Υπέρ της ανάστασης των «νεκρών» (Μέρος Β΄)
Το βασίλειο των «νεκρών»
Η ευαισθησία είναι η αρχή κάθε γνώσης (Μάνος Ελευθερίου)
Από την οπτική γωνία της διδασκαλίας, δηλαδή από την οπτική γωνία του –σχηματικά λεγόμενου– «ανώτερου Εγώ» που βρίσκεται μέσα σε κάθε άνθρωπο, εάν έχουμε την περιέργεια να δούμε με τί μοιάζει ο κόσμος των νεκρών, τότε δεν έχουμε παρά να ρίξουμε μια ματιά γύρω μας –και μέσα μας.
Πρόκειται για έναν πολύ ισχυρό συμβολισμό. Οι αρχαίοι ταύτισαν το σύνολο των ανθρώπων που αντιλαμβάνονται τον κόσμο με βάση τον συνηθισμένο καθημερινό «εαυτό» –ο οποίος σχηματικά αντιστοιχίζεται στο «κατώτερο Εγώ»– με νεκρούς, οι οποίοι είναι «νεκροί» επειδή δεν «βλέπουν», δεν «ακούν», δεν «αισθάνονται». Αυτό που δεν βλέπουν και δεν ακούν είναι το «ανώτερο Εγώ» ή αλλοιώς ο «πραγματικός τους Εαυτός». Ένας «Εαυτός», με τον οποίο –μολονότι είναι πλήρως ανεπτυγμένος μέσα τους, στην καθημερινότητα– για κάποιον άγνωστο λόγο της εξέλιξης, δεν έχουν καμμιά επαφή. Τα φευγαλέα αγγίγματά του πολύ γρήγορα φροντίζουν να τα ξεχνούν, ίσως θεωρώντας τα ένα παράξενα «περισσότερο αληθινό» όνειρο. Οι «νεκροί» ζουν μέσα στη φαντασίωση γι’ αυτό και η ζωή τους μοιάζει με όνειρο. «Κοιμούνται» όντας στον τυπικό ξύπνιο τους. Κανένας δεν εξαιρείται από αυτόν τον κανόνα. Πλούσιοι και φτωχοί, σπουδαγμένοι και αγράμματοι, μαχητές και δειλοί, νομιμόφρονες κι εγκληματίες.
Όντας στην κατάσταση αυτού του «ύπνου», ο άνθρωπος εξαπατά τον εαυτό του πως διαθέτει χαρακτηριστικά τα οποία στην πραγματικότητα δεν διαθέτει. Μπορεί να πιστεύει πως είναι ελεύθερος ενώ η πραγματικότητα τού δείχνει πως είναι έρμαιο τόσο των εσωτερικών του σκέψεων και συναισθημάτων, που συνήθως παράγονται και ανακυκλώνονται τυχαία, όσο και των ερεθισμάτων του εξωτερικού κόσμου, απέναντι στα οποία διαμορφώνει αντανακλαστικές συμπεριφορές σύμφωνα με την οικογενειακή, κοινωνική και πολιτισμική διαμόρφωση της προσωπικότητάς του. Πιστεύει πως έχει δική του βούληση ενώ δεν γνωρίζει καν από που προέρχονται οι συμπεριφορές και οι πράξεις του. Δεν γνωρίζει και δεν θέλει να ξέρει, βολεύεται σε ότι έτυχε να έχει μάθει και σε ότι φαίνεται να παράγει κάποια ευχαρίστηση. Το «κατώτερο Εγώ» δεν θέλει να ξέρει για το «ανώτερο Εγώ», ενοχλείται, το θεωρεί κάτι το αποδιοπομπαίο, γιατί το εμποδίζει από το να απολαμβάνει τις φαντασιώσεις του, την ψευτοελευθερία του, την ανευθυνότητά του.
Το αρχαίο «γνώθι σ’ αυτόν» ξεκινούσε από εκεί: Το να δει δηλαδή ο άνθρωπος ότι στην συνηθισμένη του κατάσταση δεν ξέρει ούτε τι κάνει, ούτε έχει δική του αυτόνομη βούληση και κατά συνέπεια δεν μπορεί να είναι ελεύθερος. Είναι ένα κατακερματισμένο εσωτερικά ον που δεν μπορεί παρά να άγεται και να φέρεται από τυχαίες εσωτερικές και εξωτερικές επιδράσεις. Αυτή είναι η πραγματική διάσταση του «ύπνου». Το να πιστεύεις ότι είσαι κάτι άλλο από αυτό που πραγματικά είσαι, ότι κάνεις κάτι άλλο από αυτό που πραγματικά κάνεις και ότι εκεί «έξω» συμβαίνει κάτι άλλο από αυτό που πραγματικά συμβαίνει. Και όλο αυτό το συνονθύλευμα θεωρεί πως μπορεί να συνεννοηθεί, επί της ουσίας, με ένα άλλο συνονθύλευμα απέναντί του. Είναι γελοίο. Πόσο μάλλον να «δει» πράγματα που θα απαιτούσαν περισσότερη ευαισθησία, περισσότερη ενέργεια, περισσότερη αφοσίωση. Να «δει» το θαύμα, το μεγαλείο που βρίσκεται κάθε στιγμή μπροστά στα μάτια του, ακριβώς δίπλα του.
Ασφαλώς, κάποιος που θα είχε τη γνώση, τη θέληση και την ικανότητα να βγάλει τους ανθρώπους από αυτόν τον καθημερινό λήθαργο στον οποίον τους καταδίκασε η ίδια τους η –χαρισματική και πολυμήχανη κατά τα άλλα– φύση, μπορεί έγκυρα να ειπωθεί πως «ανασταίνει νεκρούς». Τους «ανασταίνει» για δύο λόγους. Πρώτον γιατί είναι δύσκολο και πρέπει ο άνθρωπος να το επιθυμήσει ο ίδιος. Και συνήθως δεν το επιθυμεί παρά μόνον εάν έχει απελπιστεί από ο,τιδήποτε άλλο. Δεύτερον γιατί η επαφή του με τον «πραγματικό Εαυτό» τον αλλάζει δραστικά και για πάντα. Δεν μπορεί να είναι ξανά ο ίδιος.
Υπάρχει ένας περισσότερο σύγχρονος όρος για τον «ύπνο»: το «Matrix». Οι αρχαίοι είχαν αντιληφθεί σε όλη του τη διάσταση πως η πραγματικότητα είναι ένα Matrix. Οι παραγωγοί της ομώνυμης ταινίας έδρασαν όπως οι αρχαίοι μυθοπλάστες: περιτύλιξαν μέρη της διδασκαλίας γύρω από μια φανταστική περιπέτεια. Απλώς, στην αρχαιότητα, δεν δημιουργούσαν κινηματογραφικές ταινίες, αλλά εφάρμοζαν την διδασκαλία δια του παραδείγματος, επιτρέποντας στους μαθητές τους να σπάσουν τα μούτρα τους απέναντι στον εαυτό τους. Όσοι την έχουν παρακολουθήσει, θα θυμούνται πως από το Matrix δεν μπορείς να βγεις μόνος σου. Κάποιος άλλος, που για κάποιο λόγο βρέθηκε έξω από αυτό, θα πρέπει να σε βγάλει και να σου δείξει τον πραγματικό κόσμο, εάν βέβαια το θέλεις.
Εάν σου αρέσει ο «Μεγάλος Ύπνος» και δεν επιθυμείς μπελάδες, σεβαστό˙ παίρνεις το «μπλε χάπι» και τα ξεχνάς όλα, συνεχίζοντας να πιστεύεις ο,τιδήποτε σου αρέσει. Έτσι κι αλλιώς δεν έχει σημασία το τί πιστεύεις και οι μπελάδες θα σε βρουν και στον ύπνο: το Σύμπαν και ο πλανήτης αυτός θα συνεχίσουν να κάνουν τη δουλειά τους μ’ εσένα. Εάν ξεγελαστείς και πάρεις το «κόκκινο χάπι», διασώζεσαι από τη φαντασίωση, αλλά ξεκινούν διαφορετικού είδους μπελάδες. Ξεκινούν, επειδή διαπιστώνεις πως στον δρόμο αυτόν τα πάντα είναι εναντίον σου και πως πρέπει να αντισταθείς στα πάντα προσέχοντας τα πάντα. Ξεκινούν, γιατί διαπιστώνεις πως η αλήθεια είναι φουρτουνιασμένη θάλασσα και όχι απάνεμο λιμάνι. Δεν είναι βολική και δεν θα σε λυπηθεί επειδή την θέλησες. Το «κατώτερο Εγώ» πρέπει να «σταυρωθεί», εθελούσια.
Και στην αρχαιότητα το «κατώτερο Εγώ» συμβολιζόταν από τον γάιδαρο (όνο) που ο καβαλάρης του (το «ανώτερο Εγώ») το έχει «δαμάσει» για να αποδεχτεί το τέλος του.
Όλα αυτά όμως είναι το τίμημα που καταβάλλει ο άνθρωπος για να γνωρίσει τον εαυτό του και τον κόσμο, έναν κόσμο πολύ παράξενο στ’ αλήθεια. Στην πραγματικότητα υποχρεώνεται να το κάνει ούτως ή άλλως, «σταυρώνεται» διαρκώς, όχι εθελούσια όμως, ανεξάρτητα με ποιον δρόμο θα διαλέξει ή θα διαλέξουν άλλοι γι’ αυτόν. Κοιτάζοντας έξω τον κόσμο μαθαίνει κάτι για τον εαυτό του. Κοιτάζοντας μέσα στον εαυτό του μαθαίνει κάτι για τον κόσμο. Κάποτε, ίσως, μετά από αρκετές ταλαιπωρίες, αντιλαμβάνεται πως δεν υπάρχει διαφορά ανάμεσα στο «μέσα» και στο «έξω». Η εσωτερική σύγκρουση θα μεταφερθεί και έξω και το αντίστροφο. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να ξεφύγει από τη σύγκρουση εάν δεν αγκαλιάσει όλον τον εαυτό του. Δεν μπορεί ν’ αφήσει τίποτα απ’ έξω, επειδή δεν του αρέσει, χωρίς αυτό να τον βασανίζει. Και μετά διαπιστώνει πως για να αγκαλιάσει τον εαυτό του είναι υποχρεωμένος ν’ αγκαλιάσει όλον το κόσμο, μαζί με την ομορφιά και όλη του τη φρίκη, μαζί με όλα αυτά που μισεί και αγαπά. Πάλι δεν μπορεί ν’ αφήσει κάτι απ’ έξω. Δεν υπάρχει «μέσα» και «έξω». Τότε «βλέπει» έναν πραγματικό καθρέφτη του εαυτού του σε κάθε άνθρωπο, κάθε ζώο, κάθε δένδρο και στον ίδιο τον πλανήτη· ότι ο ίδιος και όλα αυτά είναι πραγματικά το ίδιο Ον. Και αυτό δεν είναι πλέον μια ωραία ιδέα των ποιητών, αλλά η γυμνή πραγματικότητα που κλονίζει –και κλονίζει για πάντα.
Η αναγέννηση
Η ιερότητα του χρόνου και του κόσμου σήμερα κατέληξε να θεωρείται δεισιδαιμονία. Κάθε βίωση ιερότητας αντιμετωπίζεται ως υποδούλωση, επειδή ο θεός ταυτίστηκε με τον αφέντη-πατέρα, που βλέπει και ελέγχει τα πάντα. Ο θεός έφτασε να ταυτίζεται με το οικονομικό συμφέρον και την συναλλαγή, διαμορφώνοντας μια ωφελιμιστική ηθική. Πολλές θρησκείες διαστρέβλωσαν κάθε αίσθηση ιερού και θεϊκού, μόνο και μόνο, επειδή κατέβασαν τον θεό στην περιορισμένη κι αποσπασματική αντίληψη των πέντε αισθήσεων και της διάνοιας και τον μετέτρεψαν σε πολιτική. Ο κόσμος έτσι έμεινε πολύ περιορισμένος στα μάτια του ορθολογιστή, ο οποίος τυφλώνεται από την λατρεία της υποτιθέμενης ατομικής και εγωιστικής του διάνοιας. Αυτή η ψευδεπίγραφη εικόνα, δυστυχώς, στέκει παγερά στέρεα ανάμεσα στον άνθρωπο και την ιερότητα του κόσμου.
Τα ανείπωτα εγκλήματα αιώνων των επίσημων μονοθεϊστικών θρησκειών ήταν απολύτως προβλέψιμα, τόσο που θα μπορούσε κάποιος να τα «προφητεύσει» ήδη από τότε. Και μοιραία οδήγησαν τελικά στην υιοθέτηση ενός εξίσου «θρησκόληπτου» επιστημονικού ορθολογισμού, ως αντίπαλου δέους στην πνευματική εξαθλίωση στην οποία οδηγήθηκε η ανθρωπότητα, που ουδεμία σχέση έχει με αυτό που ήταν αντιληπτό στην αρχαιότητα ως Ορθός Λόγος και δεν εμπεριείχε δυϊσμούς. Τα εγκλήματα της νέας αυτής «θρησκείας» μπορούμε επίσης να τα «προφητεύσουμε» από τώρα. Από τη Σκύλλα στη Χάρυβδη και πίσω, ενώ φυσιολογικά δεν υπάρχει λόγος για κάτι τέτοιο. Υπό το φως όμως και των νέων επιστημονικών δεδομένων, φαίνεται πως αυτή η σύγκρουση –η οποία κανονικά δεν θα έπρεπε καν να υφίσταται– μπορεί στις μέρες μας να πάρει τέλος. Και το χρειαζόμαστε, επειδή γίνεται ολοένα και πιο δύσκολο το να ζούμε σ’ έναν κόσμο δίχως ιερό και όσιο, προσπαθώντας να αποτινάζουμε διαρκώς από πάνω μας μύριες στρεβλώσεις που επιβλήθηκαν από την εξουσία, πολιτική και θρησκευτική.
Η αποσπασματικότητα με την οποία βιώνουμε τον κόσμο, μεταμόρφωσε την πολιτική στον αποκλειστικό φορέα της «πραγματικότητας». Ρεαλιστής ή πραγματιστής είναι όποιος αποδέχεται ως αποκλειστική πηγή γνώσης την ενασχόληση με τα «γήινα», δηλαδή με τις υλιστικές αποδοχές, απολαβές και απολαύσεις, οι οποίες ικανοποιούν πρόσκαιρες επιθυμίες. Την ίδια ώρα που η πολιτική ευαγγελίστηκε ότι κατέχει την απόλυτη αλήθεια ή πραγματικότητα, την ίδια ώρα ώθησε στη μέγιστη αυταπάτη.
Κάθε ύπαρξη που βιώνει την ιερότητα του κόσμου, απελευθερωμένη από τον φόβο του θανάτου, μπορεί να επικοινωνεί με την Ενότητα. Με αυτό τον τρόπο μεταμορφώνεται και ανασταίνεται, επειδή αρχίζει να βλέπει τη σύνδεσή της με τον κόσμο. Η ψυχή δεν είναι ατομική υπόθεση. Κάθε τι που υπάρχει είναι κομμάτι μίας ενιαίας ψυχής. Ένα ον που αντιλαμβάνεται την ιερότητα του κόσμου και βιώνει την σύνδεσή του με την Ενότητα, δεν χρειάζεται διακηρύξεις ελευθερίας, νόμους και ελέγχους, για να σέβεται ό,τι τον περιβάλλει. Είναι ελεύθερο να βιώσει την αδυναμία και τη δύναμή του, την ατέλειά του και τις ικανότητές του, να νιώσει μικρό και μηδαμινό, αλλά και απέραντο, χωρίς να καλείται να αποδείξει τίποτε. Απελευθερώνεται από το καλό και το κακό, από όρους και όρια, επειδή αρχίζει να του φανερώνεται ο κόσμος μέσα του και έξω του ως Ένα. Η ζωή είναι ένα πολύτιμο ταξίδι προς την απελευθέρωση.
Ελευθερία δεν είναι να «απελευθερωθείς» από τον εξωτερικό σου εξουσιαστή, επιτρέποντας σε κάποιον άλλον να πάρει πρόθυμα τη θέση του. Ελευθερία είναι να απαλλαγείς από τον φόβο του θανάτου και ό,τι μας καταδυναστεύει από την ώρα που γεννιόμαστε. Δυνάστες μπορεί να είναι –και είναι κυρίως– τα εσωτερικά μας «εγώ», που μας καταλαμβάνουν και μας διαβεβαιώνουν ότι είμαστε κάτι ξεχωρισμένο και ατομικό κι ότι μπορούμε να ζήσουμε μόνοι μας ή να τα καταφέρουμε εις βάρος οποιουδήποτε άλλου.
Όταν ζούμε μονίμως υπό τεχνητά φώτα, τεχνητή θέρμανση και τεχνητή νεότητα, ξεχνάμε την διαδικασία του θανάτου και της αναγέννησης, που είναι η ίδια η ζωή. Με αυτό τον τρόπο, ενώ νομίζουμε ότι αποφεύγουμε τον θάνατο, τον εξυμνούμε. Και βέβαια, έχουμε σοβαρό πρόβλημα με το οριστικό και το αμετάκλητο· το αποδεικνύουμε διαρκώς. Προτιμάμε να βλέπουμε μια σχέση να κακοφορμίζει μόνο και μόνο για να μη βιώσουμε το οριστικό της τέλος –κι αυτό είναι μόνο ένα συνηθισμένο παράδειγμα. Αντίστοιχα, προτιμάμε να βλέπουμε τη ζωή να κακοφορμίζει, αρκεί ο θάνατος να πάει όσο γίνεται πιο μακρυά. Ο θεός που πεθαίνει κι ανασταίνεται μάς θυμίζει ότι εμείς είμαστε αυτοί που πεθαίνουμε και ανασταινόμαστε –όχι αβασάνιστα και όχι χωρίς πόνο–, μεταμορφωμένοι σε κάτι νέο, που καταφάσκει στη ζωή, ακριβώς επειδή αποδέχεται τον θάνατο. Τα πάντα γύρω μας πεθαίνουν, για να ξαναγεννηθούν. Κάθε τι στη φύση έχει τον χειμώνα και την άνοιξή του. Χρειάζεται να μάθουμε να πεθαίνουμε, για να μπορούμε να εξυμνούμε τη ζωή κάθε στιγμή.
Αναρχική συλλογικότητα Πυργῖται
Σχετικά Βιβλία
Timothy Freke & Peter Candy, Τα μυστήρια του Ιησού
Mircea Elliade, Το Ιερό και το Βέβηλο
Peter Kingsley, Αρχαιοελληνική σκέψη και Δυτικός Πολιτισμός
Peter Kingsley, Αρχαία φιλοσοφία, μυστήρια και μαγεία. Ο Εμπεδοκλής και η Πυθαγόρεια παράδοση.
Jiddu Krishnamurti, Μιλώντας για τον Θεό
Κέλσος, Αληθής Λόγος
Pierre Chuvin, Οι τελευταίοι εθνικοί.
G.H. Smith, Ο θάνατος του αρχαίου κόσμου
H. Diels & W. Kranz, Οι προσωκρατικοί, τόμος α και β.
Alex. Krappe, Παγκόσμιος Μυθολογία
K. Kerenyi, Διόνυσος, η αρχέγονη εικόνα της άφθαρτης ζωής