Εσύ πόσο θάνατο «κλικάρισες» σήμερα;
Όταν μιλάς ειλικρινά κι όταν δεν πετάς στον δρόμο ό,τι σε πλήγωσε -αν θέλεις- ή ό,τι σε πρόδωσε, αλλά το κρατάς και το πηγαίνεις και το παλεύεις και το ψάχνεις και στήνεις την ζωή σου πάνω σε αυτό, έστω κι αν ξέρεις ότι στο τέλος θα είσαι ένας loser, αυτό είναι κάτι που το εκτιμάει ο άλλος και το αναζητά.
Νίκος Νικολαΐδης
Ανοίγουμε κάθε πρωί τα μάτια μας σε έναν κόσμο που μπορεί να είναι ήδη διαφορετικός από αυτόν που αφήσαμε την περασμένη νύχτα. Τα πάντα κινούνται με ασύλληπτες ταχύτητες, με την πληροφορία να διαθέτει μονίμως την πρωτιά. Μια πληροφορία που φέρνει διαρκώς μπροστά μας την φρίκη, την ανθρωποσφαγή, την εξαθλίωση, τον όλεθρο σε εικόνες υπερ-υψηλής ανάλυσης. Κι εμείς «οφείλουμε» να το αποδεχτούμε, να το συνηθίσουμε, ως την μία και μοναδική δυνατή «πραγματικότητα». Αφού «έτσι» είναι τα πράγματα πλέον, καιρός να το πάρουμε απόφαση.
Ας καταναλώσουμε περιχαρείς κάθε κινούμενη εικόνα, κάθε podcast, κάθε viral, που «μας αφορά». Είναι για το «καλό» μας. Είναι «βέβαιο» πως, βλέποντας άπειρα πλάνα νεκρών παιδιών στην Γάζα και στην Ράφα, θα ενημερωθούμε «καλύτερα» για το τί συμβαίνει εκεί. Οπότε, έπειτα από μια τέτοια ενδελεχή «ενημέρωση», είναι σίγουρο πως θα ευαισθητοποιηθούμε και, γιατί όχι, θα κινητοποιηθούμε αναλόγως. Αυτό δεν γίνεται άλλωστε;
Η διαρκής «παρέλαση» εικόνων φρίκης δεν συμβαίνει για να ευαισθητοποιηθεί κανείς, μα για το ακριβώς αντίθετο. Συμβαίνει για να συνηθίσουμε το αίμα, τον θάνατο, τον πόλεμο, την κτηνωδία. Συμβαίνει για ν’ αναισθητοποιηθούμε και ν’ αδιαφορήσουμε. Να νιώσουμε πολύ μικροί, απειροελάχιστοι, εντελώς αδύναμοι. Να βουλιάξουμε ακόμη βαθύτερα στους καναπέδες μας, ως έκπτωτοι άνθρωποι και καταναλωτικές μονάδες. Μάλιστα, αν γίνεται να λοιδορούμε όσους τολμούν να είναι όρθιοι (κι όχι ορθούμενοι), ακόμη «καλύτερα». Τί ξέρουν άραγε αυτοί;
Πόσα πτώματα είδες σήμερα; Πόσα δολοφονημένα παιδιά; Πόσα κατεστραμμένα σπίτια και διαλυμένες ζωές; Δεν σοκαρίστηκες; Το έχεις συνηθίσει; Δεν σε τρομάζει αυτό;
Όχι, κανένας με ανθρώπινα συναισθήματα δεν συνηθίζει στην αποκτήνωση. Για να συμβεί αυτό, πρέπει να επιτρέψει στην εξουσία να τον αλλάξει σε τέτοιον βαθμό που θα είναι κάτι άλλο, απονεκρωμένο από ενσυναίσθηση, αγάπη και τρυφερότητα. Κι ως τέτοιο -ακόμη κι αν δεν το παραδέχεται- να παρακολουθεί τον πόνο και τον θάνατο των άλλων, σαν να βλέπει κινηματογραφική ή τηλεοπτική παραγωγή. Λες και δεν είναι αλήθεια ό,τι βλέπει, μα κάποιο ευφάνταστο σενάριο· ηθοποιοί είναι, στα ψέματα το κάνουν. Μα κι αλήθεια να είναι, δεν βαριέσαι, «η ζωή συνεχίζεται» – η δική του, όχι (απαραίτητα) των άλλων.
Ας είμαστε λοιπόν οι «loser», που σοκάρονται (ακόμη) με την «πραγματικότητα». Κανένα πρόβλημα. Όσο τα πλήθη αποκτηνώνονται, μα κάποιοι επιμένουν πεισματικά να μην συμμετάσχουν σε αυτό, είναι «αυτονόητο» πως θα χριστούν παρίες, αποσυνάγωγοι, loser. Είναι δεδομένο πως οι απόψεις τους θα θεωρηθούν «περιθωριακές», «ουτοπικές», «μη ρεαλιστικές, «άνευ σημασίας». Από όλους; Σίγουρα όχι.
Υπάρχουν κι εκείνοι οι άνθρωποι που, ακόμη και στις μέρες μας, διαθέτουν το κουράγιο να μην συνηθίζουν. Με τον τρόπο τους, παραμένουν «αποκλίνουσες συμπεριφορές», πληρώνοντας αδιαμαρτύρητα το καθημερινό τίμημα. Οι «βεβαιότητες» της εξουσιαστικής μιντιακής αφήγησης τούς προκαλούν δυσανεξία. Ασχέτως συμφωνιών ή διαφωνιών, εκτιμούν την ειλικρίνεια, το θάρρος που απαιτείται να λέει κάποιος την αλήθεια του· θεωρούν την ανυστεροβουλία ως αξία και την αναζητούν.
Από κοινού τρεφόμαστε με «βρώμικο ψωμί», χωρίς κανένα παράπονο, όσο οι «σιωπηρές πλειοψηφίες» νεκρολαγνούν αδυσώπητα στο οθόνιο τίποτα.
Ιθαγενής στην ψηφιακή ζούγκλα