Σπουδή στην Ατλαντίδα
Κάποιες σκέψεις με αφορμή τους στίχους των Βαβούρα, από το τραγούδι τους Χαμένη Ατλαντίδα
Στον Αργύρη και τον Μάνο.
Πολλές φορές και σε πολλούς καιρούς, οι συντροφιές θεραπεύουν την μνημοσύνη. Στοχάζονται μ’ απλότητα, στις σιωπές και την βοή, καθώς οι λέξεις και το συναίσθημα ζωντανεύουν γύρω και μέσα τους κόσμους, που ο χρόνος διστάζει ν’ αγγίξει. Ως άλλοι αθίγγανοι, ανέγγιχτοι, τραβούν σε χωμάτινα, άνυδρα μονοπάτια, ανυπόδητοι, με τον νου στ’ όνειρο και τ’ ακροδάχτυλα στις χορδές. Όπου τα γυμνά πέλματά τους αγγίζουν χώμα, αφήνουν στο κατόπι τους κομματάκια ονείρων, ν’ αναπαύονται στην άρρητη σιωπή.
Κλώμενοι λοιπόν από χαρά, στην απόλαυση της διαδρομής, δίχως σκοπό, αφιλόδοξα, σπέρνουν την ουσία τους, σε δρόμο που κανείς δεν έφτιαξε γι’ αυτούς, αλλά οι ίδιοι. Τα ονειροσπαράγματά τους βλασταίνουν, ανθούν, λικνίζονται στην βροχή, κοροϊδεύοντας τον χρόνο, καθώς αυτός συνωμοτεί, αυτονόητα, εις βάρος όλων. Ανθούν κάτω από εκείνο το φως, που μόνο η ελευθερία της συντροφιάς μπορεί να συνθέσει. Η συντροφιά που εμπεριέχει όλη της την ουσία, αυτή που κανείς δεν αποφασίζει για τον άλλον, που ομονοεί, με κόπο, δάκρυα, κραυγές ή ψιθύρους – η αυθεντική.
Για κάθε συντροφιά υπάρχει μια Ατλαντίδα. Μια Ατλαντίδα στον αέρα, στην βροχή, στην επιφάνεια, όχι στον βυθό. Μια Ατλαντίδα ζωντανή, όρθια, δημιουργική. Η Ατλαντίδα είναι η συντροφιά και η συντροφιά η Ατλαντίδα. Η πύλη της δεν διαθέτει φύλακες -καμία συντροφιά δεν διαθέτει- παρά μόνον φίλους. Κι όσο αυτοί μπορούν και μοιράζονται το τίποτα και τα πάντα, η πύλη θα είναι αδιάβατη, για τους έξω.
Μα ένας θρύλος, αρχαίος, σκονισμένος και σκοτεινός, κάνει λόγο για μια παράξενη κατάρα. Μας λέει πως αν ποτέ ένας ξένος, κάποιος από τους έξω δηλαδή, ρίξει μια σταγόνα από το αίμα του μέσα στην πόλη, η Ατλαντίδα θα χαθεί, θα βυθιστεί στον ωκεανό. Ποιος θα μπορούσε άραγε και με τί πρόφαση να περάσει την πύλη; Κάποιος πλανόδιος ίσως; Ενδεχομένως ένας τσαγκάρης, ας πούμε, που θα ενεργοποιήσει την κατάρα, τρυπώντας το χέρι του «κατά λάθος»; Όλα είναι πιθανά.
Ένας τέτοιος τσαγκάρης, πλανόδιος, γυρολόγος, αγύρτης και τυχοδιώκτης, είναι συνώνυμο της πολιτικής, του ψέματος, της εξαπάτησης, αλίμονο αν δεν ήταν̇ ο «κρυπτονίτης», δηλαδή, της συντροφικότητας, της φιλίας, της ανιδιοτέλειας. Δεν πρέπει ποτέ -μα ποτέ- να μπει στην πόλη, αλλιώς θα είναι αργά. Στις αποσκευές του κρύβει επιμελώς την διχόνοια, την προσωπική φιλοδοξία, τον ατομικισμό. Ο πλανόδιος τσαγκάρης είναι η άρνηση της συντροφιάς, ο σπόρος της εξουσίας, – είναι ο έξω.
Είναι δυνατόν οι φίλοι -δίχως ωστόσο να εκφυλιστούν σε φύλακες- να τον σταματήσουν; Να του φράξουν την είσοδο; Να τον αποτρέψουν να περάσει την πύλη; Δύσκολη η ερώτηση, δυσκολότερη η απάντηση. Η κάθε συντροφιά ας απαντήσει για λογαριασμό της.
Ένα όμως είναι βέβαιο. Το νου μας όλοι στον πλανόδιο τσαγκάρη.
Ιθαγενής στην ψηφιακή ζούγκλα