Πνευματικότητα κι αναμάγευση ως «αντίδοτο» στην εξουσία
Στις κοινωνίες με θρησκειοκεντρικές αντιλήψεις, η θρησκεία μοιάζει να αυτονομείται, να μπαίνει πάνω από τις κοινωνίες ως ρυθμιστής. Τότε αποκτά μια ιδιαίτερη εξουσία, εισβάλλοντας στο πνεύμα των ανθρώπων. Πολλές ανθρωπιστικές, μα κι ευρύτερα αντιεξουσιαστικές κοσμοθεωρήσεις αντέκρουσαν αυτή την κεντρική θέση της θρησκείας και της άσκησαν κριτική. Ωστόσο, μια τέτοια θέση διεκδικεί ο ίδιος ο φορέας της γνώσης, δηλαδή η επιστήμη. Η επιστήμη ως διαδικασία είναι η μελέτη, η έρευνα, η μέθοδος, η σε βάθος γνώση. Ποτέ, όμως, δεν ήταν επαρκής, ώστε να σχηματίσουμε μια πλήρη εικόνα του κόσμου ή καλύτερα των κόσμων που μας περιβάλλουν.
Κι όμως, εδώ και δεκαετίες, διεκδικεί την πρωτοκαθεδρία· στέκεται πάνω από κάθε κοινωνία και τους ηθικούς της κώδικες, πάνω από οποιαδήποτε θέαση του κόσμου. Ιδιαίτερα η ιατρική και η βιολογία αυτό-χρίζονται ως οι κορωνίδες των σύγχρονων υλιστικών θρησκειών: βρίσκονται πάνω και πέρα από κάθε ανθρώπινη δράση και ορίζουν κάθε πτυχή της.
Από την άλλη, η πνευματικότητα, η αναμάγευση του κόσμου, η αναζήτηση μιας πνευματικής οδού που βαδίζει όχι προς τα πάνω, προς έναν θεό δυνάστη, αλλά προς τα μέσα, προς μια σύνδεση εσωτερική με τον κόσμο, δεν θεωρεί ότι η ψυχή είναι μια οντότητα αυτόνομη, που χρειάζεται θεραπεία μέσα από νοησιαρχικά σχήματα. Ο αληθινός πνευματικός δρόμος μάς ενώνει με την ύπαρξη, είτε αντιληπτή είτε όχι από τις αισθήσεις.
Η αποκλειστική σύνδεση της ψυχής με την ασθένεια και τη θεραπεία (σημείο των δικών μας καιρών, που μετράει πάνω από έναν αιώνα πια, αλλά πλέον έχει φτάσει σε ντελίριο), μετέβαλε το ερώτημα περί ανύψωσης και πτώσης της ψυχής ή περί σύνδεσής της με τον κόσμο. Έτσι η ψυχή έγινε κάτι πολύ ανθρώπινο μεν, πολύ στα δικά μας μέτρα πλέον, που μπορούμε να την κόψουμε και να τη ράψουμε, με χημικά σκευάσματα, προκειμένου να την «θεραπεύσουμε».
Ωστόσο, το ερώτημα περί σύνδεσης της ψυχής (όχι της ανύψωσής της πάνω από τον κόσμο, όπως πρότεινε ο χριστιανισμός), είχε να κάνει με τη ενοποίησή μας με τον θεό, δηλαδή τον κόσμο. Με άλλα λόγια, το να νιώσουμε την σύνδεση με όσα μας περιβάλλουν και κατανοούμε με τις αισθήσεις, αλλά κι όσα δεν μπορούμε εύκολα να εκφράσουμε με λόγια – όσα μας φαντάζουν άρρητα και μας ξεπερνούν κατά πολύ.
Στις μέρες μας, ωστόσο, βαυκαλιζόμαστε πως δεν μας ξεπερνάει τίποτε, δεν έχουμε τίποτε να καταλάβουμε ή να δούμε, να ακούσουμε ή αισθανθούμε, επειδή «δεν υπάρχει τίποτε εκεί έξω». Και μια τέτοια διαπίστωση προσμετρείται και ως δείγμα εξυπνάδας, αν όχι και ευφυΐας.

Βαδίζουμε όλο και πιο μόνοι, ως υπόδουλοι μιας μοναξιάς που δεν επιλέξαμε εμείς για τον εαυτό μας, μα μια υπερεξουσία. Δεν επικοινωνούμε ουσιαστικά με τους γύρω μας, ούτε με τον εαυτό μας. Η «λογική», όπως ορίζεται ύπουλα κι αυστηρά από τις σχέσεις παραγωγής-κατανάλωσης, είναι ο μόνος τρόπος που μας επιτρέπεται να δούμε τον κόσμο. Και τον εαυτό μας μέσα σε αυτόν. Οι πολλοί αριθμοί που μας συνόδευαν από το μητρώο γεννήσεων, έως το οστεοφυλάκιο, τώρα ενοποιούνται σε έναν. Προσωπικός αριθμός μιας ζωής χωρίς πρόσωπο.
Θα το αποδεχτούμε; Είμαστε απλώς μια παραγωγική-καταναλωτική μονάδα, που η λήξη της βιολογικής της ζωής, ακυρώνει απλώς έναν πολυψήφιο αριθμό; Ή είμαστε κάτι πολύ σημαντικότερο; Κάτι πολύ βαθύτερο;
Ίσως αυτό που νοσεί δεν είναι τελικά η ψυχή μας, αλλά η ίδια μας η ύπαρξη.
Στεκόμαστε στην άκρη του κοσμικού γκρεμού, με το βλέμμα στο άπειρο της αβύσσου. Κοιτάζουμε μα δεν βλέπουμε. Ακούμε μα δεν αισθανόμαστε. Ο χρόνος δεν είναι με κανέναν, καθώς «συνωμοτεί» εις βάρος όλων. Η ζωή μας δεν ανήκει σε κανέναν αφέντη, είναι συμπαντικό κύτταρο, άρρηκτα ενωμένο με την υπόλοιπη ύπαρξη, από το μεγαλύτερο νεφέλωμα, ως το άφαντο κουάρκ.
Θερία Ενήμερα