Περί τοῦ ὁρισμοῦ τῆς γλώσσης καί ἀκαταλλήλων λέξεων (Μέρος Β΄)

Περί τοῦ ὁρισμοῦ τῆς γλώσσης καί ἀκαταλλήλων λέξεων (Μέρος Β΄)

Ἡ πτῶσις τῆς γλώσσης

Αἱ γλῶσσαι ἀναπτύσονται ἀπό τάς κοινότητας τῶν ἀνθρώπων μόνον εἰς συνθήκας ἐλευθερίας. Ἑπομένως ὅλα ὅσα λέγονται περί τῆς «δημοτικῆς» δέν εὐσταθοῦν διότι αὐτή ἔζησεν καί «ἀνεπτύχθη» κάτω ἀπό συνθήκας σκλαβιᾶς. Ἀντιθέτως, θά πρέπει νά παραδεχθῶμεν ὅτι ἡ καθαρεύουσα ἐπέζησεν καί ἐξελίχθη ἀπό μειοψηφίας αἱ ὁποίαι εἶχον περισσότερον χῶρον ἐλευθερίας καί καλλιεργείας τῆς γλώσσης ἀπ’ ὅσον ὁ ὑπόδουλος πληθυσμός τοῦ ἑλλαδικοῦ χώρου.

Ἐάν κάποιος θά ἔπρεπε νά ἐπιλέξη ἀνάμεσα σέ μίαν ὁλοκληρωμένη γλῶσσα καί σέ ἕνα ἡμιτελές σύνολο γλωσσικῶν ἰδιωμάτων εἶναι φανερόν τί θά ἐπέλεγε. Ἀντιθέτως, μετά ἀπό πολύχρονον φθοροποιόν διαδικασίαν καί μέ ἀφορμήν τήν δικτατορίαν τῆς 21ης  Ἀπριλίου 1967, ἐκαλλιεργήθη σκοπίμως ἡ ἀνίερος ταύτισις τῆς καθαρευούσης μέ τό καθεστώς τῶν συνταγματαρχῶν καί ἐπεβλήθη ἡ πολιτική ἀπόφασις μέ τήν ὁποία καθιερώθη ἐπισήμως ἡ «δημοτική».

Τί ἐπετεύχθη μέ τήν ἀκύρωσιν τῆς καθαρευούσης καί τήν ἐγκαθίδρυσιν τῆς «δημοτικῆς γλώσσης»; Μήπως ηὐξήθη τό ἐνδιαφέρον τῶν νέων ἀνθρώπων γιά τήν μελέτη καί τήν ἀνάγνωσιν; Μήπως ἀνεπτύχθη τό γνωσιακό πεδίο τους; Μήπως εὐρύτερα τμήματα τοῦ ἑλλαδικοῦ πληθυσμοῦ ἐμπλούτισαν τήν γλῶσσαν πού ὁμιλοῦν;

Ἐκεῖνο τό ὁποῖον ἐπῆλθεν ἦταν μία θύελλα ἀνοησιῶν, πού κατέκλυσεν τά γραπτά κείμενα. Τό ἁπλόν ἐρώτημα παραμένει: Πόσον κακόν προεκάλη στόν λαόν ἡ γραφή τῆς λέξεως γλώσσης καί ποῖον τό μέγεθος τοῦ καλοῦ πού περιέχει ἡ λέξις γλῶσσα; Ποία λαϊκή ἀνάγκη ἐπελύθη ὅταν ἀντί νά εἴπωμεν ἤ γράψωμεν ἐκθέσεως θέσωμεν τήν λέξιν ἔκθεσης; Ποῖος ὁ λόγος ἀντί τοῦ ρήματος ὁμιλεῖται νά κάμνωμεν χρῆσιν τοῦ τύπου μιλιέται (ὁ ὁποῖος, παρεμπιπτόντως, ἠχητικῶς ὁμοιάζει μέ τήν τουρκικήν λέξιν μιλιέτ=ἔθνος)

Ὑπάρχουν περιπτώσεις ὅπου ὀρθοῦνται βαναύσως αἱ τρίχες τοῦ ὀρθοφρονοῦντος ὅταν ἀκούη πώς στήν τάδε συγκέντρωσιν θά εἶναι μιλητής ὁ τάδε,[1] ἀντί τοῦ ὀρθοῦ ὁμιλητής ἤ νά ἀναγιγνώσκει, προσφάτως, τήν πρότασιν: «Πρός τό παρόν παραμένει ἄγνωστη ἡ κατάσταση τῆς ὑγείας τῆς δράστη (πρόκειται περί γυναικός)».[2]

Γίνεται φανερόν ὅτι προκειμένου νά ἀλλοιωθῆ μία γλῶσσα ἡ ὁποία διεμορφώθη διά μέσου χιλιετιῶν, ἀπαιτεῖται μία ἐκ τῶν ἔσω συστηματική διαδικασία ὑπονομεύσεως. Χρειάζεται, στό ὄνομα κάποιας ἐπιστήμης, ἀλλά καί διαφόρων παραπλανητικῶν ἐνεργειῶν νά ἀναθεωροῦνται, καταστρατηγοῦνται καί ἐξαφανίζονται ὄχι ἁπλά αὐταπόδεικτες ἀλήθειες, ἀλλά καί θεμελιακές καταστάσεις. Κατάλληλον ἐργαλεῖον γι’ αὐτό τό «ἔργο», ἐν προκειμένῳ, ἔχει καταστεῖ ἡ νεότευκτος γλωσσολογία.

Ὅσον καί ἄν φανῆ περίεργον, εἶναι σημαντικόν οἱ ἀναρχικοί, νά γνωρίζομεν ἐπακριβῶς τάς λέξεις καί τάς ἐννοίας πού αὐτές ἐμπεριέχουν καί μεταφέρουν. Ὀφείλομεν νά κατανοήσωμεν ὅτι ἡ ἀλλοίωσις ἤ καταστροφή τοῦ περιβάλλοντος ἐντός τοῦ ὁποίου ἔζησαν παλαιότερον οἱ ἄνθρωποι ἔχει ἐπιφέρει τήν ἀποσύνδεσιν τῶν ἀνθρώπων τῆς συγχρόνου ἐποχῆς ἀπό τάς πηγάς καί τάς διαδικασίας πού ἔλαβον χώραν μέχρι τόν σχηματισμόν μίας λέξεως. Ἔτσι, ἕνας νέος ἄνθρωπος τῶν πόλεων ἀγνοεῖ συστατικά της φύσεως ἤ τά ἀντιλαμβάνεται μέ στρεβλόν τρόπον.[3] Αὐτό δίδει τήν εὐχέρειαν εἰς τούς ἐπιτηδείους τῆς ἐξουσίας καί σέ ἐκείνους πού αὐτοβούλως δέχονται ἄνευ ἑτέρας σκέψεως τά ὅσα προβάλλονται ἀπό αὐτήν, νά συμμετέχουν στήν παραμόρφωσιν τῆς πραγματικῆς σημασίας τῶν λέξεων. Πρόκειται οὐσιαστικῶς διά μίαν πρᾶξιν βανδαλισμοῦ. Σκεφθεῖτε! Μία λέξις μέ τά γράμματα πού τήν ἀποτελοῦν εἶναι μία εἰκών. Ἐάν κάποιοι ἀρχίσουν νά ἀλλοιώνουν μέ σύγχρονα ὑλικά τούς χρωματισμούς καί τούς τόνους φωτεινότητος καί ἐν συνέχεια ὅλα ἐκεῖνα τά συστατικά πού διατηροῦν τήν εὐμορφίαν τῆς εἰκόνος δέν διαπράττουν βανδαλισμόν;

Ὅμως, μέ κάθε λέξιν ἐκδηλώνεται μία ἔννοια, ἡ ὁποία δέν μπορεῖ νά ἀγνοηθῆ προκειμένου νά ὑπηρετηθοῦν κάποιες σκοπιμότητες, οἱ ὁποῖες δέν ἔχουν στοιχειώδη συνάφεια μέ ἀπελευθερωτικές διεργασίες, ἀφοῦ ἡ διατάραξις πού ἐπέρχεται προκαλεῖ συσκότισιν εἰς τήν λειτουργίαν τοῦ ἐγκεφάλου καί σύγχυσιν ἐννοιῶν, ὡς ἀποτέλεσμα τῆς κατασκευῆς ἑνός κώδικος πού θά ὑποκαθιστᾶ ἤ καί θά ἀντικαθιστᾶ ἕναν ἐγγενῆ τρόπον ἐκφράσεως ὅπως εἶναι ἡ γλῶσσα. Ἐπειδή κάποιοι συνηθίζουν κατά καιρούς νά ἐπαναλαμβάνουν τό τροπάριον τῶν κανόνων τῆς γλώσσης ἄς τό ἐπαναλάβωμεν: Εἶναι διαφορετικοί οἱ τεχνητοί κανόνες διά τῶν ὁποίων κατασκευάζεται ἕνα κῶδιξ, ἀπό τούς ἐγγενεῖς, ἀφανεῖς, διάχυτους καί πολυσύνθετους κανόνες πού διέπουν τήν διεργασίαν δημιουργίας μίας γλώσσης.

Ἤδη –καί ἄνευ κώδικος– τά δείγματα ἀποξενώσεως καί συγχύσεως εἶναι ἀρκετά. Ὅταν τό ρῆμα ἵπταμαι ἀντικαθίσταται ἀπό τό πετῶ τότε αἱ δυσκολίαι γίνονται ἐμφανεῖς καί χρειάζεται ἡ συνδρομή τῶν συμφραζομένων γιά νά γίνη κατανοητόν ἐάν πετῶ μέ πτερά ἤ ἄλλον τί, ἤ ρίπτω λίθον (πέτρα). Ἀντιθέτως ἡ χρῆσις τοῦ ρήματος ἵπταμαι δέν χρῄζει ἰδιαιτέρας βοηθείας.

Εἶναι προφανές πώς ἐάν εἰς τήν θέσιν ἐκμαθήσεως μίας ἄλλης[4] γλώσσης ἐκαλλιεργεῖτο ἡ διδασκαλία τῆς καθαρευούσης καί τῶν ἀρχαίων ἑλληνικῶν (ὑπό τάς προϋποθέσεις πού ἀναφέρθησαν προηγουμένως) τότε θά ἐγίνετο ἀντιληπτόν ὅτι δέν δημιουργεῖται κάποιο πρόβλημα ἐάν ἀντί τῶν λέξεων ἐκμάθηση-ἐκμάθησης γράψωμεν ἤ εἴπωμεν ἐκμάθησις-ἐκμαθήσεως κ.λπ. Εἶναι ἀκατανόητος ἡ ἐμμονή τῶν ἀντιπάλων τῆς καθαρευούσης νά ἐπιμένουν στήν ὑποτιθέμενη ἀδυναμία κατανοήσεώς της. Ἡ δυσκολία βρίσκεται περισσότερον σέ μίαν ἐπιβεβλημένη φαντασίωσιν καί ὄχι στήν πραγματικότητα. Ἐν πρώτοις ἀγνοεῖται ἡ ἱκανότης τῶν ἀνθρώπων νά μανθάνουν. Μποροῦν καί μανθάνουν μέ ἀκρίβειαν τήν προφοράν καί γραφήν ἀγγλικῶν, γαλλικῶν ἤ γερμανικῶν λέξεων καί δέν δύνανται νά μάθουν τήν ἐγγενῆ γλῶσσαν; Ἄς μήν ἀστειευώμεθα!

Εἶναι γνωστόν ὅτι στό πλαίσιον τῆς ἰδεολογίας καί πολιτικῆς του ἀναρχισμοῦ, οἱ ἀναρχισταί ἀρ­νοῦνται συστηματικῶς νά ἀσχοληθοῦν εἰς βάθος μέ ζητήματα μεταξύ τῶν ὁποίων συμπεριλαμβάνονται, παραδείγματος χάριν, ἡ φιλοσοφία, τό Κυπριακό,[5] τό γλωσσικό, ἡ ἱστορική γνῶσις καί μία σειρά ἀπό ἄλλα θέματα πού ἅπτονται τῶν ἀπελευθερωτικῶν διεργασιῶν. Πρόκειται γιά πρᾶξιν ἐγκαταλείψεως, ἡ ὁποία θά μποροῦσε νά ἀποδοθῆ σέ τρεῖς λόγους: α)ἄγνοια, β)ἔλλειψις κατανοήσεως τοῦ θέματος, γ)ἀδιαφορία λόγω τῶν δυό προηγουμένων λόγων ἤ μέ βάσιν τήν ἰδεοληψίαν ὅτι τέτοια ζητήματα καί θέματα δέν ἀφοροῦν τήν ἀναρχίαν. Ἐννοεῖται πώς μία τέτοια ἄποψις εἶναι παντελῶς λαθεμένη, δεδομένου πώς ὁ,τιδήποτε σχετίζεται μέ τάς ἀνθρωπίνους κοινωνίας καί τόν περιβάλλοντα κόσμον εὑρίσκεται εἰς τήν σφαῖραν τῶν ἐνδιαφερόντων τῶν ἀναρχικῶν. Τοῦτο δέν σημαίνει πώς ὀφείλουν νά ἐνταχθοῦν στήν ἐξουσιαστικήν λογικήν. Ἡ κατανόησις καί ἡ κατάδειξις τῶν τεκταινομένων εἰς τούς κύκλους τῆς πολιτικῆς καί τῶν πολιτικῶν δέν τούς ὑποχρεώνει νά ἀκολουθήσουν τά μονοπάτια τῆς πολιτικῆς. Τοὐναντίον, μία τέτοια ἐνασχόλησις δύναται συνεχῶς νά ἀποδεικνύει πόσον καταστροφική εἶναι ἡ πολιτική τόσο γιά τίς ἀνθρώπινες σχέσεις ὅσον καί διά τήν ἀπελευθερωτικήν προοπτικήν.

Γενικώτερον δέ, ὑπάρχει πλῆθος ζητημάτων πού συνιστοῦν ἕνα πλέγμα μέσα ἀπό τό ὁποῖο μπορεῖ νά ἀναδειχθῆ ὁ ἀναρχικός τρόπος σκέψεως καί ἀντι­μετωπίσεως τῶν θεμάτων πού ἀναδεικνύονται μέσα στόν κοινωνικό ἀνταγωνισμό.

Ὅσον ἀφορᾶ τάς λέξεις πού χρησιμοποιοῦνται χρειάζεται ἰδιαίτερα προσοχή, δεδομένου ὅτι ἄν δέν γνωρίζομεν τήν ρίζαν ἤ τί ἀκριβῶς σημαίνουν εἶναι δυνατόν νά ὑποπέσωμεν σέ λάθη. Ἔτσι, ὀλίγοι εἶναι οἱ γνωρίζοντες ὅτι ἡ πολυθρύλητος ἀλληλεγγύη ἕλκει τήν καταγωγήν της ἀπό τό Βυζάντιον καί ἀφοροῦσε τήν ἐγγύησιν κάποιου διά τά χρέη ἑτέρου, «ἀλληλέγγυοι, δέ, εἶναι οἱ δι’ ἀλλήλους ὑπόχρεοι ἐνώπιον τοῦ νόμου, οἱ δι’ ἀλλήλους ὑπόλογοι».[6] Εἶναι προφανές πώς χρειάζεται μεγαλύτερη προσπάθεια καί ἐπικέντρωσις στήν σημασίαν τῶν λέξεων πού χρησιμοποιοῦμε. Ἄν καί παρέχεται ἡ εὐχέρεια νά δωθοῦν ἑρμηνείαι πού νά προσιδιάζουν ἐν μέρει μέ τόν σκοπόν γιά τόν ὁποῖον χρησιμοποιεῖται αὐτή ἡ λέξις, ἐν τούτοις δέν μπορεῖ νά ὑπερκερασθῆ ἡ καταγωγή της.

Στήν διεργασίαν ἡ ὁποία λαμβάνει χώραν ἐντός τοῦ κοινωνικοῦ ἀνταγωνισμοῦ, χρειαζόμεθα συνθέσεις ἀρνήσεων ἤ καταφάσεων. Αὐτό ὅμως δέν μπορεῖ νά ἐπιτευχθεῖ ἐφ’ ὅσον διαρκεῖ ἡ ἀσυνεννοησία πού ἔχει (εἰς ἀρκετόν βαθμόν) τάς ρίζας της εἰς τήν μη, κατ’ οὐσίαν, ἀποσαφήνισιν ἐννοιῶν καί λέξεων. Οἱ ἄνθρωποι ἔχουν περιέλθει εἰς κατάστασιν ὅπου δέν κατανοοῦν ἐπακριβῶς τόσον αὐτό τό ὁποῖον ἐκφράζουν, ὅσον καί αὐτό τό ὁποῖον ἀκοῦν. Αἱ λέξεις καί αἱ σύν αὐταῖς ἔννοιαι εὑρίσκονται εἰς πλήρην ἀποσύνδεσιν. Δέν χρειάζεται νά εἰπωθεῖ πώς τό προχώρημα καί ἡ ἐμβάθυνσις στίς ἀναρχικές ἰδέες δέν εἶναι δυνατόν νά ὑπάρξη καί νά ἀναπτυχθῆ ἐν ὅσῳ ἐπικρατεῖ ἡ ἀσάφεια, ἡ ἀδιαφορία καί ἡ ἐπιπολαία ἀντιμετώπισις ἐννοιῶν καί καταστάσεων.

Συσπείρωσις  Ἀναρχικῶν

Δημοσιεύθηκε στο φύλλο 163, Σεπτέμβριος 2016, της αναρχικής εφημερίδος ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ

[1]. Τό παράδειγμα ἀφορᾶ προδικτατορικῶς, ἐν ἔτει 1965, ἐκ­τυπωθέν κάλεσμα εἰς συγκέντρωσιν σέ πλατεῖαν συνοι­κίας τῶν Ἀθηνῶν, ὅπου μιλητής(!) θά ἦταν ὁ Ἡλίας Ἡλιοῦ.

[2]. Θλιβερόν ἀποτελέσμα τῆς καταργήσεως τῆς γ΄ κλίσεως, ὅπου τό θηλυκόν του δράστη εἶναι δράστιδος. Τό ἐρώτημα εἶναι ἄν μέ τήν γραφήν «τῆς δράστη» καταργῆται τό ἀρ­σενικόν ἤ τό θηλυκόν γένος. Ἀλλά, ποιός ἐνδιαφέρεται;

[3]. Προφανῶς τοῦ εἶναι δύσκολον νά κατανοήση ὅτι ἡ λέξις κοιτάζω (ἀπό τό κοίτη) εἶναι δυνατόν νά γράφεται καί ὡς κυττάζω (κύπτω, σκύπτω).

[4]. Ἄς ἀποφύγωμεν τήν λέξιν «ξένης» λόγω τοῦ κινδύνου πού προέρχεται, λόγω «μόδας» –MODE = τρόπος μαζικῆς ἐκ­δηλώσεως– νά χαρακτηρισθῶμεν ρατσισταί.

[5]. Εἶναι γνωστή, ἄλλως τε, ἡ εὐρέως χρησιμοποιηθεῖσα φράσις: τό Κυπριακό εἶναι φλέγον ζήτημα καί ἄσ’ τό νά καίγεται!

[6]. Ἰωάννης Σταματάκος, Λεξικόν τῆς Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς Γλώσσης, σελ. 67.

Comments are closed.