Οι ρίζες της αναρχίας εις το «χρυσούν γένος», (Μέρος στ΄)
«Ο παράδεισος, έτσι όπως συμβατικά περιγράφεται, είναι ένα μέρος τόσο μάταιο, τόσο αδιάφορο, τόσο άχρηστο, τόσο άθλιο, που κανείς δεν επιχείρησε ποτέ να περιγράψει μια ολόκληρη μέρα στον παράδεισο, παρότι αρκετοί έχουν περιγράψει μια μέρα στην ακροθαλασσιά».
Τζωρτζ Μπέρναρντ Σω
Οργανώνοντας τον πολιτισμένο παράδεισο
Με την καθιέρωση των οργανωμένων θρησκειών, οι οποίες επέβαλαν ιεραρχικές και εξουσιαστικές τελετουργίες και κατόπιν δόγματα –το έχουμε εν μέρει αναπτύξει και σε προηγούμενο κείμενο, ας μην κουράσουμε εδώ– η «χρυσή εποχή», μετατράπηκε σε παράδεισο, που παγίωσε κάποια χαρακτηριστικά. Ιδιαίτερα ο χριστιανικός και ο ισλαμικός παράδεισος αποτέλεσαν ένα είδος υπόσχεσης, επιστροφής, άρα και ένα μέσο υποδούλωσης και εκμετάλλευσης. Με την ψεύτικη υπόσχεση της επιστροφής στον παράδεισο, όσοι ήθελαν να γευτούν τους αιώνιους καρπούς του, έπρεπε να είναι καλοί και πιστοί, σύμφωνα με τα προστάγματα του δόγματος. Δηλαδή, να ακολουθούν αυστηρά τους θρησκευτικούς νόμους. Ήταν βέβαια ελεύθεροι να παρακούσουν, αλλά βέβαια θα έπρεπε να ξέρουν ότι αυτή η λάθος επιλογή θα τους οδηγούσε στο «πυρ το εξώτερον». Επί πλέον, ο παράδεισος δεν αποτελεί μια κατάσταση που ανά πάσα στιγμή μπορεί να καταστραφεί, όπως είδαμε στους πρώτους μύθους για την «χρυσή εποχή», από έναν κατακλυσμό ή ένα άλλο φυσικό φαινόμενο, αλλά είναι αιώνιος και περιμένει τους εκλεκτούς. Άλλωστε, η ίδια η προέλευση της λέξης Παράδεισος (από την περσική λέξη pardez=κήπος/ pairi-daeza= περίκλειστος κήπος), σημαίνει έναν περιφραγμένο τόπο ομορφιάς και αγαλλίασης, που δεν προορίζεται για όλους, αλλιώς δεν υπήρχε λόγος να διαθέτει σύνορα. Επομένως, η λέξη Παράδεισος από μόνη της σηματοδοτεί μία άλλη διάσταση από αυτήν που συμπυκνώνει η έννοια του «χρυσού γένους». Αξίζει, λοιπόν, να εξετάσουμε κάποιες επιμέρους πτυχές του θέματος, για να δείξουμε ότι ο πολιτισμός και οι εξουσιαστικές σχέσεις που τον συνοδεύουν κατάφεραν να αξιοποιήσουν ωφελιμιστικά και χρησιμοθηρικά ακόμη και τις πιο όμορφες πλευρές της φύσης.
Δεν είναι τυχαίο που πέρα από τους γνωστούς, τέτοιου είδους χρησιμοθηρικούς παραδείσους συναντάμε σε λαούς που ζουν ακόμη και στα πρώιμα στάδια πολιτισμού και ήδη καλλιεργούν τη γη. Έτσι, στους Τούτι-Γκουαρανί, έναν λαό που ζούσε στη σημερινή Βραζιλία και μετανάστευε για να βρει νέα γη να καλλιεργήσει και να κατακτήσει, όπως διαβάζουμε στον Hans Staden στο «Γυμνοί, άγριοι και ανθρωποφάγοι», είχαν ως οδηγούς τους μάγους τους, οι οποίοι τους υπόσχονταν, ως κίνητρο των νέων κατακτητικών τους σχεδίων, ότι θα έφταναν σε μια γη ουτοπική, την «Γη χωρίς δυστυχία». Οι Τούτι-Γκουαρανί ήταν λαός πολεμικός και η εκδίκηση αποτελούσε θεμελιώδες στοιχείο της ατομικής και συλλογικής τους ηθικής[1]. Είναι επίσης αποδεδειγμένο πως καννιβάλιζαν τους αντιπάλους τους και όριζαν τη γη που κατακτούσαν με παγίδες (ξύλινους φράχτες με μυτερές-αιχμηρές κορυφές). Επομένως, αντιμετώπιζαν τη γη ωφελιμιστικά. την «κατανάλωναν» και πήγαιναν παρακάτω. Το ότι είχαν μόνο προφορική παράδοση δεν τους καθιστά απολίτιστους. Ίσα-ίσα είχαν ήδη ένα σύνθετο σύστημα εξουσίας και οργανωμένης θρησκείας. Η αναζήτηση του γήινου αυτού παραδείσου μοιάζει με τη Γη της Επαγγελίας(=υπόσχεσης) ή το Eldorado των χρυσοθήρων του Αμαζονίου. Όσο ο παράδεισος οργανώνεται, τόσο μοιάζει με αντανάκλαση της «χρυσής εποχής» στο νερό, το είδωλό της δηλαδή, που καταλήγει σε ουτοπία-υπόσχεση ή και εφιάλτη.
Αυτή η αντανάκλαση μας φέρνει στο μυαλό μια αφήγηση της παλαιάς διαθήκης (Γένεση, 25: 29- 34), όπου ο Ησαύ, ο μεγαλύτερος γιος του Ισαάκ και της Ρεβέκκας και μεγαλύτερος αδερφός του Ιακώβ, χάνει τα πρωτοτόκια, δηλαδή τα κληρονομικά δικαιώματα των πρωτότοκων γιων της εποχής. Ο Ησαύ, λάτρης του κυνηγιού και της υπαίθριας ζωής, επιστρέφοντας κατάκοπος από μια κυνηγετική εξόρμηση, δέχεται να παραχωρήσει τα πρωτοτόκια στον αδερφό του έναντι «πινακίου φακής». Για άλλη μια φορά γίνεται εμφανές το γεγονός ότι στην πολιτική ο δόλος γίνεται ο απόλυτος πρωταγωνιστής. Προκειμένου να εξασφαλιστεί το κέρδος –και μάλιστα από ένα προϊόν γεωργίας– επιστρατεύονται όλα τα μέσα. Πιο βίαιη είναι η εκδοχή του Κάιν και του Άβελ, που ενδεχομένως συμβολίζει το πέρασμα από το κυνήγι στην γεωργία. Το ότι ο Άβελ αναφέρεται ως κτηνοτρόφος και όχι κυνηγός δεν φαίνεται να ταιριάζει και ίσως η ιστορία να δέχτηκε αργότερα αυτή τη μεταβολή, αφού η κτηνοτροφία, ως πολιτισμικό στοιχείο, συμπλέει και συμφωνεί με την γεωργία, όσον αφορά τη σχέση του ανθρώπου τόσο με το χθόνιο, όσο και με το μεταφυσικό. Ο μύθος μοιάζει να συμβολίζει το πέρασμα στην αστικοποίηση των Ισραηλιτών, που προηγουμένως ήταν νομαδικός λαός.
Και στην αρχαία ελληνική μυθολογία όμως συναντάμε αντίστοιχους «οργανωμένους» παραδείσους, αφού ήδη ο πολιτισμός έχει επικρατήσει για τα καλά. Έτσι, λοιπόν, η αρχαία ελληνική μυθολογία έχει την χώρα των Εσπερίδων, τα Ηλύσια Πεδία, τις Νήσους των Μακάρων και την Ατλαντίδα, ένα σύνολο από ιδανικές πολιτείες, σμιλεμένες σίγουρα με ζηλευτή τέχνη, όχι όμως απ’ τον ανθό της ελεύθερης συνύπαρξης, αλλά απ’ το βαρύ καλέμι του πολιτισμού. Οι πρώτες Αμαζόνες κατοικούσαν στη νήσο Εσπέρα, στη μακρινή Δύση, στην άκρη του κατοικημένου κόσμου, μέσα στη λίμνη Τριτωνίδα, ανάμεσα στις χώρες των Αιθιόπων (=αυτών που είχαν ηλιοκαμένη όψη) και στην αδιάβατη οροσειρά του Άτλαντα. Η Εσπέρα ήταν μεγάλο νησί, με καρποφόρα δέντρα και ζώα, έτσι που οι άνθρωποί της τρέφονταν με τους καρπούς των δέντρων και με το κρέας και το γάλα των ζώων, γιατί ως τότε δεν ήξεραν το στάρι, για να κάνουν ψωμί. Οι Αμαζόνες κατέστρεψαν πρώτα τις άλλες πόλεις που υπήρχαν πάνω στη νήσο Εσπέρα, εκτός από την πόλη των ιχθυοφάγων Αιθιόπων, τη Μήνη, γιατί τη θεωρούσαν ιερή. Κοντά της η γη ξεφυσούσε φωτιές και έβγαζε πολύτιμους λίθους. Έπειτα, οι Αμαζόνες υπέταξαν τους άλλους νομαδικούς λαούς και έχτισαν τη νέα πρωτεύουσά τους μέσα στη λίμνη Τριτωνίδα, την Χερσόνησο. Με ορμητήριο τη Χερσόνησο οι Αμαζόνες έκαναν διάφορες εκστρατείες. Πρώτα επιτέθηκαν στην Ατλαντίδα, που οι κάτοικοί της ζούσαν σε μια ευτυχισμένη χώρα μέσα σε όμορφες και μεγάλες πολιτείες.
Οι νήσοι των Μακάρων επιτελούσαν έναν άλλον σκοπό και έμοιαζαν πιο πολύ με τον χριστιανικό παράδεισο (ή, για να ακριβολογούμε, ο χριστιανικός παράδεισος έμοιαζε μαζί τους). Ο Δίας, όταν έδωσε χάρη στους εχθρούς του τους Τιτάνες, τους έστειλε στις νήσους των Μακάρων, όπου όρισε και βασιλιά τον πατέρα του τον Κρόνο, αφού πρώτα τον έβγαλε απ’ τη μέση. Εκεί πήγαιναν κάποιοι ήρωες ή θεοί. Οι Μάκαρες μάλιστα, πριν καθίσουν να συμποσιαστούν, έπιναν από δύο πηγές, της Ηδονής και του Γέλιου. Ο Δίας χάρισε τη μακάρια ζωή στο γένος των ηρώων, ύστερα από τους μεγάλους πολέμους στη Θήβα και στην Τροία[2]. Και τέλος όρισε τρεις μυριάδες φύλακες δικούς του πάνω σε όλη τη γη, «να επιβλέπουν το σωστό και το δίκαιο».
Στην «Οδύσσεια» ο Μενέλαος μαθαίνει από τον Πρωτέα ότι οι θεοί αποφάσισαν για αυτόν να μην τον αφήσουν να πεθάνει σαν κοινός θνητός στο παλάτι του, αλλά, όταν θα ερχόταν η ώρα του, να τον έστελναν στα Ηλύσια Πεδία, όπου κυβερνούσε ο Ραδάμανθυς και βρίσκονταν στα πέρατα της γης. Οι εκλεκτοί που είχαν το προνόμιο να βρεθούν εκεί περνούσαν μια ξένοιαστη ζωή (μετά θάνατον βέβαια), χωρίς να τους ταλαιπωρούν μήτε χιόνια μήτε βαρυχειμωνιές και νεροποντές. Οι απαλές πνοές του Ζέφυρου που έφταναν από τον Ωκεανό τους δρόσιζαν, χωρίς να τους παγώνουν. Άλλο χαρακτηριστικό των κατοίκων τους ήταν η αθανασία. Πολλοί γνωστοί ήρωες κατέληξαν στα Ηλύσια πεδία: Αχιλλέας (χρησιμοποίησε μάλιστα ως «μέσον» τη μητέρα του Θέτιδα), Κάδμος, Πηλέας κλπ. Η πίστη στα Ηλύσια Πεδία δεν είναι άσχετη με τα Νησιά των Μακάρων, απλά διαφέρουν στην γεωγραφική έκταση: στη μια έχουμε πεδιάδα και στην άλλη νησιά (ή νησί). Ανάλογα με τις προτιμήσεις του καθενός λοιπόν…
Βλέπουμε, επομένως, πως ο παράδεισος γίνεται πλέον η ανταμοιβή μιας ζωής σύμφωνα με τα κρατικά-πολιτισμικά, άρα και επιβεβλημένα, πρότυπα. Αποτελεί ένα κλειστό «club» για «μυημένους», δεν αφορά το σύνολο των ανθρώπων και η είσοδος σε αυτόν γίνεται έπειτα από πιστή και αναντίρρητη εφαρμογή των κρατικών ιδανικών. Επίσης οι αναφορές στον Άδη, την κόλαση των αρχαίων ελλήνων, είναι απείρως περισσότερες από αυτές είτε των Ηλυσίων Πεδίων είτε των νήσων των Μακάρων. Η τιμωρία δεν τελειώνει πλέον στην επίγεια ύπαρξη, αλλά παίρνει και μεταφυσικές διαστάσεις έξω απ’ το χρόνο. Τίθενται, ως θέσφατο, τα κρατικά ιδανικά. Αν τα εφαρμόσεις, ως κανόνες ζωής, θα σε δροσίζουν οι απαλοί Ζέφυροι, αλλιώς θα βγάζεις βόλτα τρικέφαλους σκύλους και θα κάνεις θερμά λουτρά, σε τεράστια καζάνια εις την αιωνιότητα…
Ο Ησίοδος στη «Θεογονία» (535) αφηγείται ότι, όταν οι θεοί και οι θνητοί διαχωρίστηκαν, γεννήθηκε η θυσία: επάνω οι θεοί, αιώνιοι, ανέγγιχτοι από τον θάνατο, ουράνιοι, προς αυτούς κατευθύνεται η φλόγα της θυσίας των ανθρώπων, που είναι από κάτω, θνητοί, εξαρτημένοι από την τροφή, προξενούντες τον θάνατο. Είναι χαρακτηριστικό ότι αυτοί οι παράδεισοι είναι μακριά, χαρίζονται σε εκλεκτούς ήρωες και τους προσφέρουν ό,τι έχουν οι θεοί στον Όλυμπο ή οι Υπερβόρειοι. Πέρα από τα ειδυλλιακά τοπία, όπου πουλιά κελαηδούν και ποτάμια ρέουν ήρεμα, ένας ήλιος φωτίζει μόνιμα, ζεσταίνοντας ευχάριστα και κανένας πόνος και θλίψη δεν εισβάλλει, ενώ οι κάτοικοί τους κάθονται και μιλούν για τα περασμένα ευχάριστα (χωρίς όμως και εκεί να ξεχνούν τις θυσίες στους θεούς), εκείνο που αξίζει να διακρίνουμε σε αυτούς τους παραδείσους είναι ότι αποτελούν οργανωμένες πολιτείες. Διατηρούν δηλαδή χαρακτηριστικά των πόλεων και της οργανωμένης θρησκείας. Αποτελούν την εξιδανικευμένη αντανάκλαση των επίγειων πολιτειών. Ακόμη και οι γιορτές έχουν τη μορφή συμποσίων. Αυτό μας θυμίζει τη λογική της «Ουτοπίας» του Τόμας Μωρ ή την Ατλαντίδα, που το ιδανικό τους είναι η άριστη διοίκηση και οργάνωση, διατηρώντας όμως τις συμβάσεις του πολιτισμού. Οπότε, αυτό τις καθιστά ιδεατές, στον κόσμο των ιδεών, που τόσο αγαπούσε και ο Πλάτων που μας πληροφορεί για τη δεύτερη (στον «Τίμαιο»). Θα μπορούσαμε να διακρίνουμε σε αυτές την αριστερή και κινηματική λογική, που συνδυάζει ιδανικές πολιτείες, στις οποίες διατηρείται το κράτος, αλλά ωραιοποιημένο με έναν μεταφυσικό τρόπο.
Μία κάπως ιδιαίτερη περίπτωση αποτελούν οι Υπερβόρειοι[3], οι οποίοι παρουσιάστηκαν και στους μύθους που συγγενεύουν με το «χρυσούν γένος». Για αυτούς, δεν είναι βέβαιο αν υπήρξαν ή αποτελούν μια αποκλειστικά φανταστική πολιτεία. Σύμφωνα με μια διαφορετική πηγή (τον Κακριδή) παρουσιάζονται να ζουν σε ένα οργανωμένο κράτος, με βασιλιάδες και θυσίες στους θεούς, στην ελληνική τους εκδοχή είναι στο βορειότερο άκρο του κόσμου και αγαπημένοι του Απόλλωνα. Αυτή η εκδοχή μοιάζει να είναι μεταγενέστερη, όπως την επεξεργάστηκε ο ελληνικός πολιτισμός, μέσα από τη μυθολογία του. Γενικά, περιγράφονται φιλειρηνικοί, χορτοφάγοι, φιλόθεοι και θρησκευόμενοι (ουσιαστικά όλοι ήταν ιερείς του ναού του Απόλλωνα και έψελναν συνέχεια ύμνους προς τιμήν του), ζώντας και αυτοί σε ένα πανέμορφο φυσικό τοπίο, με χαρές, γιορτές και τραγούδια, μέσα στους ήχους της λύρας και του αυλού. Είναι πολύ εντυπωσιακό ότι ζούσαν χίλια χρόνια και όταν έκριναν ότι χόρτασαν τη ζωή τους, έδιναν τέλος, πηδώντας από έναν ψηλό βράχο στη θάλασσα, στεφανωμένοι και γελαστοί, ύστερα από ένα πλούσιο συμπόσιο. Πέρα από τα αρκετά ιδιαίτερα στοιχεία αυτού του παραδείσου, τον εντάσσουμε κυρίως εδώ, γιατί παρουσιάζει πολλά κοινά με τα Ηλύσια Πεδία και τις Νήσους των Μακάρων.
Η Valhalla της νορβηγικής μυθολογίας πάλι είναι ένας στρατιωτικός παράδεισος (σημαίνει «η αίθουσα του σφαγιασθέντος»), όπου πηγαίνουν οι καλύτεροι πολεμιστές, για να βοηθήσουν τον Odin να αντιμετωπίσει τους γίγαντες. Η ύπαρξή της μαρτυρείται σε νορβηγικά έπη του 13ου αι. ν.χ (Edda). Είναι μια τεράστια, μαγευτική αίθουσα στο Asgard, όπου οι εκλεκτοί του Odin οδηγούνται από τις Βαλκυρίες. Εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με περιφραγμένο κήπο ούτε με μια απλή αίθουσα, αλλά με έναν χώρο αποτελούμενο από οπλισμό: η στέγη της ήταν φτιαγμένη από χρυσές ασπίδες, αντί για δοκούς είχε δόρατα και οι θύρες της ήταν τεράστιες, για να χωρούν να περνούν από αυτές γρήγορα 800 πολεμιστές. Μπροστά σε αυτή την αίθουσα βρίσκεται το χρυσό δέντρο και γύρω της κατοικούν διάφορα πλάσματα, όπως το αρσενικό ελάφι Eikpyrnir και η κατσίκα Heiοrun, που στέκονταν στην κορυφή της Valhalla, τρώγοντας τα φυλλώματα του δέντρου Laeraor. Ο παράδεισος αυτός αποτελούσε ένα είδος κέντρου εκπαίδευσης νεοσυλλέκτων, που θα ζήλευαν και οι αρχαίοι Σπαρτιάτες. Ακόμη και από αυτούς τους εκλεκτούς όμως, «διύλιζαν τον κώνωπα» και έμεναν μόνο όσοι περνούσαν τις σκληρές, απάνθρωπες δοκιμασίες. Όσοι «κόβονταν», στέλνονταν σε έναν δεύτερης κατηγορίας παράδεισο, στα χωράφια της βασίλισσας Freya, στο Folkvangr.
Οι πολιτισμένοι παράδεισοι, πέρα από το γεγονός της υπόσχεσης μιας καλύτερης ζωής, έχουν το στοιχείο του εκλεκτού. Δεν είναι παράδεισοι για τον καθένα, αλλά για τους εκλεκτούς, τους προικισμένους, όσους έκαναν τις απαιτούμενες θυσίες στους θεούς, νήστεψαν και πίστεψαν. Είναι για αυτούς που αξίζουν, σύμφωνα με τα κατασκευασμένα από την κυριαρχία κοινωνικά πρότυπα: καλός πολίτης, καλός πολεμιστής-ήρωας, καλός πιστός. Πληροί προϋποθέσεις, οι οποίες είναι ίδιες με την υπάρχουσα ζωή, όπως την υπαγορεύει ένα κράτος. Με αυτή την έννοια, είναι οι χαμένοι παράδεισοι, οι οποίοι μοιάζουν ή είναι απραγματοποίητοι στη γη με τον έναν ή τον άλλον τρόπο.
Μιλώντας για χαμένους παραδείσους, περνάμε σε μια άλλη σφαίρα, αυτή του χριστιανικού παραδείσου. Ο κήπος της Εδέμ είναι ένα εξαιρετικής ομορφιάς φυσικό τοπίο, θυμίζοντας τα Ηλύσια Πεδία και τις νήσους των Μακάρων, αλλά εξ αρχής έχει μια εγγενή ιδιαιτερότητα: ανήκει στο θεό. Αυτός έχει προκαθορίσει τους νόμους του και τη λειτουργία του. Το δέντρο της γνώσης είναι εκεί ούτως ή άλλως, από τη στιγμή που δημιουργείται ο Αδάμ και η Εύα. Η απαγόρευση είναι βασικό στοιχείο του παραδείσου και προϋποθέτει την παραβίαση· το μόνο που μένει είναι το πότε θα συμβεί αυτή. Είναι, θα μπορούσαμε να πούμε, το χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου. Η Εδέμ της ιουδαϊκής κοσμοαντίληψης δεν έχει καμία σχέση με το «χρυσούν γένος». εμπεριέχει το νόμο, την παραβίασή του, αλλά και την άνωθεν τιμωρία. Στους μύθους που ανήκουν στον κύκλο του «χρυσού γένους», για να το πούμε έτσι σύντομα, η πτώση από την ελεύθερη φυσική ζωή προήλθε από μια μεγάλη φυσική καταστροφή, που δεν αποδιδόταν στην τιμωρία ενός θεού, αλλά σε έναν κατακλυσμό[4]. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι ο κατακλυσμός πέρασε στην χριστιανική μυθολογία πάλι ως τιμωρία των παραβατών και σωτηρία των εκλεκτών, ένα είδος κάθαρσης του θεού, κάτι που δεν βρίσκουμε στους σχετικούς λατινοαμερικάνικους μύθους για παράδειγμα.
Ο χριστιανικός παράδεισος είναι βαθιά πολιτισμένος, ένα είναι το βασικό στοιχείο που τον κρατάει «αγνό»: ο Νόμος. Από κατασκευής του ο παράδεισος έχει πύλη εξόδου, γιατί γνωρίζει την απειλή της αμφισβήτησης. Σε αυτόν οι άνθρωποι είναι φτιαγμένοι για να αμαρτήσουν, όπως λέει η Τζίνα Πολίτη. Δεν υπάρχει επιλογή, ούτε το πότε είναι επιλεγμένο από αυτούς. Η στιγμή της εμφάνισης του φιδιού είναι και αυτή προεπιλεγμένη. Είναι ενδεικτικό ότι όσο πιο βαθειά εισχωρεί ο άνθρωπος στον πολιτισμό, τόσο κάποιος άλλος αποφασίζει για αυτόν, αλλά τόσο πιο πολύ νομίζει ότι είναι ελεύθερος, ακριβώς τη στιγμή που υποδουλώνεται περισσότερο. Παραβλέπει συνήθως το γεγονός ότι ο ίδιος ο πολιτισμός και η πολιτική που τον συγκρατεί σαν κόλλα είναι που στερούν τις επιλογές και την ελευθερία μας να αποφασίσουμε να κερδίσουμε τον «παράδεισο» που μας ταιριάζει εδώ και τώρα. Από όσα ήδη παρουσιάσαμε, από αναρχικής πλευράς διαπιστώνουμε ότι έχουμε επιλογή για έναν αληθινά ελεύθερο κόσμο σε αρμονία με τη φύση, ακόμη κι αν τώρα βρισκόμαστε μακριά από αυτόν. Αυτός ο κόσμος ήδη υπήρξε, δεν είναι μια υπόσχεση μιας άλλης ζωής. Μπορεί να έχει να κάνει με μια επί-στροφή, όχι οπισθοδρόμηση, γιατί η γραμμικότητα του χρόνου και η πρόοδος είναι πολιτισμική επινόηση, όπως έχουμε ξαναγράψει. Προτιμούμε να αντιλαμβανόμαστε τον χρόνο όπως, για παράδειγμα, οι Αβοριγίνες με τον ονειροχρόνο, όπου δεν υπάρχει παρελθόν-παρόν-μέλλον. Οι αντιλήψεις για έναν καλύτερο κόσμο ενέχουν την προϋπόθεση της γραμμικότητας, που θέλει να χτίσει μέσα στους τέσσερις τοίχους του πολιτισμού μια ζωή με δείκτες οικονομίας, αποδοτικότητας, πολιτικής σταθερότητας και κάθε είδους νόμο, που περιορίζει την αληθινή ελευθερία. Το λέει καλύτερα άλλωστε ο Αρθούρος Ρεμπώ (στο Βρώμικο αίμα) «Επιστήμη, είναι η κάθε νέα τάξις. Λοιπόν… βαδίζει ο κόσμος. Ευθεία στο ανεπιστρεπτί».
Είναι χαρακτηριστικό ότι οι πρωτόπλαστοι νιώθουν γυμνοί μετά το «αμάρτημα», ντρέπονται για αυτό που είναι, συνειδητοποιούν ότι είναι ανεπαρκείς, λίγοι, εκπίπτουν, χωρίς καμία αντίδραση. Πιστεύουν ότι αξίζουν όσα έπαθαν. Μόνο ο μιλτονικός παράδεισος («Απολεσθείς Παράδεισος») θα επαναφέρει ένα είδος αντίστασης στο θεϊκό κατεστημένο από τον ίδιο το Σατανά[5]5. Η εσωτερική μας ματιά, όταν αφήνεται ελεύθερη, αντανακλά το «χρυσούν γένος», όταν καταφέρνουμε να τρέφουμε μέσα μας ένα παιδί που μένει ζωντανό και μεγαλώνει παράλληλα με εκείνον τον άλλο κόσμο, που προστάζει να είμαστε «καθώς πρέπει», όπως ορίζει η κρατούσα άποψη, που όχι μόνο απαρνήθηκε, αλλά και περιφρόνησε την ελευθερία.
Η περιγραφή του «Χαμένου Παραδείσου» από τον Τζον Μίλτον σε μια τελείως διαφορετική εποχή μας βοηθάει να αντιληφθούμε την χριστιανική εκδοχή της «χρυσής εποχής». Ο χριστιανικός παράδεισος δεν είναι χαμένος για πάντα, είναι μια υπόσχεση για τους εκλεκτούς, δεν είναι απλώς μια ανάμνηση, αλλά και ένας στόχος για επουράνια ζωή, ένα στοίχημα που θέτει πολλούς περιορισμούς στο παρόν, προκειμένου να κερδηθεί το μεταθανάτιο μέλλον. Έτσι, δίνει άλλες διαστάσεις στην καθημερινότητα, τη διαποτίζει με κανόνες και νόμους, είναι εκεί για να θυμίζει ότι υπάρχει ο θεϊκός νόμος εδώ, ο οποίος είναι πανταχού παρών και τα πάντα πληρών. Το «αμάρτημα» δεν έγινε άπαξ, είναι διαρκώς επαναλαμβανόμενο, η ίδια η ύπαρξη γίνεται αμαρτία. Κάθε επιλογή γίνεται ενοχή και κυρίως η ίδια η ελευθερία είναι ενοχή: «οι ίδιοι όμως θέσπισαν για την εξέγερσή τους, κι όχι εγώ […] οι ίδιοι αμαρτήσανε ως εμπνευστές σε όλα, στην κρίση και στην εκλογή, κι ακόμη αμαρτάνουν. Έτσι τους διαμόρφωσα, ελεύθεροι να είναι κι έτσι να παραμείνουνε πρέπον είναι, ωσότου απ’ την αφεντοσύνη τους καταγοητευτούνε», λέει ο θεός για τους ανθρώπους («Απολεσθείς Παράδεισος», Βιβλίο 3). Ο χριστιανικός παράδεισος ουσιαστικά είναι η στρέβλωση της άναρχης κοινοτικής συμβίωσης από τους χριστιανικούς φακούς[6].
σύντροφοι για την Αναρχική απελευθερωτική δράση
Δημοσιεύθηκε στην αναρχική εφημερίδα ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ. 132, Νοέμβριος 2013
[1] Η ηθική εδώ έχει την έννοια του συλλογικού κώδικα συμπεριφοράς και δεν είναι ούτε θετικά ούτε αρνητικά φορτισμένη, αλλά για το ζήτημα της ηθικής θα χρειαζόταν τουλάχιστον ένα ξεχωριστό κείμενο.
[2] Κάτι έπρεπε να σκαρφιστούν οι δαιμόνιοι εξουσιαστές, όχι μόνο για να αιτιολογήσουν, αλλά να περιβάλουν και με ένα πέπλο αυταξίας, πολιτικού χρέους και ιδανικών, τις όλο και πιο αιμοσταγείς ανθρωποσφαγές που συνέβαιναν προς δόξα και χάρη τον εκάστοτε κρατιστών. Τι πιο ευφυές λοιπόν απ’ το να πείσεις τους εξουσιαζόμενους ότι το να ξεκοιλιάζουν, ο ένας τον άλλον, είναι πλέον το μαγικό εισιτήριο για τις ιδανικές πολιτείες της αιώνιας χαράς και ηδονής. Αν αργότερα(;) ανακάλυπταν βέβαια το μέγεθος της απάτης θα ήταν πολύ αργά…
[3] Το όνομά τους δηλώνει αυτούς που κατοικούν «επάνω από το βοριά», στην αντίθετη πλευρά από τους Αιθίοπες, που ζούσαν στη νοτιότερη. Η καταγωγή τους και η προέλευση του ονόματός τους είναι υπό συζήτηση. Κάποιοι υποστήριξαν ότι το β’ συνθετικό της λέξης σχετίζεται με το «βόρις», που συγγενεύει με το ιλλυρικό bora και το σλαβικό gora. Υπερβόρειοι, λοιπόν, ήταν αυτοί που κατοικούσαν πέρα από τα ψηλά βουνά, αυτό θα πει, στον ουρανό.
[4] Εξαίρεση αποτελεί ο αρχαιοελληνικός μύθος του Δευκαλίωνα και της Πύρρας, όπως ήδη προαναφέραμε, μιας και εμπεριέχει άφθονα πολιτισμικά στοιχεία.
[5] «Γεια σας, χωράφια χαρωπά, αγροί μακαρισμένοι, γεια σου αιώνια χαρά! Η φρίκη μας προσμένει! Ζήτω η φρίκη, ζήτωσαν οι κόσμοι της αβύσσου! Κόλαση δέξου τον τόν νέο κατακτητή σου!». Ακόμη όμως και στον «Απολεσθέντα Παράδεισο», ο «επαναστάτης» Σατανάς, στο τέλος, γίνεται απλώς αφέντης σε άλλους υπηκόους…
[6] Στο βιβλίο των Πασιά Γ.Κ. και Παντίδη Στ. «Ευρωπαϊκή διάσταση στην Εκπαίδευση», τ. 1. (2003), οι οποίοι για το συγκεκριμένο απόσπασμα παραπέμπουν στο έργο του Wintle M. «Culture and Identity in Europe. Perceptions of divergence and unity in past and present» αναφέρεται: «Καθ’ όλη την διάρκεια του Μεσαίωνα η αναπαράσταση της Ευρώπης αποτελούσε μέρος του θεολογικού σχήματος: Δημιουργία, Παράδεισος, Γη, κόσμος, όλα σε μια ισορροπία από τη δύναμη του Θεού. Αυτή η θεολογική μεταφυσική προσέγγιση εμφανίζεται σε χαρτογράφηση του 13ου αι. μ.Χ. Η Ιερουσαλήμ είναι το κέντρο του κόσμου, ο Χριστός φανερά κυρίαρχος του κόσμου και της Γης. Η τριμερής διάκριση παραμένει. Η Ευρώπη είναι στην κάτω αριστερή γωνία. Ο χάρτης περιέχει γεωγραφικές λεπτομέρειες, αλλά ο βασικός σκοπός είναι η επικράτηση της θεολογικής αντίληψης σχετικά με την τάξη του κόσμου».
(Συνεχίζεται)