Το «από μηχανής» κολίμπρι: Ο κόσμος ως βούληση και παράσταση

Το «από μηχανής» κολίμπρι: Ο κόσμος ως βούληση και παράσταση

Αλήθεια, πόσο άνθρωπος νιώθεις σήμερα; Ποια θεωρείς ως εκείνα τα χαρακτηριστικά σου που σε διαφοροποιούν από τις μηχανές; Υπάρχουν ακόμη; Είναι ευδιάκριτα; Μπορούν να κατανοηθούν στην ουσία τους, μέσα από το καθημερινό βίωμα; Ή μήπως η μηχανή, στην εποχή του Φωταδισμού[1], μιμείται «επαρκώς» την ανθρώπινη υπόσταση; Κι αν αυτό παρουσιάζεται ως «πραγματικότητα», συμβαίνει κυρίως λόγω της αναβάθμισης των μηχανών ή μήπως εξαιτίας της πτώσης του ανθρώπου; Ποιος ο ρόλος της πολιτικής σε όλο αυτό;

Λέγεται συχνά πως η πολιτική δεν είναι αφ’ αυτής της  κάτι  αρνητικό, αλλά μια ανθρώπινη πτυχή δραστηριότητας, ουδέτερα φορτισμένη. Ως εκ τούτου, υπάρχει ωφέλιμη πολιτική δράση, μα και ζημιογόνος, σύμφωνα πάντοτε με τους υποστηρικτές της, ένθερμους και μη. Η τάση να αποδίδονται όλη η δημιουργικότητα, η ομορφιά, η αντικειμενική πρόοδος κι όλα τα θετικά που προκύπτουν από τον ανθρώπινο μόχθο, στην πολιτική, είναι παλιά όσο και η ύπαρξη του κράτους. Μια προσεκτική αναδρομή στην Ιστορία, ωστόσο, με κάποια τουλάχιστον αντικειμενικότητα, θα μας πείσει για το ακριβώς αντίθετο. Ακόμη και αν δεχτούμε ότι στην εποχή της (όποιας) άμεσης δημοκρατίας των πόλεων-κρατών η πολιτική ήταν ένα βίωμα, ακόμη κι αν δεχτούμε ότι στην πορεία εκφυλίστηκε και δεν ήταν πάντοτε μια απάτη, σήμερα θα πρέπει να πούμε ξεκάθαρα ότι η πολιτική δεν είναι ούτε καν απάτη και ψέμα, αλλά κάτι ακόμη πιο αναληθές.

Σύμφωνα με όσα αναφέρει ο Πλάτων για τον κόσμο των Ιδεών, υπάρχουν πολλοί βαθμοί Πραγματικότητας. Όσο απομακρυνόμαστε από την Ιδέα, τόσο πιο μακριά βρισκόμαστε από την αλήθεια. Για παράδειγμα, η Ιδέα του σπιτιού είναι ανώτερη. Ο χτίστης που χτίζει το σπίτι έχει απομακρυνθεί από την Ιδέα, αλλά τουλάχιστον έφτιαξε ένα σπίτι. Ο ζωγράφος που θα ζωγραφίσει ένα σπίτι όχι απλώς απομακρύνθηκε από την αλήθεια, αλλά δημιούργησε ένα είδωλο, που δεν εκπληρώνει καν τον σκοπό για τον οποίο το σπίτι προορίζεται.

Ακολουθώντας αυτό το σχήμα, μπορούμε να κατανοήσουμε καλύτερα πού βρίσκεται σήμερα η πολιτική. Δεν εκφέρει απλώς ψέματα, αλλά η ίδια είναι ένα απείκασμα ακόμη και της κίβδηλης ύπαρξής της. Με απλά λόγια, είναι ένας πίνακας που απεικονίζει την πολιτική ή, καλύτερα και πιο επίκαιρα, είναι ένα βίντεο που μιλάει χωρίς να σημαίνει τίποτε. Παλιότερα, εξέφραζε ή έκανε πως εκφράζει κάποιες ιδέες ή, ορθότερα, ιδεολογίες. Σήμερα, δεν χρειάζεται ούτε καν αυτό το πρόσχημα· είναι ένα ξεκάθαρο θέαμα και όσο πιο ελκτικό και θελκτικό για την προσοχή είναι, τόσο το «καλύτερο». Ξέρουμε καλά ότι, προκειμένου να υπάρχει θεαματικότητα, η ποιότητα και η αλήθεια «πρέπει» να πάνε περίπατο. Σημασία έχει να τραβήξεις την προσοχή με κάθε τρόπο.

Η πολιτική, λοιπόν, είναι πλέον ξεκάθαρα και αμιγώς ένα θέαμα. Οι καλύτεροι ηθοποιοί που «γράφουν» στον φακό επιστρατεύονται, για να προσποιηθούν ή καλύτερα να ερμηνεύσουν τον ρόλο του πολιτικού.

Και τότε ποιος ασκεί την πολιτική; Δηλαδή, ποιος ασκεί διακυβέρνηση; Ποιος διαχειρίζεται την δύναμη και την εξουσία; Ασφαλώς η απάντηση δεν είναι τόσο απλή, αλλά, μια ρεαλιστική προσέγγιση, θα μας οδηγούσε στο εξής: οι πραγματικοί κάτοχοι του τεχνοβιομηχανικού πολιτισμού. Η οικονομία που διαθέτει πλέον προηγμένη τεχνολογία, για να το κάνει. Και με την λέξη κάτοχοι, αναφερόμαστε στην ουσία κι όχι στο όποιο φαίνεσθαι φιλοδοξούν να εντυπώσουν στις μάζες οι αναφερθέντες.

Μάλιστα, αυτοί που κάνουν λόγο για μετά-πολιτική, όλο και πληθαίνουν. Επίσης, θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι αυτό ανέκαθεν συνέβαινε: όσοι διέθεταν οικονομική δύναμη ασκούσαν και την εξουσία. Αλλά αυτό δεν είναι ακριβώς αληθές. Σήμερα, η τεχνολογία έχει μετατρέψει τον κόσμο –και το ίδιο το χρήμα– σε κάτι άυλο. Αυτό σημαίνει ότι η εξουσία ασκείται με άυλο τρόπο, αλλά, παράλληλα, πιο υπαρκτό από ποτέ, επειδή έχει εισβάλει στο πνεύμα των ανθρώπων, εξαϋλώνοντάς το ομοίως. Στη θέση πολλών ανθρώπινων ικανοτήτων και δυνατοτήτων βρίσκονται πια μηχανικές λειτουργίες και επιτελέσεις. Ο άνθρωπος τείνει να γίνει μια ανιαρή και ανίκανη, αν όχι και ανίερη, μηχανή, που μπορεί εύκολα να αντικατασταθεί όχι απλώς από άλλους ανθρώπους, αλλά από μηχανές.

Αυτός ο μηχανικός άνθρωπος δεν μπορεί πια να συνθέσει απλές λειτουργίες· ο εγκέφαλός του αρκείται στα βασικά. Η πολιτική, λοιπόν, ακόμη και ως εργοστάσιο παραγωγής ψεύδους, είναι περίπλοκη για αυτόν. Παράγει σύνθετα ψεύδη που τον μπερδεύουν. Χρειάζεται πια κάτι απλούστερο. Το μόνο που μπορεί να επεξεργαστεί επαρκώς είναι το θέαμα. Έχει απλοϊκούς κώδικες, εύκολα τους προσλαμβάνει κανείς. Μπορεί εύκολα ν’ αναπαραχθεί, να προκαλέσει συναίσθημα, φαιδρότητα, πόνο κ.λπ. και –το κυριότερο– μπορεί εύκολα να λησμονηθεί. Ουσιαστικά, το θέαμα δεν βιώνεται· περνάει σαν νερό από μπροστά μας. Και οι πιο τραγικές αλήθειες ξεχνιούνται αμέσως. Αυτό είναι το βασικό πλεονέκτημά του και γι’ αυτό το ζήλεψε ακόμη και η πολιτική.

Η διάσπαση του…ατόμου

Ο εικοστός αιώνας -από τις πνευματικές ασθένειες του οποίου δεν πρόκειται να απαλλαγούμε σύντομα- διαμόρφωσε και παγίωσε την έννοια του ατόμου. Ο άνθρωπος άρχισε να βλέπει τον εαυτό του ως άτομο, σε σημαντικό βαθμό εξαιτίας της ψυχανάλυσης  (απότοκο του τέλους του 19ου αι.), το οποίο διαρκώς αυτό-αναλύεται, προσπαθώντας να συλλάβει την ατομική του ενότητα. Η ενότητα ενός ανθρώπου με τις αναμνήσεις και το ατομικό του υποσυνείδητο ήταν κάτι αδιανόητο προηγουμένως, αλλά κι έπειτα από αυτό τον αιώνα, όπως αρχίζουμε να αντιλαμβανόμαστε πλέον̇  μάλιστα κάποιοι, εν αμηχανία, αρνούνται ακόμη και σήμερα να το παραδεχτούν. Ο άνθρωπος στην ουσία του, από τη φύση του, από τον τρόπο που είναι φτιαγμένος, δεν μπορεί να είναι άτομο, επειδή δεν μπορεί να υπάρχει μόνος του: τίποτε ατομικό δεν τον ορίζει· ούτε μόνο του σε σχέση με τους άλλους ανθρώπους ούτε σε σχέση με τη φύση και ό,τι τον περιβάλλει.

Είμαστε ό,τι μας περιβάλλει και ό,τι περιβάλλουμε. Είμαστε σε σχέση με ό,τι αλληλοεπιδρούμε: από τις τροφές που τρώμε, από όσα αναπνέουμε, μέχρι τα υλικά που χρησιμοποιούμε, τις σχέσεις μας και ό,τι επιτρέπουμε να περάσει από τον νου μας. Οι ίδιες οι λέξεις και οι ιδέες μάς κατασκευάζουν, μάς διαμορφώνουν και μάς δημιουργούν. Αυτά στα οποία στρέφουμε την προσοχή μας μάς απορροφούν την ενέργεια. Κι όπου αφιερώνουμε ενέργεια και κόπο εκεί δημιουργούμε κόσμους. Έτσι, λοιπόν, διαμορφώνουμε ως σύνολο αντιλήψεις για τον εαυτό μας. Πολλά από αυτά που είμαστε ή νομίζουμε ότι είμαστε εξαρτώνται από το πολιτισμικό μας περιβάλλον και από τις διάχυτες ιδέες στις οποίες εκθέτουμε τον εαυτό μας. Αν, για παράδειγμα, όλοι μάς διαβεβαιώνουν ότι δεν χρειάζεται να είμαστε ελεύθεροι, αλλά ασφαλείς, τότε κάποια στιγμή όλη μας η ζωή κατευθύνεται προς αυτή την πορεία. Αν μας διαβεβαιώνουν ότι είμαστε μόνο ύλη κι ότι αυτό το είπε ο τάδε και ο δείνα που είναι πολύ σπουδαίοι, τότε πιστεύουμε ότι είμαστε με τους έξυπνους της Ιστορίας κι ότι εμείς έχουμε δίκιο κι άλλοι είναι ηλίθιοι, φανατικοί κ.λπ. Οπότε, εμείς, όσο απόλυτοι κι αν γινόμαστε, δεν κινδυνεύουμε να γίνουμε φανατικοί, «φασίστες», ηλίθιοι, αφού όλα αυτά είναι πάντα οι άλλοι.

Έτσι, ιδέες όπως το άτομο και η λογική του θεμελιώθηκαν τόσο βαθιά στην λεγόμενη διανόηση του 20ου αι., που μοιάζει με ιεροσυλία να μιλήσει κανείς για οτιδήποτε διαφορετικό. Ενδεχομένως, φαίνεται σε κάποιους ότι αυτά «πάντα έτσι ήταν» και φαντάζει αδιανόητη ακόμη κι όποια σκέψη να αλλάξουν. Μοιάζει ανήκουστο να σκεφτούμε ότι, επί της ουσίας, ούτε άτομα είμαστε ούτε η λογική είναι το μόνο ανθρώπινο χαρακτηριστικό μας. Υπάρχουν κι όσα δεν μπορούν να ειπωθούν με λόγια, όσα είναι άρρητα κι ωστόσο βιώνονται. Και μάλιστα βιώνονται σε σχέση με άλλους, όχι μόνο ανθρώπινους οργανισμούς. Αλλά ας μείνουμε λίγο παραπάνω στην λογική, για να κατανοήσουμε καλύτερα τί θεωρείται σήμερα λογικό, ορθολογικό ή ακόμη και επιστημονικό.

Λογική στις μέρες μας θεωρείται η στεγνή σκέψη, η απογυμνωμένη από οποιοδήποτε βίωμα που επεξεργάζεται δεδομένα. Αυτό δηλαδή που κάνει με άνεση -καλύτερα από τον άνθρωπο- και μια μηχανή. Αν υποθέσουμε ότι μόνο αυτό είμαστε και μόνο αυτό  μπορούμε να κάνουμε ή να βιώσουμε, μόνο τη λογική μας υπό τη μορφή που μόλις περιγράφηκε, καταντάμε να γινόμαστε παράλογοι· αφήνουμε απ’ έξω πολλά άλλα πλουσιότερα κομμάτια μας, ακριβώς επειδή αποκλείουμε το μεγαλύτερο μέρος του εαυτού μας.

Η λογική του παραλόγου

Οι δύο παγκόσμιες ανθρωποσφαγές του 20ου αι., αλλά και όλοι οι σύγχρονοι πόλεμοι, θα έπρεπε να μας είχαν διδάξει τουλάχιστον κάτι στοιχειώδες, για το παράλογο της ανθρώπινης ύπαρξης. Αναντίρρητα, η εμμονή στην ατομικότητα -σε βαθμό ιδεολογήματος- σε συνδυασμό με την τυφλή πίστη στη μηχανιστική λογική, αναβάθμισαν επιπλέον τον πόλεμο ως ψυχρή εγκληματική μηχανή, που όχι «μόνο» δολοφονεί, αλλά απανθρωπίζει συνολικά. Βέβαια, όλα αυτά, κατά κανόνα, συμβαίνουν στο όνομα ευφάνταστων «ιδεών», οι οποίες, υποτίθεται, εκφράζουν την «πρόοδο και την ανάπτυξη».

Αναμφίβολα, κάθε ανθρωποσφαγή υποκινούμενη από την εξουσία, πέρα από την εν γένει αυτονόητη φρίκη που προκαλεί, ανέδειξε και συνεχίζει ν’ αναδεικνύει το παράλογο της ανθρώπινης ύπαρξης. Μετά από κάθε πόλεμο, σε έναν διαλυμένο κόσμο ή σε πολλούς διαλυμένους κόσμους, γίνονται προσπάθειες ανασυγκρότησης. Οι παλιές εξουσίες γκρεμίζονται και νέες ή παλιές με νέο προσωπείο αναδεικνύονται. Παλιές ιδέες παραμερίζονται και τονίζονται άλλες (όχι απαραίτητα καινούριες, αλλά που παρουσιάζονται ως τέτοιες). Τώρα, το πώς οι ιδέες εκφυλίζονται σε ιδεολογίες και ιδεολογήματα, είναι ασφαλώς κάτι δεν αναπτύσσεται σε λίγες αράδες. Τούτων λεχθέντων, όλα μοιάζουν σχετικά και μεταβαλλόμενα. Τα όρια γίνονται ρευστά.

Δημιουργούνται δίπολα, πάνω στη σύγκρουση των οποίων δομούνται οι νέοι κανόνες. Οι νέοι αυτοί κανόνες σύντομα γίνονται το παλιό κατεστημένο που αγωνίζεται να παραμείνει στη θέση του. Οι αντίπαλοι ακολουθούν αρχετυπικούς συμβολισμούς καλού και κακού. Ιστορικά, μπορούμε να αναγνωρίσουμε ουκ ολίγα τέτοια δίπολα, που δεν είναι της παρούσης να αναπτύξουμε και θα απαιτούσαν ξεχωριστά κείμενα και συζητήσεις. Το σημαντικό είναι ότι οι ιδεολογικές συρράξεις και εντάξεις σε στρατόπεδα αργά ή γρήγορα αποκτούν υλική παρουσία και οδηγούν σε πραγματικές μάχες με κάθε είδους όπλα. Αναπαράγουν τη ρητορική του μίσους, της αντιπαλότητας, της σύγκρουσης, χωρίς συχνά όσοι εκφέρουν λέξεις όπως φασίστας ή αντιφασίστας, για παράδειγμα, να είναι σε θέση να αντιληφθούν τις συνέπειες των λόγων τους.

Η εντύπωση ότι ο καθένας μπορεί να γίνει ανά πάσα στιγμή ό,τι θελήσει κι ό,τι πιστέψει για τον εαυτό του είναι διάχυτη. Υποτίθεται -έστω θεωρητικά- πως μπορεί να αλλάξει οικονομική και κοινωνική κατάσταση, πως είναι σε θέση να αυτοπροβάλλεται ως οτιδήποτε. Έτσι, εκείνο που έχει «αξία» είναι το άτομο να ξεχωρίσει πάση θυσία. Κι ακριβώς τη στιγμή που φαίνεται να ξεχωρίζει μαζικοποιείται. Μάλιστα, το «πάση θυσία» πιθανότατα φανερώνει διάθεση για ηθικές εκπτώσεις, με ό,τι αυτό συνεπάγεται – και πολλές φορές οι εν λόγω εκπτώσεις είναι σαρωτικές.

Οι όροι, λοιπόν, που αρχικά μπορεί να εξέφραζαν αληθινά δίπολα, σήμερα δεν εκφράζουν τίποτε. Με πόση ευκολία όποιος εκφράζεται απόλυτα γίνεται «φασίστας» είναι περιττό να το περιγράψουμε. Με πόση ευκολία σύγχρονα κόμματα της αριστεράς υλοποιούν νεοφιλελεύθερες πολιτικές είναι πέρα από κάθε φαντασία. Με πόση ευκολία ο καπιταλισμός -ως επί μέρους της ενοποιημένης κυριαρχίας- και η παγκοσμιοποίηση αλλάζουν μάσκες και αποκτούν προσωπεία ανθρωπισμού, αποδοχής, ελευθερίας, συμπερίληψης δεν παύει να μας εντυπωσιάζει. Έτσι, λοιπόν, σήμερα παρουσιάζεται σαν να μην έχει σημασία τι πραγματικά κάνεις, αλλά το τι λες ότι κάνεις ή ποιος λες ότι είσαι. Μπορείς να δηλώνεις όποιος θέλεις, να παραλλάζεις τις έννοιες και να μεταμορφώνεις τα νοήματα κι από «golden boy» να γίνεσαι αρχηγός αριστερού κόμματος. Οι θύτες και τα θύματα της πολιτικής είναι σαν αυτά των αστυνομικών μυθιστορημάτων: πολύ συχνά η πλοκή ανατρέπεται κι όσοι έμοιαζαν με θύματα αναδεικνύονται σε ισχυρούς θήτες και το αντίστροφο κάποιες φορές.

Έτσι, ό,τι είναι καλό, ωφέλιμο, αληθινό παρουσιάζονται ως σχετικά τέτοιο. Όλα μοιάζουν να «συγγενεύουν», με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, γι’ αυτό και γίνονται τόσο μπερδεμένα. Ακόμη κι αν κάποιος πράττει πράγματι κάτι καλό και ωφέλιμο, σπιλώνεται ή λοιδορείται σε τέτοιον βαθμό, ώστε να μην μένει από αυτόν τίποτε πέρα από τη λάσπη. Το αποτέλεσμα είναι ο πλήρης αποπροσανατολισμός του ανθρώπου, η απώλεια της αίσθησης ότι μπορεί να ανήκει πραγματικά κάπου, η απόλυτη δυσπιστία (αν όχι και απιστία) στο καλό και ο ψυχικός και πνευματικός διαμελισμός του, που εκφράζεται και στην σωματική του κατάπτωση.

Όταν κάθε τι απονοηματοδοτείται, τότε εξασθενεί η δημιουργικότητα, η πίστη, η ενεργητική δράση κάθε είδους, η συνειδητότητα, η ενσυναίσθηση. Ως κριτική σκέψη, εκλαμβάνεται το τηλεοπτικού επιπέδου κουτσομπολιό. Ως συμπόνια θεωρείται, στην καλύτερη, η εφήμερη και επιφανειακή φιλανθρωπία, ως δημιουργικότητα πιστεύεται η συσσώρευση ύλης, ως πίστη νομίζεται η εξάρτηση και η παράδοση σε ιδέες, αξίες και μορφές ακατανόητες.

Το κυριότερο είναι ότι τίποτε δεν βιώνεται. Όλα αφήνονται σε παθητικότητα και απραξία. Όλα γίνονται μηχανικά και χωρίς εσωτερική σημασία. Πράττουμε, για να πράττουμε, δουλεύουμε για να δουλεύουμε, αντιδρούμε για να αντιδράσουμε· χωρίς συναίσθημα, χωρίς βίωμα, χωρίς μνήμη, χωρίς συνοχή, χωρίς πίστη, χωρίς σταθερότητα, χωρίς ψυχή.

Η πολιτική μάς χρησιμεύει μόνο ως όπλο ή τρόπος βολέματος κάθε είδους. Μας εφησυχάζει ότι εμείς είμαστε με τους νικητές ή τους δίκαιους ή τους σωστούς. Μας δίνει έτοιμες και πρόχειρες απαντήσεις, που ουσιαστικά από συνήθεια μάς κρατούν δέσμιους, χωρίς να μας πείθουν. Θα μπορούσε άλλωστε η πολιτική να μας προσφέρει κάτι επιπλέον; Κάτι ουσιαστικό, γνήσια ωφέλιμο, να μας ενανθρωπίζει; Ούτε λόγος. Καμιά ιδεολογία ούτε καν ιδέα δεν εκφράζεται πραγματικά, όλες ανακατεύονται με τον συρφετό. Όλα -είτε εξαιρετικά χαρμόσυνα είτε δυσβάσταχτα οδυνηρά- ξεχνιούνται την επόμενη μέρα. Οι μηχανές είναι πια καλύτερες στο να επιλέγουν το λογικά ορθό από ό,τι εμείς, είναι σταθερότερες, πιο σαφείς και πιο αξιόπιστες. Κι αυτό είναι εξαιρετικά τρομακτικό.

 

Ο κόσμος ως βούληση και ως παράσταση

Μας μένει, λοιπόν, ο κόσμος ως παράσταση· όχι ως βούληση κι όχι ως βίωμα. Μπορούμε, ενώ νιώθουμε μηδαμινές μονάδες, να πράξουμε διαφορετικά; Να πάμε αντίστροφα στο ρεύμα; Όταν έπιασε φωτιά στο δάσος, μας λέει ο μύθος, κι όλα τα ζώα άρχισαν να φεύγουν τρομαγμένα, το μικροσκοπικό κολίμπρι, με το λιλιπούτειο στόμα του, πετούσε προς τη φωτιά, μεταφέροντας σταγόνες νερού. Όταν τα άλλα ζώα, σαφώς πιο μεγαλόσωμα, το ρωτούσαν τί κάνει και το προέτρεπαν να φύγει μαζί τους, εκείνο απάντησε: κάνω αυτό που μου αναλογεί. Κι αυτός ο μύθος, πέρα από το προφανές, μας φανερώνει πως το κολίμπρι ένιωθε κομμάτι του δάσους, γι’ αυτό και η πράξη του ανήκει στο φωτεινά αυτονόητο, όχι στο πολιτικά «ηρωικό».

Ο καθένας μπορεί να κάνει ό,τι του αναλογεί. Ακόμη κι αν έχει πιστέψει ότι είναι πια ένα αποκομμένο άτομο. Στρέφοντας αλλού την προσοχή του, στρεφόμενος σε όσα μπορεί κι όχι σε όσα δεν μπορεί, αυτομάτως ενεργοποιεί άλλες δυνάμεις μέσα του. Σπάει σιγά-σιγά τη φυλακή του ατόμου που του έφτιαξαν και μπορεί περισσότερα· μπορεί πάλι να προσεγγίσει τον κόσμο στο σύνολό του κι όχι ως παράσταση και ως απόσπασμα. Μπορεί να απελευθερωθεί από τα πνευματικά του δεσμά, ώστε να μπορεί να στρέψει αλλού τους συνειρμούς του. Μπορεί να καθαρίσει και να αποτοξινωθεί σταδιακά από τον κόσμο μέσα του ως θέαμα και να τον κάνει πάλι βίωμα, μνήμη, αλήθεια, ένωση, σύνθεση.

Δεν είναι εύκολο να είσαι κολίμπρι, αλλά ούτε και αδύνατο.

 

 

σύντροφοι για την Αναρχική απελευθερωτική δράση

 

[1]Θεωρούμε πως για να εκφραστούν ανάδελφες και πρωτοφανείς πολιτισμικές συνθήκες, μονολεκτικά μα ουσιαστικά, η επινόηση νέων λέξεων -που θα περιγράφουν αυτές τις συνθήκες- είναι μονόδρομος. Ασφαλώς, η πιθανότητα να αστοχήσουμε είναι περισσότερο από υπαρκτή. Ουδόλως όμως αυτό πρέπει να γίνεται τροχοπέδη σε μια τέτοια προσπάθεια, αλλά και σε κάθε προσπάθεια, μικρή ή μεγάλη. Είναι γνωστό πως ο άπραγος είναι ο μόνος «αλάθητος», αν και είναι προφανές πως η ίδια η απραξία του αποτελεί το λίκνο του λάθους.

Φαινομενικά, λοιπόν, ενώ ο φωταδισμός εύκολα μπορεί να εννοηθεί ως ο αντίποδας του σκοταδισμού, ωστόσο αποτελεί ουσιαστικά μια απόλυτα συγγενική έννοια, που εκφράζει την ίδια ουσία. Όπως ο σκοταδισμός δεν επιτρέπει σε κάποιον να δει, καθώς αποτελεί την παντελή έλλειψη φωτός -απολύτως απαραίτητου για την όραση-, έτσι κι ο φωταδισμός κρατά αθέατα τα πάντα, μιας και η μεγάλη ποσότητα φωτός εμποδίζει την όραση, καλύτερα κι από το σκοτάδι. Ποιος άραγε μπορεί να δει κατάματα τον ήλιο, πέρα από ελάχιστες στιγμές;

Ο σκοταδισμός, σε ό,τι αφορά την καταστολή της πνευματικής «όρασης» ή αυτήν της λογικής και της πληροφορίας, βασίζει την λειτουργία του στην απόκρυψη. Με άλλα λόγια, δεν μπορείς να μάθεις, να γνωρίσεις το οτιδήποτε, από την στιγμή που μένει στο σκοτάδι, δεν φανερώνεται. Ο φωταδισμός πάλι, στον φαινομενικό αντίποδα, έχει δημιουργήσει στην εποχή των αδιανόητων ταχυτήτων διακίνησης της πληροφορίας, τέτοιο χάος στην μνήμη, μα και στην ικανότητα σύνθεσης του ανθρώπινου νου, που, στην πράξη, λειτουργεί ως λευκό σκοτάδι. Ένα λευκό σκοτάδι εξίσου αποτελεσματικό -αν όχι κι αποτελεσματικότερο- από το μαύρο. Η αποτελεσματικότητά του βρίσκεται στο ότι παρέχει στην ελάχιστη μονάδα του χρόνου τερατώδες όγκο πληροφοριών και δεδομένων, δημιουργώντας έναν τέτοιον «σωρό με άχυρα», που καταντάει σχεδόν ηρωικό το ν’ αναζητήσεις την «βελόνα».

Είχαμε αναφερθεί και σε παλαιότερα άρθρα μας στο φαινόμενο αυτό. Σίγουρα όχι στον βαθμό που θα θέλαμε, αλλά και που η σημαντικότητα του ίδιου του ζητήματος το απαιτεί αφ’ αυτής της.

Comments are closed.