Περί τοῦ ὁρισμοῦ τῆς γλώσσης καί ἀκαταλλήλων λέξεων (Μέρος Α΄)
Καράμπωσα τό βούλινο διράνι
Σάν ἄλιφο τουνέσι πού κιράνει…
Ναπολέων Λαπαθιώτης
Εἶναι πολλά τά ζητούμενα τά ὁποῖα καλούμεθα νά διερευνήσωμεν ἀναφορικῶς μέ τό ὑπό εξέτασιν θέμα τῆς γλώσσης. Ὑπάρχει πάντοτε ἡ δυνατότης τῆς ἐπεκτάσεώς τους ἤ τῆς συρρικνώσεώς τους κατ’ ἀναλογίαν τῆς ἐκτάσεως καί τῆς ὀπτικῆς ὑπό τήν ὁποία θά θελήσωμε νά προσεγγίσωμεν τό ἐν λόγῳ θέμα. Ἐν πάση περιπτώσει, τό ζητούμενο εἶναι ἡ ὀρθή καί ἀκριβῆς διατύπωσις τῶν ὅσων ἐπιθυμοῦμε νά τύχουν τῆς προσοχῆς καί τοῦ προβληματισμοῦ τῶν ἐνδιαφερομένων.
Μία βασική προϋπόθεσις, ἡ ὁποία τίθεται, συνήθως, εἶναι ὁ προσδιορισμός τῆς γλώσσης. Συνακόλουθα ἔρχεται ὁ καθορισμός τοῦ ἐνδιαφέροντος πού παρουσιάζει. Ἐδῶ, καλούμεθα νά διαπιστώσωμεν τόσον τό ἐνδιαφέρον ἀπό γενικῆς ἀπόψεως ὅσον καί σέ σχέσιν μέ τήν ἀναρχική σκέψιν, δρᾶσιν καί προοπτικήν.
Εἶναι χρήσιμη ἡ γλῶσσα γιά τήν ἀπελευθερωτική διεργασία; Ἄν ναί, τότε ποία εἶναι ἡ ἀναγκαία συνθήκη, πού διευκολύνει τήν ἀνάδειξιν τῆς ἀπελευθερούσης διαστάσεώς της;
Αὐτά εἶναι ὡρισμένα ἀπό τά ἐρωτήματα τά ὁποῖα χρειάζεται νά ἀπαντῶνται, ὥστε νά γίνονται σαφεῖς οἱ ὁρίζοντες καί τά πεδία πού ὁδηγοῦν πρός τήν ἀναρχία.
Ἔχομεν, ἤδη, ἀναφερθεῖ εἰς τά ἰδιαίτερα δεδομένα τά ὁποῖα συνέβαλον εἰς τήν δημιουργίαν ἑκάστης τῶν γλωσσῶν. Μέσα ἀπό αὐτά ἀναδεικνύεται τό γεγονός ὅτι ἡ γλῶσσα εἶναι δημιούργημα καί ὡς ἐκ τούτου ἀντιδιαστέλλεται ὡς προς τό κατασκεύασμα.
Ἐν προκειμένῳ, στό κατασκεύασμα εἶναι γνωστοί καί περιορισμένοι, τόσον ὡς πρός τάς δυνατότητάς τους ὅσον καί ὡς πρός τόν ἀριθμόν τους, αὐτοί οἱ ὁποῖοι θά φέρουν εἰς πέρας ἕνα συγκεκριμένο ἔργο. Ἐν προκειμένῳ, ἡ κατασκευή ἑνός πύργου θά ἀπαιτήση τήν ὕπαρξιν ἑνός συγκεκριμένου χώρου, ὁ ὁποῖος θά ἀνήκη σέ κάποιον ἤ κάποιους. Θά ἀκολουθήση ὁ σχεδιαστής, οἱ οἰκοδόμοι καί οἱ μηχανικοί, οἱ διάφοροι ἐργάται, οἱ τεχνικοί, οἱ διακοσμηταί καί οἱ συντηρηταί. Ἐνδεχομένως νά χρειασθοῦν καί ὡρισμένα ἀκόμη ἄτομα διά συγκεκριμένας ἐπί πλέον ἐργασίας καί τό ἔργον θά περατωθῆ ἐντός ὡρισμένου χρονικοῦ διαστήματος.
Στό δημιούργημα, ἀντιθέτως, οἱ συντελεσταί εἶναι πάρα πολλοί μή σχετιζόμενοι ἀποκλειστικῶς μέ συγκεκριμένα εἴδη ἤ κατηγορίας, τόσον τοπικῶς ὅσον καί χρονικῶς. Μπορεῖ, ἐπί παραδείγματι, νά μετρήση κάποιος πόσα χρόνια ἐχρειάσθησαν ὥστε νά γίνει δυνατή ἡ σύνθεση τῶν φθόγγων ποῦ ὁδήγησαν στό νά ἐκφρασθῆ ἡ λέξις ἐγώ; Εἶναι εὔκολο νά περιγραφοῦν καί νά προσδιορισθοῦν ὅλοι οἱ συντελεστές μέχρις ὅτου ἐπέλθει τό ὡς ἄνω ἀποτέλεσμα καί ἐν συνέχεια αὐτό νά σχηματοποιηθῆ διά τῆς γραφῆς ὡς μία εἰκών;
Ἔχει εἰπωθεῖ, ὅτι ἡ διαμόρφωσις μίας γλώσσης εἶναι προϊόν συνθέσεως ὅλων τῶν ψυχικῶν, πνευματικῶν, βιολογικῶν καί περιβαλλοντολογικῶν συνθηκῶν αἱ ὁποῖαι συνέτειναν, σύν τῷ χρόνῳ, στήν ἠχητικήν ὁλοκλήρωσιν τῶν φθόγγων σέ λέξεις. Ἐπακολούθησεν ἡ καλλιέργεια ὅλων αὐτῶν διά τῆς παρατηρήσεως, κατανοήσεως καί τῆς, ἐν λογικῇ σειρά, τοποθετήσεώς τους οὕτως ὥστε νά ἐκπληρώνεται ὁ στόχος τῆς συνεννοήσεως τόσον μεταξύ μεμονωμένων ἀτόμων ὅσον καί μίας ἤ περισσοτέρων ὁμάδων, κοινοτήτων κ.λπ. Ἔχομεν, φέρ’ εἰπείν, ἕνα ἐξωτερικόν αἰσθητικόν ἐρέθισμα (ὁράσεως, ἀκοῆς κ.ο.κ.), αὐτό ἐν συνέχειᾳ ἐκδηλοῦται ἠχητικῶς μέ κάποιον φθόγγον μέ σκοπόν ἀφ’ ἑνός τήν ἔκφρασιν καί ἀφ’ ἑτέρου τήν μετάδοσιν, ὥστε νά κατανοηθῆ καί νά ἐννοηθῆ ἀπό ἄλλους, νά ἐντυπωθῆ, δηλαδή, εἰς τόν νοῦν τῶν ὑπολοίπων ἀνθρώπων πού συμβιοῦν μέ τόν/τούς ἀρχικῶς ἐκφράσαντα/ας τόν φθόγγον, ὑπό τήν προϋπόθεσιν ὅτι ἰσχύει καί δι’ αὐτούς ἀντίστοιχος ἐμπειρία. Εἶναι προφανές πώς μέχρις ὅτου ἕκαστος δυνηθεῖ νά ἐκφρασθῆ ἔχει προηγηθεῖ μία ἐπίμονος, ἐπίπονος καί μακροχρόνιος προσπάθεια τόσον ἐκ μέρους του, ὅσον καί ἐκ τῶν σύν αὐτῶ. Ὡς ἐκ τούτου, ἡ γλῶσσα, εἶναι τό ὕψιστον σημεῖον, διά τοῦ ὁποίου ἐκδηλώνονται αἱ κοιναί, μεταξύ τῶν ἀνθρώπων, νοητικαί ἐπεξεργασίαι πού συνθέτουν τήν συνεννόησιν.
Ἕνα ἄλλο παράδειγμα ἀφορᾶ τήν κατανόησιν τῶν ἤχων πού ἐκδηλώνουν τά διάφορα ζῷα. Οἱ ἦχοι ἤ κρότοι αὐτοί καθώς καί ἄλλοι παρόμοιοι γίνονται, σύν τό χρόνω, εὐδιάγνωστοι, ὥστε κάλλιστα ἓν ζῷον ἀκόμη καί ὅταν δέν βλέπη τό ἄλλο καί ἀκούη ἀπό τό στόμα του τόν κρότον εκ, ἐννοεῖ ὅτι τοῦτο κάμνει ἐμετόν (ἐμέσει). Ἀλλά, δέν χρειάζεται νά περιπλανηθῶμεν στά ἄπειρα παραδείγματα, τά ὁποῖα εἶναι δυνατόν νά παρατεθοῦν.
Εἶναι βέβαιον ὅτι ὅλαι αὐταί αἱ καταστάσεις συναρτῶνται μέ πολλούς ἀκόμη συντελεστάς, ὅπως εἶναι ἡ μεταβολή τῶν ὄρων διαβιώσεως (π.χ. ἀπό νομαδικό σέ ἀγροτικό πού σημαίνει τήν μόνιμον ἐγκατάστασιν ἐντός ὁρισμένης τοποθεσίας), ὅπου εἶναι δυνατή ἡ ἀνέλιξις τῶν φυσικῶν καί πνευματικῶν δυνατοτήτων τῶν ἀνθρώπων ἤ, ἀντιθέτως, ὅπου αὐταί παρεμποδίζονται καί ἀλλοιώνονται ἐξ αἰτίας παραγόντων, οἱ ὁποῖοι ἐμφανίζονται εἴτε ἐξ ἐσωτερικῶν λόγων εἴτε ἀπό ἐξωτερικάς ἐπεμβάσεις.
Συνεπῶς καί διά νά μήν μακρυγορήσωμεν, ἕνας ὁρισμός τῆς γλώσσης δέν εἶναι τόσον ἁπλός, ὅθεν καί ἡ δυσκολία συμφωνίας (πόσο μᾶλλον ὅταν παρεισφρέουν κακόβουλες προσπάθειες) καί ἀπό κοινοῦ ἀποδεκτῆς μίας ὅσον τό δυνατόν πλήρους καί κατανοητῆς διατυπώσεως.
Οἱ ἐπιχειρούμενοι ὁρισμοί, πολλές φορές, ὄχι μόνον δέν ἀποτελοῦν εἰλικρινήν προσπάθειαν ἀποδόσεως ὡς πρός τί ἀκριβῶς ἐννοεῖται, ὁσάκις γίνεται περιγραφή τῶν συστατικῶν πού συναποτελοῦν τήν γλῶσσαν, ἀλλά τεχνηέντως γίνεται συσχετισμός –ἄν ὄχι ταύτισις– μέ τόν κώδικα.
Ἄς λάβωμεν, παραδειγματικῶς, ἕναν ὁρισμόν: «Γλῶσσα λέγεται τό σύνολο τῶν λέξεων πού μέ συγκεκριμένους κανόνες συνδυασμῶν (σύνταξη) καί μεταβολῶν (κλίση) μεταχειρίζεται ἕνας λαός, γιά νά συνεννοηθεῖ ἤ νά ἐκφράσει ἐκεῖνο πού σκέφτεται, βλέπει, ἀκούει κ.τ.λ. Εἶναι ἕνα λαϊκό δημιούργημα, ἕνας κώδικας, ἕνα μέσο ἤ ὄργανο ἔκφρασης πού ἔφτιαξαν οἱ ἄνθρωποι προκειμένου νά συνεννοοῦνται μεταξύ τους καί νά φανερώνουν τά αἰσθήματα καί τή σκέψη τους».[1]
Εὐκόλως ἀντιλαμβάνεται ὁ κάθε ἕνας ὅτι ἐδῶ ὑπάρχει σύγχυσις μεταξύ τοῦ ὀρθοῦ (συννενόησις, ἔκφρασις, σκέψις) μέ τήν ἀντίθεσιν πού συνεπάγεται ἡ παράθεσις τῶν ἐννοιῶν δημιουργία ἀφ’ ἑνός και κατασκευή/κῶδιξ ἀφ’ ἑτέρου. Ἐπί προσθέτως, εἶναι δυνατόν νά εἰπωθῆ πώς ἄλλον εἶδος εἶναι ἡ ἁπλότης καί ἄλλον ἡ ἁπλοϊκότης, ἀρκεῖ καί στίς δυό περιπτώσεις νά μήν καταπατεῖται μέ βαναυσότητα ἡ νοημοσύνη. Εἴμεθα ὑποχρεωμένοι νά εἴπωμεν πώς ἐν προκειμένῳ ἰσχύει ἡ λαϊκή ρῆσις «ἄρτζι, μποῦρτζι καί λουλάς», διότι ὅταν τοποθετοῦνται εἰς ἕναν σάκκον ἀντικρουόμεναι ἔννοιαι, τότε ἀναδεικνύεται ὁ ἦχος τῆς κενότητος, ἡ ὁποία ἀναζητᾶ ἐπίφασιν πληρότητος διά τῆς θέσεως εἰς ἐφαρμογήν τῆς διαδικασίας φύρδην μίγδην.
Στήν πραγματικότητα ἡ ἐργασία εἰς τήν ὁποία καλεῖται νά συμμετάσχη ὁ ἀσχολούμενος μέ τήν γλῶσσαν εἶναι νά παρατηρήση, νά κατανοήση καί νά ἐξηγήση τούς κανόνες πού μέσα ἀπό μίαν ἐσωτερικήν δυναμική τοῦ ἀνθρώπου συνέτειναν στήν διαμόρφωσιν καί ἐξέλιξιν μίας γλώσσης· νά συμβάλουν στή ἀποτροπήν φραστικῶν παρεκτροπῶν καί λεκτικῶν ἀσυναρτησιῶν προβαίνοντες εἰς τήν διδαχήν τῶν κατανοηθέντων κανόνων.
Ὡς ἐκ τούτου, εὑρίσκεται εἰς τάς ἁρμοδιότητας τῶν γλωσσολόγων ἡ παραίνεσις –παραδείγματος χάριν– διά τήν διόρθωσιν τῆς λέξεως παρεισφρύω μέ τήν ὀρθήν παρεισφρέω, δέν εἶναι, ὅμως, ὑπόθεσις τους ἡ κατασκευή κανόνων διά τῶν ὁποίων ἐπιβάλλεται ἡ χρῆσις καταλήξεων, φράσεων καί διατυπώσεων στό ὄνομα μίας, συνήθως, ἀνύπαρκτης αὐθεντίας καί ἡ κατάργησις, κλίσεων, ἐγκλίσεων, πτώσεων καί καταλήξεων. Οὔτε βεβαίως νά προσφεύγουν εἰς τήν ἀκατάστατον χρῆσιν λέξεων καί ἐννοιῶν ἀποσκοποῦντες σέ ἑλιγμούς, ὡσάν τούς πολιτικούς, ὁσάκις εὑρεθοῦν εἰς δύσκολον θέσιν.
Ἐν ὀλίγοις, οἱ γλωσσολόγοι ὀφείλουν νά ἐρευνήσουν τό τί καί τό πώς, νά ἀνεύρουν τόν ἐσωτερικόν μηχανισμόν καί λογικήν μέσα ἀπό τήν διαπίστωσιν διεργασιῶν, αἱ ὁποῖαι ἐνεργοῦν ὁμοιομόρφως, νά κατανοοῦν τούς έν εξελίξει φυσικούς κανόνας πού ὁδήγησαν εἰς τήν συγκρότησιν ἑκάστης λέξεως καί ὄχι νά κατασκευάζουν κανόνας καί λέξεις κατά παραγγελίαν τῶν κυρίαρχων, ἀλλοιώνοντες ὅσα ἐκ τῶν πραγμάτων ἔχουν διαμορφωθεῖ καί ἰσχύουν γλωσσικῶς διά μέσου αἰώνων.
Αἱ ἀξίαι τῆς «δημοτικῆς»
Εἶναι γνωστόν ὅτι ὑπῆρξεν καί ὑπάρχει ἐπίμονος προσπάθεια νά ἀποδοθοῦν ἀξίαι καί χαρακτηριστικά εἰς τήν «δημοτικήν», τά ὁποία δέν ὑφίστανται. Πρός τούτω, κάποιοι θά ἀνατρέξουν νά βροῦν μίαν ταλαίπωρον καί φθαρμένην διατύπωσιν εἰς κάποιαν διάλεκτον ὑποχωρίου ἐπαρχίας τινός γιά νά ἀποδείξουν πόσον ζωντανή καί πλουσία εἶναι αὐτή ἡ ἐκτεταμένη διάλεκτος πού ἀποκαλεῖται δημοτική ἤ πόσον σχετίζεται μία εὐτελισμένη λέξις μέ κάποιαν τῆς ἀρχαίας ή τῆς καθαρευούσης ὥστε νά τήν παρουσιάσουν ὡς σύγχρονον μετεξέλιξίν της.
Πολλά κωμικοτραγικά μποροῦν νά ἀναφερθοῦν σέ σχέσιν μέ τήν κατανόησιν τῶν λέξεων πού ἀκούονται ἤ γιά τήν προέλευσίν τους. Καταλαμβάνει, ἐν τούτοις, ἰδιαιτέραν θέσιν ἡ παρανόησις πού προκύπτει λόγω τῆς εἰσβολῆς τῆς «πλουσίας» δημοτικῆς. Ἔτσι, στούς νόες καί στίς ἐκφράσεις τῶν ἀνθρώπων δέν εἶναι λίγες οἱ περιπτώσεις ὅπου ἡ Λυδία λίθος ταυτίζεται μέ τόν θεμέλιον λίθον. Ὅσον καί ἄν ὑπάρξη ὁ ἰσχυρισμός πώς αὐτά θά ἠδύναντο νά διορθωθοῦν μέ τήν πλήρη ἐπαναφορά τῆς διδασκαλίας τῶν ἀρχαίων ἑλληνικῶν καί τῆς καθαρευούσης, ἡ πραγματικότης εἶναι διαφορετική. Διότι μία τέτοια ἐπαναφορά προϋποθέτει διδάσκοντες ἱκανούς, γνῶστες καί δημιουργικούς, ἐπειδή, εἶναι διαπιστωμένον πώς ἡ ἀνικανότης καί ἡ ἀδιαφορία τῶν διδασκόντων εἶναι ἕνας ἀπό τούς συντελεστάς οἱ ὁποῖοι ἐστήριξαν τό «ἐπιχείρημα» τῆς «νεκρᾶς γλώσσης». Εἶχεν, ἐπίσης, προηγηθεῖ ἡ ἀλαζονεία τῶν ὑπερασπιστῶν τῆς καθαρευούσης ἡ ὁποία συνηντήθη μέ τόν φανατισμόν τῶν δημοτικιστῶν. Ἀμφότεροι, ὅμως, ἔπλεαν (πλήν φωτεινῶν ἐξαιρέσεων) σέ πελάγη ἀμαθείας.
Εἶναι πάντως χαρακτηριστική ἡ ἔκστασις, ἡ ὁποία καταλαμβάνει τούς «δημοτικιστάς», ὅταν ἀναφέρονται στήν «γλῶσσα τοῦ λαοῦ». Ἀναμφιβόλως, ἡ «γλῶσσα» αὐτή ἔχει ὑποστεῖ τεραστίαν πίεσιν καί φθοράν ὄχι μόνον ἀπό τήν ἀπό αἰώνων ὑποταγήν εἰς τήν ἄγνοιαν καί τήν ἀμάθειαν, ὥστε ἄν δέν ὑπῆρχαν αἱ βαθεῖαι ρίζαι τῆς ἀρχαίας καί μετέπειτα τῆς καθαρευούσης, τήν σήμερον ἡμέραν οἱ δυνατότητες συνεννοήσεως θά ἦσαν πενιχραί.[2]
Εἶναι διαπιστωμένον ὅτι ἡ καθαρεύουσα εἶναι γλῶσσα πού ἔχει τύχει ἐπεξεργασίας αἰώνων ἄν ὄχι χιλιετιῶν. Ἀκόμη καί ἄν ὡδηγούμεθα εἰς τό σημεῖον νά ἀρνηθῶμεν τήν ἀλήθειαν καί νά δεχθῶμεν ὅτι ἡ γλῶσσα εἶναι προϊόν κατασκευῆς, τότε θά πρέπει νά ἐξυμνήσωμεν τά λαμπρά αὐτά ἀνθρώπινα πνεύματα τά ὁποῖα ἠμπόρεσαν νά φέρουν τήν καθαρεύουσαν στό σημεῖο ὅπου ἐγγίζει τά ὅρια τῆς τελειότητος. Ποῖος εἶναι ὁ λόγος, ἑπομένως, διά τόν ὁποῖον θά ἔπρεπε νά ἐγκαταλείψωμεν αὐτήν τήν γλῶσσαν; Ὄχι πάντως τό «πεπερασμένον» της, οὔτε κάποιας μορφῆς ἀδυναμία της στό νά ἐμπλουτίζει τόν καθημερινόν γλωσσικόν καί μή βίον. Ἑπομένως, εἶναι ἡ βάσις πάνω στήν ὁποία εἶναι δυνατόν νά ἀναπτυχθῆ μία νοήμων κοινότης ἀνθρώπων. Εἶναι ἴσως καί ἕνας ἀπό τούς λόγους γιά τούς ὁποίους ἐδέχθη τόσον ἔντονον πολεμικήν.
Ἐδῶ ὀφείλομεν νά ἀναδείξωμεν ἕνα λάθος τῶν ὑπερασπιστῶν τῆς καθαρευούσης. Ὑπέπεσαν εἰς τήν παγίδαν ἑνός πολέμου ἐναντίον ἑνός ἡμιτελοῦς γλωσσικοῦ ἰδιώματος, ὅπως ἦταν ἡ «δημοτική». Αὐτή ἡ πολύχρονος κατάστασις ἐζημίωσεν τόσον αὐτήν τήν πλήρην καί πλουσίαν γλῶσσαν ὅσον καί τήν «δημοτικήν», πού ὑπέστη βαρβάρους ἐπεμβάσεις ἀπό τούς διαφόρους τεχνικούς τῆς γραμματικῆς πού ἀνόρθωσαν τείχη ἐμποδίζοντες τήν ἐξέλιξίν της, ἡ ὁποία θά μπορέση νά ἐπέλθη μόνο μέ τήν παιδείαν καί καλλιέργειαν τῶν ἀρχαίων ἑλληνικῶν καί τῆς καθαρευούσης.
Συσπείρωσις Αναρχικῶν
[1]. Α. Γ. Κρασανάκης, Ἐπιστημονική Γλωσσολογία.
[2]. Ἄς ἐνθυμηθῶμεν τήν κωμῳδίαν τοῦ Βυζαντίου μέ τά «πλιάτσκα», «μάτσκα», «κουράδια», κ.λπ.