Μπιουνγκ-Τσουλ Χαν, «Ψυχοπολιτική»  

Μπιουνγκ-Τσουλ Χαν, «Ψυχοπολιτική»  

Όταν ο Φουκό ανέπτυσσε τη θεωρία του πάνω στην βιοπολιτική, έθεσε τα θεμέλια για μια άλλη οπτική της εξουσίας. Ο Πανοπτικός έλεγχος του βιομηχανικού κόσμου, η εξουσία πάνω στο ίδιο το ανθρώπινο σώμα, ως παραγωγική δύναμη κι άρα ως μια μηχανή που ανήκει στο κράτος, πρόσφερε αποτελεσματικά εργαλεία επιβολής και κυριαρχίας πάνω στον άνθρωπο. Ο Φουκό, έτσι, εστίαζε την προσοχή στις μεθόδους της εξουσίας να παρεμβαίνει στην ίδια την ύπαρξη ως σωματικότητα κι ως βιολογία.

Την εφαρμογή της βιοπολιτικής σε κάθε πτυχή της ύπαρξής μας τη ζούμε ήδη εδώ και δεκαετίες: έλεγχος στην τροφή, έλεγχος στις γεννήσεις και στις μεθόδους αναπαραγωγής, επεμβάσεις στο σώμα κάθε είδους, παρεμβάσεις στον τρόπο ζωής και κυρίως στο τι είναι υγεία και ασθένεια, τι είναι φυσιολογικό και τι όχι. Κορύφωση –ως τώρα– σε παγκόσμιο επίπεδο ήταν ο έλεγχος κάθε κίνησης στον δημόσιο χώρο με πρόσχημα τη μετάδοση ασθένειας στην περίπτωση του Covid-19 και του παγκόσμιων διαστάσεων εγκλεισμού. Ενός εγκλεισμού που έφτασε τα όρια μιας διεθνούς υγειονομικής δικτατορίας. Έτσι, συνδυάστηκε με μεγάλη άνεση ο Πανοπτικός έλεγχος, η καλλιέργεια φόβου και το παιγνίδι της πολιτικής με τα πιο βασικά ανθρώπινα ένστικτα, προκειμένου να επιτευχθεί το παγκόσμιο πείραμα· έλεγχος επί της ζωής και του θανάτου.

Η Ψυχοπολιτική  του Μπιουνγκ-Τσουλ Χαν βαδίζει σε απάτητα μονοπάτια. Πηγαίνει πιο βαθιά. Μέχρι τον πυρήνα της ανθρώπινης υπαρξης. Πλέον στρέφει την προσοχή μας μέσα μας. Μας εφιστά την προσοχή για τον αχαρτογράφητο κόσμο της ανθρώπινης ψυχής.

Πρώτα απ’ όλα, καταρρίπτει την ψευδαίσθηση της ατομικής ελευθερίας· την ψευδαίσθηση ότι, όταν είμαστε άτομα, μπορούμε να είμαστε ελεύθεροι. Η σύγχρονη δυτική σκέψη και ο δημόσιος πολιτικός λόγος είναι εμποτισμένοι με την ιδέα της ελευθερίας ως μιας κατάκτησης που απολαμβάνουμε όλοι στον δυτικό κόσμο. Πιστεύουμε ότι μπορούμε να είμαστε ελεύθεροι, επειδή κάποια εξουσία μας το επιτρέπει και μας φαίνεται πολύ λογικό (ίσως και φυσικό για κάποιους) ότι μπορεί αυτή, ανά πάσα στιγμή, να μας την αφαιρέσει στο όνομα μιας υπέρτατης ανάγκης.

Ας επιστρέψουμε όμως στον Χαν· παρατηρεί πρωτίστως ότι το Εγώ γίνεται ένα έργο εν εξελίξει (work in progress)· ότι το Υποκείμενο (που από τη φύση του πρέπει να βρίσκεται υπό) αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως άτομο, επιδιώκοντας αποκλειστικά την ατομική του ελευθερία. Ωστόσο, την ίδια στιγμή ξεχνάει ότι η ελευθερία μπορεί να υπάρξει μόνο στη συμβίωση, στη συνύπαρξη, δεν μπορεί παρά να επιτευχθεί συλλογικά. Η ατομική ελευθερία είναι μια νοητική παγίδα, ένα παιγνίδι του μυαλού.

Αυτό που αντιλαμβανόμαστε ως ατομική ελευθερία είναι η ελευθερία του κεφαλαίου, που προϋποθέτει τον ατομικισμό· ο καθένας για τον εαυτό του. Έτσι ο Χαν παρατηρεί: «Ο νεοφιλελευθερισμός ως μια μορφή μετάλλαξης του καπιταλισμού, μετασχηματίζει τους εργάτες σε επιχειρηματίες. Δεν είναι η κομμουνιστική επανάσταση που καταργεί την εξωγενή εκμετάλλευση της εργατικής τάξης, αλλά ο νεοφιλελευθερισμός. Σήμερα ο καθένας μπορεί να γίνει ένας αυτοεκμεταλλευόμενος εργάτης της δικής του επιχείρησης. Ο καθένας είναι αφέντης και δούλος ταυτόχρονα. Η ταξική πάλη μεταμορφώνεται επίσης σε μια εσωτερική πάλη με τον ίδιο τον εαυτό.

»Η σύγχρονη μέθοδος παραγωγής δεν ρυθμίζεται από το συνεργαζόμενο “πλήθος”, το οποίο ο Αντόνιο Νέγκρι έχει ανακηρύξει διάδοχο του «προλεταριάτου», αλλά από τη μοναξιά του απομονωμένου επιχειρηματία, ο οποίος παλεύει με τον εαυτό του και τον εκμεταλλεύεται οικειοθελώς[…]».

Πηγαίνει ένα βήμα παραπέρα, όταν διαπιστώνει ότι πλέον ο Πανοπτικός έλεγχος ως μοντέλο εξουσίας ξεπεράστηκε από την λεγόμενη κοινωνία της διαφάνειας, στην οποία οι άνθρωποι ωθούνται στην εξωστρέφεια. Η διευκόλυνση της επικοινωνίας οδηγεί στην εξωστρεφή θετικότητα της καταναλώσιμης ποικιλομορφίας. Η εξωστρέφεια αυτή δε σχετίζεται με την κοινή λήψη αποφάσεων, αλλά με την κατανάλωση, το ξεμπρόστιασμα, το ξεσκέπασμα ή την σκανδαλολογία. «Σήμερα οδεύουμε προς την εποχή της ψηφιακής ψυχοπολιτικής. Αυτή μεταβαίνει από την παθητική επιτήρηση στην ενεργό καθοδήγηση κι έτσι βυθιζόμαστε σε μια ακόμη κρίση της ελευθερίας. Αυτό που πλήττεται τώρα είναι η ίδια η ελεύθερη βούληση. Τα Big Data (Μεγαδεδομένα) είναι ένα πολύ αποτελεσματικό ψυχοπολιτικό εργαλείο, το οποίο επιτρέπει την πρόσκτηση μιας εκτεταμένης γνώσης σχετικά με τη δυναμική της κοινωνικής επικοινωνίας. Αυτή η γνώση είναι μια γνώση εξουσίας, η οποία καθιστά δυνατή την επέμβαση στην ψυχή και τον επηρεασμό της σε προθεωρητικό επίπεδο».

Μέσα από τα Big Data πιστεύεται πως μπορεί το μέλλον να υπολογιστεί και να ελεγχθεί. Το άτομο μετατρέπεται σε πράγμα που είναι ποσοτικοποιήσιμο. Τα τεχνολογικά μέσα είναι τα νέα λατρευτικά αντικείμενα, τιθέμενα στην υπηρεσία της υποταγής. Το smartphone είναι ένα λατρευτικό αντικείμενο. Η εξουσία επιτυγχάνει πολύ πιο εύκολα την επιτήρηση, αναθέτοντάς την στον καθένα μας ξεχωριστά.  Δεν χρειάζεται να εκτοπίσει, να απαγορεύσει και να λογοκρίνει,  αφού πλέον αυτό το κάνουν οι ίδιοι οι υπήκοοι. Χρησιμοποιεί την ίδια την ελευθερία, στρεβλωμένη, για να υποτάξει.

Διακρίνει τη σύγχρονη εξουσία ως έξυπνη και τη διαχωρίζει από την παλαιού τύπου πειθαρχική εξουσία. Η πειθαρχική εξουσία επέτρεπε και απαγόρευε, σπαταλούσε δυνάμεις, για να περιορίσει με βία τους ανθρώπους. Η έξυπνη εξουσία με φιλικό προσωπείο δεν συγκρούεται μετωπικά, αλλά αντίθετα κατευθύνει τη βούληση προς όφελός της. «Η έξυπνη εξουσία αγγίζει τρυφερά την ψυχή αντί να την πειθαρχήσει και να την υποτάσσει με εξαναγκασμούς και απαγορεύσεις. Δεν μας επιβάλλει τη σιωπή· αντιθέτως, μας προτρέπει διαρκώς ν’ ανακοινώνουμε, να μοιραζόμαστε, να συμμετέχουμε, να εκφράζουμε τη γνώμη μας, τις ανάγκες μας, τις επιθυμίες και τις προτιμήσεις μας. Αυτή η καλοσυνάτη εξουσία είναι τρόπον τινά ισχυρότερη από την κατασταλτική εξουσία. Διαφεύγει εντελώς της προσοχής μας».

Τα ιερά πρόσωπα του Agamben, που βρίσκονται αποκλεισμένοι μεταξύ ζωής και θανάτου, στο περιθώριο της κοινωνίας, σήμερα είναι ενταγμένοι στο σύστημα. Η βιοπολιτική του Φουκώ συνδέεται με τη σωματικότητα και αφορά στην πολιτική του σώματος με την ευρεία έννοια. Ο νεοφιλελευθερισμός πηγαίνει παραπέρα και δεν ασχολείται τόσο με το σωματικό, όσο με την ψυχή ως παραγωγική δύναμη, σύμφωνα με τον Χαν. «Η σωματική πειθαρχία παραχωρεί τη θέση της στην πνευματική βελτιστοποίηση. […] Σήμερα το σώμα αποδεσμεύεται από την άμεση παραγωγική διαδικασία και γίνεται αντικείμενο αισθητικής ή υγειο-τεχνολογικής βελτιστοποίησης. […] Ωστόσο, η φυσική βελτιστοποίηση είναι κάτι περισσότερο από μια απλή αισθητική πρακτική. Η σεξουαλικότητα και η φυσική κατάσταση είναι οι νέοι οικονομικοί πόροι, οι οποίοι πρέπει να πολλαπλασιαστούν, να εμπορευματοποιηθούν και να γίνουν αντικείμενο εκμετάλλευσης. […] Ο Φουκό δεν αντιλαμβάνεται ότι το νεοφιλελεύθερο καθεστώς κυριαρχίας χρησιμοποιεί απολύτως προς όφελός του την τεχνολογία του Εαυτού, ότι η διαρκής αυτοβελτιστοποίηση, ως νεοφιλελεύθερη τεχνολογία του εαυτού, δεν είναι παρά μια αποτελεσματική μορφή κυριαρχίας και εκμετάλλευσης».

Η έννοια της θεραπείας σε συνταγές αυτοβελτίωσης εξορίζουν τον πόνο και τον αρνητισμό, δίνοντας τη θέση τους σε μια απονευρωμένη και αποδυναμωμένη ύπαρξη. «Η βία της θετικότητας όμως είναι τόσο καταστροφική, όσο και η βία της αρνητικότητας». Η ψυχή δεν είναι μια μηχανή που παράγει θετικότητα, είναι μια σύνθετη δυναμική σχέση πολλών στοιχείων, εσωτερικών και εξωτερικών.

Πηγαίνει έπειτα πέρα από το δόγμα του σοκ της Ναόμι Κλάιν. Υποστηρίζει ότι ο καταναγκασμός δεν επαρκεί. Καθιστά παθητικές τις κοινωνίες μεν, αλλά η νεοφιλελεύθερη πολιτική προτιμά τη θετικότητα, εστιάζοντας στα θετικά κίνητρα. «Δεν χρησιμοποιεί το “πικρό φάρμακο”, αλλά το like. Κολακεύει την ψυχή, αντί να την συγκλονίζει και την παραλύει με σοκ. Δελεάζει την ψυχή, την υποχρεώνει, αντί να της αντιτίθεται. Καταγράφει επιμελώς τους πόθους, τις ανάγκες και τις επιθυμίες της, αντί να τις “αποδομεί”. Με τη βοήθεια μοντέλων πρόγνωσης, προβλέπει ενέργειες –και μάλιστα τις προεξοφλεί αντί να τις διαγράφει. Η νεοφιλελεύθερη ψυχοπολιτική είναι μια έξυπνη πολιτική που επιδιώκει να ευχαριστήσει, να εκπληρώσει, αντί να καταπιέσει». Ο Big Brother του Νεοφιλελευθερισμού μας λέει ο Χαν είναι ένας φιλικός Μεγάλος Αδελφός κι όχι ένας κατασταλτικός παντεπόπτης όπως τον συνέλαβε ο Όργουελ.

Στην καρδιά της ανάλυσής του στέκεται η ανάλυση του συναισθήματος, του αισθήματος και της αίσθησης, καθώς και του παιγνιδιού. Θεωρεί ότι το συναίσθημα είναι πιο ασταθές από το αίσθημα και την αίσθηση και για αυτό μπορεί ο νεοφιλελευθερισμός να εκμεταλλευτεί το συναίσθημα, που είναι εκρηκτικό και ευμετάβλητο. Η αίσθηση είναι μια διαπιστωτική διαδικασία, που χρειάζεται και σκέψη και χρόνο. Το αίσθημα επίσης είναι πιο αργό. Αλλά το συναίσθημα είναι εκρηκτικό και γρήγορο. Μπορεί να ενταχθεί στη ροή της πληροφορίας, να ανακατευθυνθεί εύκολα, να είναι εν τέλει χρήσιμο στην εξουσία. Το συναισθηματικό ντιζάιν μεγιστοποιεί την κατανάλωση. Το μάνατζμεντ γίνεται από ορθολογικό συναισθηματικό: χρησιμοποιεί την επικοινωνία, το συναίσθημα και τις σχέσεις, προκειμένου να επιτύχει καλύτερη παραγωγικότητα. Το συναίσθημα μπορεί να γίνει ένα πολύ αποτελεσματικό εργαλείο χειραγώγησης και ελέγχου.

Η εξουσία χρησιμοποιεί πολύ αποτελεσματικά το παιγνίδι. Παιγνιδοποιεί όχι απλώς την εργασία, αλλά κάθε είδους επικοινωνία. Μέσα από επιβραβεύσεις τύπου like κάθε είδους εργασία και επικοινωνία μπαίνουν σε ένα γρήγορο κυνήγι συλλογής πόντων. Ο ελεύθερος χρόνος κεφαλαιοποιείται. Το αληθινό παιγνίδι κι η αληθινή ευτυχία δεν αποσκοπούν σε κάποιο κέρδος, δεν έχουν έναν σκοπό. Βεβηλώνουν, όπως λέει ο Agamben το χρήσιμο, το σκόπιμο, το προκαθορισμένο, το οργανωμένο. Εξυμνούν το άχρηστο. Αυτή η αληθινή φύση του παιγνιδιού διαστρεβλώνεται, όταν αυτό χρησιμοποιείται ως ένδυμα και ως μορφή, για να επιτευχθεί το κέρδος και ο σκοπός.

 

Εξετάζει, έπειτα, τον καινούριο  όρο νταταϊσμόςπου εξυμνεί τη δύναμη των δεδομένων (data), που αυτοπροβάλλεται ως δεύτερος Διαφωτισμός. Αναλύοντας την ουσία των δεδομένων, καταλήγει ότι αυτό που προβάλλεται σήμερα ως επιστημονική γνώση είναι η συσσώρευση δεδομένων. Η μεγάλη αυτή άθροιση δεδομένων, όμως, δεν συνθέτει κάποια αφήγηση. Ποσοτικοποιεί τη γνώση, καθιστώντας την απλώς συγκέντρωση πληροφοριών. Γι’ αυτό, εκμηδενίζει τη σύνθεση, την αφήγηση, την ενόραση ως πηγές γνώσης. Ο νταταϊσμός εκθειάζει και εξυμνεί απλώς τη σημασία των δεδομένων, τα οποία με τη σειρά τους δίνουν δύναμη, εξουσία και πλούτο σε όποιον είναι σε θέση να τα συγκεντρώνει και να τα αποθηκεύει. Έτσι, κι ο εαυτός ποσοτικοποιείται. Η ζωή πρακτικοποιείται, αποκτά σημασία μόνο ως μια ποσότητα δεδομένων. «Το ψηφιακό, δικτυωμένο άτομο είναι ένα Πανοπτικό του εαυτού του. Έτσι, καθένας ξεχωριστά αναλαμβάνει την επιτήρηση του εαυτού του». Οι άνθρωποι αντιμετωπίζονται ως πακέτα δεδομένων που μπορούν να κατευθυνθούν και να ελεγχθούν ανά πάσα στιγμή, όσο μένουν συνδεδεμένοι.

Δεν παραλείπει να θίξει το ζήτημα της μνήμης και της λήθης. «Η ανθρώπινη μνήμη είναι ένα αφήγημα, μια διήγηση, συστατικό στοιχείο της οποίας είναι κατ’ ανάγκη η λήθη. Η ψηφιακή μνήμη, αντιθέτως, είναι μια αδιάλειπτη άθροιση και συσσώρευση. Τα αποθηκευμένα δεδομένα είναι μετρήσιμα, αλλά όχι αφηγήσιμα». Διακρίνει την έννοια, το νόημα, τη σημασία, που διαθέτει η ανθρώπινη μνήμη κι αφήγηση. Η αιτιότητα τύπου αν έτσι είναι το Α, τότε έτσι θα γίνει το Β δεν είναι ανώτερη βαθμίδα γνώσης. Δεν συνθέτει, δεν βλέπει την πραγματική αλληλεπίδραση. Η σχέση μεταξύ των πραγμάτων εμφανίζεται, όταν υπάρχει νόημα, έννοια. «Η έννοια είναι μια ενότητα που εν-περικλείει και συν-περιλαμβάνει τις ιδιαίτερες στιγμές της. Έχει τη μορφή ενός συλλογισμού στον οποίο περιλαμβάνονται όλα».

Εν τέλει, προτείνει την αποψυχολογικοποίηση της ζωής. Επιστρέφει στη φράση του Φουκό, που υποστήριζε: « Τέχνη της ζωής σημαίνει να σκοτώσουμε την ψυχολογία και να δημιουργήσουμε εμείς οι ίδιοι, ή σε συνεργασία με άλλα άτομα, σχέσεις και ποιότητες που να μην έχουν όνομα. Αν δεν το καταφέρουμε αυτό, δεν αξίζει να ζούμε αυτή τη ζωή». Και ο ίδιος ο Χαν καταλήγει: «Η τέχνη της ζωής αντιτίθεται στην “ψυχολογική τρομοκρατία” που επιβάλλει την εξατομίκευση».

Και λίγο παρακάτω, βαδίζοντας στα χνάρια του Ντελέζ, διαπιστώνει: «Έναντι του καταναγκασμού για επικοινωνία και συμμόρφωση, η ηλιθιότητα συνιστά μια πράξη ελευθερίας. Ο ηλίθιος, σύμφωνα με τη φύση του, είναι ο μη συνδεδεμένος, ο μη δικτυωμένος, ο μη πληροφορημένος· εγκάτοικος ενός αρχέγονου έξω, το οποίο διεκφεύγει κάθε επικοινωνία και δικτύωση».

Μπορούμε να κατοικήσουμε έξω; Μήπως θα ξυπνήσουμε μια μέρα και θα διαπιστώσουμε ότι έξω δεν υπάρχει; Μήπως η επιλογή μας να μένουμε διαρκώς συνδεδεμένοι στο διαδίκτυο θα είναι στο τέλος η μόνη επιλογή; Μήπως έξω από αυτό δεν θα υπάρχει τίποτε;

Πάντως, πέρα από τις μελλοντολογικές δυστοπίες, το έξω τώρα είναι εδώ. Υπάρχει. Ακόμη κι ως τσιμέντο, ακόμη κι ως ένα μικρό πάρκο, υπάρχει ακόμη. Και εκεί πιο έξω υπάρχει ακόμη η φύση. Κι αυτό που δεν περιγράφεται και δεν θέλει στ’ αλήθεια κανείς να του δώσει όνομα ή σχήμα. Κι αυτό το κάτι ίσως είναι μια βαθύτερη εμμένεια στη ζωή, ένα ευδαιμονικό παρόν, μια ενορατική γνώση ή κάτι άλλο που δεν έχει σημασία πώς θα το πεις μετά. Υπάρχει τώρα εδώ.

                                         σύντροφοι για την Αναρχική απελευθερωτική δράση

Comments are closed.