Εμείς και οι Άλλοι
Διανύοντας ήδη μία δεκαετία οικονομικής ύφεσης, αλλά χωρίς κρίση, καθώς άκριτα επιλέγουμε και άκριτα σκεφτόμαστε ακόμη για όσα συνέβησαν και όσα επίκεινται, ένα από τα κεντρικά διακυβεύματα αυτής της περιόδου είναι το «Εμείς» και οι «Άλλοι». Αν παρατηρήσουμε λίγο καλύτερα, θα διαπιστώσουμε ότι αυτή η κεντρική διάκριση δεν είναι μονοδιάστατη αυτή την περίοδο, αλλά μάλλον πολυδιάστατη˙ μπορεί να εμφανίζεται ως «Διεθνιστές» εναντίον «Εθνικιστών», « (άκρο) Αριστεροί» απέναντι σε «(άκρο) Δεξιούς», «Έλληνες» και «Ξένοι», «Έλληνες» και «Τουρίστες», «Έλληνες που ζουν εδώ» και «Έλληνες που ζουν έξω». Η βασικός «διάλογος» αναλώνεται στον φόβο των εθνικιστών και φασιστών και στον τρόπο αποτροπής τους από την απόκτηση ισχύος.
Στα πλαίσια της «αποφυγής» ενός άκρου και των όποιων ενδεχόμενων κινδύνων συνεπάγονται, οι περισσότεροι στρέφονται στο «απέναντι». Τα δίπολα καθιέρωσαν νέες εξουσίες και ανέδειξαν και επισκίασαν το πραγματικό γεγονός· ότι η παγκοσμιοποίηση επελαύνει με οποιοδήποτε προσωπείο είναι απαραίτητο. Άλλοτε, χρησιμοποιεί τα φαντάσματα του παρελθόντος (φασισμός, ναζισμός) άλλοτε προβάλλει την ανάγκη της πολιτικής ορθότητας, η οποία επιχειρεί μία τομή στην ανθρώπινη σκέψη. Τομή με την κυριολεκτική σημασία της λέξης, δηλαδή σχάση, διχοτόμηση. Είναι γνωστό ότι μέσω της πολιτικής ορθότητας, ο εγκέφαλος εκπαιδεύεται να διαχωρίζει τις «ορθές» από τις «λάθος» λέξεις που θα χρησιμοποιήσει και αυτομάτως αυτό-καταστέλλεται. Εκπαιδεύει σιωπηρά τον εαυτό του με πολύ κόπο να ξεχνάει λέξεις και να τις αντικαθιστά με άλλες. Οι «κακές» ή «λάθος» σκέψεις επανέρχονται διαρκώς, αλλά –φευ!- πρέπει να κατασταλούν εν τη γενέσει τους.
Ο φόβος ότι μπορεί ο αδερφός, ο φίλος, το παιδί σου μπορεί να είναι επί παραδείγματι φασίστας, αλλά, ακόμη χειρότερα, ότι εσύ ο ίδιος μπορεί να έχεις το «μικρόβιο» του φασίστα-εθνικιστή φαίνεται να κυριαρχεί. Όλη η συζήτηση γίνεται για τη φύση του κακού και για το ποιος είναι ο φορέας του. Σε κάθε κοινωνία το επιτακτικό ερώτημα είναι αυτό ακριβώς· να εξιχνιαστεί η φύση του κακού. Δίχως, ασφαλώς, να θέλουμε μέσα σε ολίγες αράδες να αναπτύξουμε πολύπλοκα ζητήματα, θεωρούμε πως αυτό που εν γένει αναγνωρίζεται ως κακό υπάρχει με έναν τρόπο ούτως ή άλλως και βρίσκεται αναμεμειγμένο με το γενικότερα νομιζόμενο καλό. Ωστόσο, μια κοινωνία που χρειάζεται τη συνοχή της, έχει ανάγκη το κακό να συγκεντρώνεται στον «Άλλο». Διαφορετικά, δεν θα υπήρχε «Άλλος», δεν θα χρειαζόταν.
Αν κάποιος αναγνώριζε τον άλλο όπως τον εαυτό του, έβλεπε στους άλλους όσα βλέπει και στον εαυτό του, τότε θα συνδεόταν διαφορετικά με τον καθένα. Αυτό, όμως, δεν δύναται να συμβεί σε μεγάλες απρόσωπες κοινωνίες. Είναι φύσει αδύνατον. Σε κοινωνίες όπου όλα είναι απρόσωπα, όπου όλα είναι ξένα και έχουν τον χαρακτήρα του «άλλου», οι κοινωνίες χρειάζονται κατ’ επειγόντος το αλλότριο. Αν το αλλότριο αφεθεί στο φάσμα της αοριστίας, τότε αυτομάτως, οι κοινωνίες θα στραφούν στην ασφάλεια του «εμείς» και θα σπεύσουν στη συγκρότηση ταυτότητας. Το «Εμείς», όμως, προϋποθέτει και το «Άλλοι».
Η κοινωνία που βρίσκεται πλησίον του μηδενός και νιώθει την απειλή να απορροφηθεί από αυτό το μηδέν, διατρέχεται από αισθήματα πανικού. Επιχειρεί να επιβιώσει. Στην προσπάθεια να γλιτώσει από τον αφανισμό, πολλές φορές κάνει απεγνωσμένες κινήσεις. Η αναζήτηση ταυτότητας, όσον αφορά στην πολιτική, είναι ένα κεντρικό ζήτημα. Η παγκοσμιοποιημένη μεγα-κοινωνία αποτελεί μια μαύρη τρύπα που απορροφά την ετερότητα και επιβάλλει την ομοιομορφία. Την ίδια στιγμή, ωστόσο, διατείνεται ότι την υπερασπίζεται, για να μην τρομοκρατεί όποιον πέφτει στη χοάνη της. Οποιοσδήποτε μπορεί να δει καθαρά, αν το θελήσει, ότι το ερώτημα είναι παγκοσμιοποίηση ή βαρβαρότητα σήμερα.
Το ζήτημα δεν είναι πλέον τι σημαίνει παγκοσμιοποίηση, αλλά τι σημαίνει βαρβαρότητα. Η παγκοσμιοποίηση έχει πλέον προχωρήσει τόσο πολύ, που δεν χρειάζεται πολλές περιγραφές. Απαιτεί απλώς παρατήρηση. Εύκολα βλέπει κανείς ότι οι δύο πυλώνες της παγκοσμιοποίησης –ο παγκόσμιος ιστός και οι σύγχρονες τεχνολογίες σε σύνδεση με το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα- δομούν μεθοδικά μια πραγματικότητα, από την οποία κανείς μας δεν μπορεί να ξεφύγει κατά το μάλλον ή ήττον, εφόσον δεν ζει απομονωμένος και αποκομμένος από τα πάντα.
Πλέον, η παραμικρή μας κίνηση, μια απλή τηλεφωνική κλήση, μια οποιουδήποτε είδους συναλλαγή προϋποθέτει ότι θα περάσει από το «κόσκινο» της παγκοσμιοποίησης. Από τη γέννησή μας, βρισκόμαστε υπό την επιρροή όλο και πιο ισχυρών δυνάμεων, που δεν αφήνουν κανένα περιθώριο πραγματικής προσωπικής ανάπτυξης. Ουσιαστικά, βιώνουμε έναν ευνουχισμό σκέψεων, συναισθημάτων και κινήσεων.
Όχι μόνο η επίσημη εκπαίδευση, αλλά και ευρύτερα ο τρόπος που προσλαμβάνουμε τη γνώση –αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε άτυπη ή κοινωνική γνώση ή ανατροφή- όσο κι αν νομίζουμε ότι εναπόκειται σε προσωπικές επιλογές, εξαρτάται όλο και περισσότερο από την πολιτική ορθότητα της παγκοσμιοποιημένης σκέψης. Έτσι, σήμερα, ένα παιδί σε μεγάλο βαθμό αποκτά τις άτυπες γνώσεις του από τις μηχανές, αλληλοεπιδρά με μηχανές και αναπτύσσει μια μηχανιστική συλλογιστική για αυτό που ως ενήλικας θα ονομάζει πραγματικότητα. Οι σχέσεις του, καθώς μεγαλώνει επίσης καλλιεργούνται σε μια μηχανιστική βάση, όπου το δούναι και λαβείν είναι πολύ συγκεκριμένα. Οι άλλοι είναι για να μας ικανοποιούν και για να τους ικανοποιούμε. Όσο αυτή η συνθήκη πληρείται, τόσο διαρκούν οι σχέσεις – φιλικές, ερωτικές, εργασιακές. Ο άλλος έχει χρησιμότητα. Το ίδιο, όμως, συμβαίνει και για τον εαυτό μας. Είμαστε και θα έπρεπε να είμαστε εξίσου χρήσιμοι για τους άλλους. Γι’ αυτό, χρειάζεται να διατηρούμε σαν καινούρια τη μηχανή μας, ακόμη κι όταν πάει να παλαιώσει.
Το σώμα και το πνεύμα μας πρέπει να είναι παραγωγικά και χρήσιμα. Δεν πρέπει να είμαστε απλώς χρήσιμοι για τη δουλειά μας –αυτό το όριο το ξεπεράσαμε προ πολλού, όσο κι αν διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους οι κάθε λογής συνδικαλιστήριοι- απαιτείται να είμαστε καλές μηχανές για τα παιδιά και τους συντρόφους μας, για τους φίλους μας και τους γονείς μας. Αργά ή γρήγορα, ερχόμαστε αντιμέτωποι με τη θέση που μας κράτησε η παγκοσμιοποίηση στο έργο που έχει ονομάσει «πραγματικότητα».
Το καλούπι είναι έτοιμο και μας περιμένει. Εμείς δεν έχουμε παρά να λιώσουμε και να χυθούμε μέσα σε αυτό. Έτσι, θα είμαστε τέλειοι. Καμιά απέκκρισή μας δεν θα μυρίζει και δεν θα ενοχλεί, καμιά ατέλεια δεν θα ψεγαδιάζει τα τέλεια σώματά μας. Κανένα εμπόδιο δεν θα σταματάει τα τέλεια μυαλά μας. Η ψυχή και τα συναισθήματα είναι όλο κι όλο ζήτημα διαχείρισης. Όπως μαθαίνουμε να διαχειριζόμαστε τις επιχειρήσεις μας, άλλο τόσο επιτυχώς μαθαίνουμε να διαχειριζόμαστε τα συναισθήματά μας. Αυτό άλλωστε πρεσβεύει το νέο μοντέλο ωριμότητας. Τα σπασμωδικά και άτεχνά συναισθήματα είναι ένδειξη ανωριμότητας. Αλλά βέβαια, υπάρχει λύση και για αυτούς που δεν είχαν την «εξυπνάδα» να αυτό-κατασταλούν· ψυχανάλυση ή ψυχοθεραπεία. Τελικά ψυχοθεραπεία σημαίνει θεραπεία της ψυχής ή θεραπεία από την ψυχή;
Ωστόσο, φαίνεται ότι κάτι δεν πάει ακριβώς όπως προγραμματίζεται. Όσο ο άνθρωπος είναι απασχολημένος με το να μετατρέπει τον εαυτό του σε μηχανή, κάνει την εμφάνισή της η βαρβαρότητα. Ήρθε, λοιπόν, η ώρα της να οριστεί. Αυτό το καίριο ερώτημα του ποιητή «τι θα απογίνουμε χωρίς βαρβάρους;» χάνει παντελώς την ειρωνική χροιά του. Κάθε κοινωνία, αλλά και κάθε άνθρωπος εμπεριέχει τη βαρβαρότητα. Η βαρβαρότητα είναι στη φύση και δεν είναι τόσο αθόρυβη, για να μπορεί να κάθεται ήρεμη κάτω από τον τάπητα, όπου την υποκρύπτουμε επιμελώς με κάθε μας ξύπνημα.
Ο βάρβαρος κρύβεται κάτω από τη γλώσσα μας, μέσα στα σχόλιά μας, πίσω από το βλέμμα μας, μέσα στην ανάσα μας. Κάθε μέρα είναι εκεί και μας χαμογελάει στον καθρέφτη. Και μάλιστα όχι σαρδόνια και τρομακτικά, αλλά μάλλον ανόητα και άτεχνα. Μάλλον χοντροκομμένα. Τα χέρια του μάς στρέφουν το κεφάλι απότομα στις αρχέγονες ρίζες μας. Μας υπενθυμίζει ότι οι λέξεις εμπεριέχουν βρισιές, ότι οι κινήσεις δεν είναι όλες όπως θα έπρεπε, ότι είμαστε άνθρωποι και γι’ αυτό όχι όπως θα έπρεπε.
Φέρουμε από την γέννησή μας –καθώς, προς το παρόν, δεν μας κατασκευάζει κάποιο εργοστάσιο, αν και όλο και περισσότεροι πια κατασκευαζόμαστε σε κάποιο εργαστήριο- το ανθρώπινο, δηλαδή το απρόβλεπτο. Είμαστε ικανοί για το καλύτερο και το χειρότερο. Είμαστε εμείς και οι άλλοι συγχρόνως. Η βαρβαρότητα δεν είναι κάπου εκεί έξω ούτε είναι δουλειά της πολιτικής και της ψυχιατρικής να τη διαχειριστεί. Η βαρβαρότητα είναι όλη δική μας και χρειάζεται απλώς να την κοιτάξουμε· είναι η καύσιμη ύλη της ανθρωπιάς μας. Είναι παντού γύρω μας στη φύση. Η καταστολή της βάρβαρης φύσης μας δεν μας φέρνει ελευθερία, αλλά αυτό-καταστολή.
Όλες αυτές οι μορφές αυτό-βελτίωσης μετατρέπουν τον βάρβαρο σε τέρας. Δεν χρειάζεται να γίνουμε καλύτεροι, αλλά να απελευθερωθούμε. Η ελευθερία είναι μια παρατήρηση που περιλαμβάνει τη βίωση του εαυτού μας ως παρόντος παντού και πάντα. Η ελευθερία είναι ότι είμαστε τώρα εδώ κι όχι κάποιοι άλλοι, κάπου αλλού, σε ένα μακρινό μέλλον ή παρελθόν. Εμείς είμαστε οι άλλοι.
σύντροφοι για την Αναρχική απελευθερωτική δράση
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Διαδρομή Ελευθερίας», τον Σεπτέμβριο του 2019 (φύλλο 196)