το κράτος με τη συμβολή της τεχνο-επιστήμης ήταν σε θέση να αποφασίζει (βιοπολιτική).

Η θεώρηση του Agamben σε καμία περίπτωση δεν είναι μια οπτική ηττοπάθειας στις φαινομενικά ανίκητες δυνατότητες του κράτους. Απεναντίας, είναι ένα μεθοδολογικό εργαλείο ανατομίας του σύγχρονου βίου, της βιοπολιτικής και της κυριαρχίας. Μας καλεί από την άλλη να σκεφτούμε ποια είναι η θέση των εξεγερμένων απέναντι σε αυτή την κατάσταση εξαίρεσης. Μια εξέγερση είναι μια κατάσταση εξαίρεσης, αλλά όχι για να εδραιώσει μια άλλη νέα βιοπολιτική εξουσία ακόμη πιο ενισχυμένη, αλλά ακριβώς για να γίνει ανάχωμα σε αυτήν.

Ωστόσο, το πλέον ουσιώδες και σημαντικό είναι να σκεφτούμε μετά την κατάσταση εξαίρεσης μιας εξέγερσης τι είναι ζωτικής σημασίας να ακολουθήσει.

σύντροφοι για την Αναρχική απελευθερωτική δράση

 

[1] Η επιχείρηση Paperclip ενορχηστρώθηκε από τις μυστικές υπηρεσίες των ΗΠΑ. Επρόκειτο, επί της ουσίας, για το «ξέπλυμα» 1600 και πλέον επιστημόνων της ναζιστικής Γερμανίας, με αντάλλαγμα την συμβολή τους σε διάφορους επιστημονικούς τομείς των ΗΠΑ. Κυρίως, βέβαια, σε ότι είχε να κάνει με επιστημονικές εφαρμογές για στρατιωτικούς σκοπούς. Η επιχείρηση διήρκησε μεταξύ 1945-1959. Οι περισσότεροι από αυτούς, υπήρξαν επιβεβαιωμένα μέλη του Ναζιστικού κόμματος, των SA ή, αργότερα, των SS.

Το αντίστοιχο πρόγραμμα των Σοβιετικών ονομάστηκε Osoaviakhim και αφορούσε περίπου 2500 επιστήμονες της ναζιστικής Γερμανίας.

Comments are closed.