Όταν η μυρωδιά κι ο ήχος αποκτούν αφή
Στον Ράμι, για τις μύριες στιγμές του στην απομόνωση. Και για τις νύχτες του Δεκέμβρη που μοιραστήκαμε.
Σε όλους τους αξιοπρεπείς φυλακισμένους.
Για τον φυλακισμένο η λέξη απομόνωση δεν είναι μια αφηρημένη έννοια.
Δεν είναι η επιλογή ενός συγγραφέα να μείνει μόνος και να γράψει στο ησυχαστήριό του.
Δεν είναι η αυταπάτη του μένουμε ασφαλείς.
Δεν είναι καν η κοινωνική απομόνωση του περιθωρίου.
Είναι ένα σκοτεινό μικρό κελί. Εκεί που πέρασε αναρίθμητες ώρες. Είναι η πιο φυλακή από τις φυλακές. Είναι από τσιμέντο και υγρασία. Είναι από σκοτάδι και σιωπή. Είναι το σύνορο ανάμεσα σε σένα και τον εαυτό σου. Το σύνορο που έφτιαξε η πιο νοσηρή φαντασία για «σωφρονισμό» κι «αναμόρφωση».
Ωστόσο, η πιο νοσηρή φαντασία δεν φανταζόταν τί σημαίνει μια αρχαία σκοτεινή σπηλιά δίχως μνήμη, που καταργεί κάθε εαυτό. Δεν μπορούσε να διανοηθεί ότι αυτή η αρχαία τελετουργία είναι δοκιμασία για σοφούς και σαμάνους.
Μόνο που ο φυλακισμένος μπήκε στην πιο σκοτεινή σπηλιά, χωρίς έναν οδηγό να τον περιμένει απ’ έξω. Χωρίς κάποια Αριάδνη να κρατάει την άλλη πλευρά του μίτου. Και σ’ αυτές τις περιπτώσεις, η τελετουργία μένει χωρίς κάθαρση. Όμως, «κυρία» Νοσηρή Φαντασία, όπως και να ΄χει, ο έγκλειστος εκεί μέσα, στην αληθινή απομόνωση, ξεπέρασε κάθε φόβο και κάθε πίστη.
Έγινε ο Κανένας και γι’ αυτό έγινε Όλοι.
Ο φυλακισμένος δεν είναι φανταστικό πρόσωπο ούτε αφηρημένη έννοια. Είναι αληθινός, φτιαγμένος από τα υλικά νεκρών αστεριών. Εκεί, στη χειροπιαστή απομόνωση, που η ίδια η μυρωδιά κι ο ήχος έχουν αφή, νοστάλγησε τη μνήμη των ίδιων των αστεριών, των αληθινών του προγόνων. Νοστάλγησε τη μνήμη του μέλλοντος που είναι φτιαγμένο από το ίδιο σπέρμα.
Εκεί το δέρμα του απέκτησε την ξεκάθαρη ιδιότητα να αφουγκράζεται τα βήματα των εντόμων.
Κι όταν βγήκε από εκεί, ήταν ο ίδιος η απομόνωση. Όλα τα άλλα έμοιαζαν λεπτομέρειες ή λόγια περιττά.
Αλκυόνες