Εξέγερση στη Μινεάπολη μετά την δημόσια εκτέλεση του George Floyd από μπάτσο
Λευκοί μπάτσοι σκότωσαν σε δημόσια θέα τον αφροαμερικανό George Floyd την Δευτέρα 26/8 στην Μινεάπολη των ΗΠΑ. Οι μπάτσοι έβγαλαν από το αμάξι τον Floyd του πέρασαν χειροπέδες, τον ξάπλωσαν στο έδαφος και ένας εξ αυτών τον πάτησε με το γόνατο στον λαιμό μέχρι να πνιγεί, μην δίνοντας σημασία στις εκκλήσεις του Floyd, αλλά και του κόσμου ότι δεν μπορεί να αναπνεύσει.
Θέλησε να ξοδευτεί με τον δικό του ρυθμό/ Από παιδί μισούσε τα ρολόγια./ Προτιμούσε να μετρά τις στιγμές με την αναπνοή του/ Ήταν καλύτερα έτσι/ Κι όταν οι καταστάσεις τον στρίμωχναν άγρια/ επέστρεφε στη γέρικη μουριά/ Εκείνη στον θλιβερό ακάλυπτο/ Τα δέντρα δεν μιλούν/ μα νιώθουν τα πάντα/ Επέμενε πως το σώμα της είχε καταπιεί τα κάγκελα/ Τα χώνεψε για τα καλά/ Σίδερο σκουριά και χλωροφύλλη αγκαλιασμένα/ Κι αντίο φυλακή/ Μια στιγμιαία νίκη της ζωής/ Πριν το σπασμένο σώμα ρίξει αυλαία/ Ο θρύλος λέει πως δεν έγιναν οι πρέπουσες τελετές/ Καμιά κηδεία/ Τα κομμάτια σάπιζαν άθαφτα στην άσφαλτο/ Κάτι παιδιά μόνο χάραξαν επάνω τους κατάδεσμους/ Σε αρχαίες νεκρές γλώσσες/ Για να μην τους ξορκίσει κανείς/ Αυτός έλειπε/ Μόνο τα πουλιά την έκλαψαν/ Κι ας έμειναν άστεγα/ Διασώθηκαν μόνο κάτι σκόρπιες εικόνες/ Που με το μέτρημα των αναπνοών θόλωναν μέσα του/ Τις ξέβραζε με κάθε εφιάλτη/ Τότε στις κόγχες του βλάσταιναν και πάλι τα κλαδιά της/ Και η σκιά τους πρόσφερε πυρετική θαλπωρή στους λίγους επιζώντες/ Δεν ξεκουραζόταν ποτέ/ Έκανε υπομονή για τον Μεγάλο Ύπνο/ Κι όσο αυτός αργούσε/ έπρεπε κάπως να ξοδευτεί/ Άλλοτε έτρεχε σα φωτόνιο κι άλλοτε έμενε αδρανής σα ψόφια μύγα/ Περφεξιονισμού και Απραξίας γωνία, μόνιμος κάτοικος/ Αυτό τον έκανε αθεράπευτα συναισθηματικό/ Με έναν άσχημο τρόπο/ αποκλειστικά ιδιόκτητο/ Κάποτε ο δάσκαλος τούς μίλησε για τα νεκροτομεία/ Οι περιγραφές του με κάθε λεπτομέρεια/ Δεν τσιγκουνεύτηκε λέξη/ Ήταν όλοι τους στο προαύλιο/ Μάης γλυκός/ Το άρωμα από τις πασχαλιές σκαρφάλωνε ανεμπόδιστα μέσα τους/ Ένιωσε ερωτευμένος με τα πάντα/ Τα κορίτσια ας περίμεναν τη σειρά τους/ Και τότε είδε όλη την αλήθεια/ Είδε τις πασχαλιές να ξεκορμίζουν μέσα από τα σωθικά των πεθαμένων/ Να ξεπηδούν από ανοιγμένα μπλαβιά στόματα/ Ανθοί και αίμα να σμίγουν με τρυφερότητα/ Αδέξια και αθώα/ Φτιάχνοντας συμπλέγματα από θάνατο και ζωή/ Ο ήλιος τού χάιδεψε άγρια το σβέρκο/ Κι αυτό κάπως τον συνέφερε από τη ζάλη/ Το ήξερε ήδη/ Οι στιγμές είναι τα πάντα/ Τα χρόνια όμως κρεμάλα/ Μια τρίαινα από φουσκωμένες φλέβες/ άραζε μόνιμα στο μέτωπο του/ Όταν συγκεντρωνόταν πολύ/ μπορούσε να ακούσει το αίμα του να φέρνει βόλτες μέσα τους/ «Θα κάνουν μπαμ κάποια μέρα να το ξέρεις.
Το διήγημα αυτό γράφτηκε το 2014, όταν όλοι οι σημερινοί κανονισμοί και απαγορεύσεις, που ζούμε αυτή τη στιγμή, φαίνονταν πολύ μακρινοί και αποδίδονταν σε ταινίες επιστημονικής φαντασίας. Σήμερα βλέπουμε πώς το παράλογο μεταλλάσσεται εξ ίσου σε νόμο και μάλιστα με την επίφαση του ηθικά σωστού.
Θα μπορούσε ο τίτλος να παρέπεμπε σε μία ταινία ή σε βιογραφία ενός πολεμικού ρομάντζου. Εμείς, όμως έχουμε την θεία τύχη να το βλέπουμε ζωντανά να εξελίσσεται μπροστά στα μάτια μας, καθημερινά με κεντρικούς ήρωες έναν συντηρητικό επιστήμονα και έναν ευαίσθητο κομάντο, που δίνουν μάχες σ’ έναν πόλεμο με αόρατο εχθρό και μας προστατεύουν όλους διακινδυνεύοντας τη ζωή τους.… 
