Πρωινή Περίπολος

Πρωινή Περίπολος

 

Σχετική εικόναΤο Manderley είναι ο κάθε τόπος που πια δεν είναι δικός μας. Είναι μια ανάμνηση κλεμμένη, που δεν μας ανήκει πια. Ο Νίκος Νικολαΐδης προφητικός και βαθιά αλληγορικός, ξεφεύγει από κάθε τόπο και από κάθε χρόνο, επειδή πάντοτε είχε έναν τόπο κι έναν χρόνο στην καρδιά και στο μυαλό του, την Αθήνα των παιδικών του χρόνων. Μπορείς να βιώσεις οποιονδήποτε τόπο, μόνο αν έχεις έναν δικό σου τόπο. Αλλιώς «είσαι πια νεκρός και δεν σε νοιάζει για τίποτα. Πετρέλαιο και νερό είναι το ίδιο με τον άνεμο για σένα. Κοιμάσαι τον Μεγάλο Ύπνο, δίχως να νοιάζεσαι για όλη τούτη τη βρομιά».

 

Χτες βράδυ ονειρεύτηκα πως ξαναγύρισα στο Manderley. Μου φάνηκε πως πέρασα τη μεγάλη σκουριασμένη πόρτα του κήπου με τα σκουριασμένα κάγκελα και πήρα τη μεγάλη αλέα που απλωνόταν μπροστά μου. Ο δρόμος τώρα ήταν ένα μονοπάτι στενό κι απεριποίητο, όχι έτσι όπως τον ξέραμε παλιά. Και το πλακόστρωτο ήταν σκεπασμένο από αγριόχορτα, υγρασία και ξερόκλαδα.

Ξαφνικά, λέει, το σπίτι βρέθηκε μπροστά μου και σταμάτησα εκεί, γιατί αυτό ήταν το Manderley, το δικό μας Manderley, σιωπηλό και γεμάτο μυστήριο, όπως πάντα. Με τις γκρίζες πέτρες του να γυαλίζουν στο φεγγαρόφωτο του ονείρου μου.

Ποτέ δεν κοιμάμαι και ζω μέσα στον φόβο. Σκέφτομαι το Manderley χωρίς να νιώθω καμία πίκρα. Αυτές οι εικόνες δεν θα χαθούνε ποτέ, γιατί είναι αναμνήσεις που δεν πληγώνουν. Όλα αυτά τα ξέρω, όταν ονειρεύομαι, γιατί, όπως όλοι μας, ξέρω κι εγώ ότι ονειρεύομαι. Ένα είναι το σίγουρο: δεν μπορούμε να ξαναγυρίσουμε πίσω⸱ το παρελθόν είναι ακόμα πολύ κοντά. Δεν έχουμε πια μυστικά μεταξύ μας⸱ όλα τα πράγματα είναι μοιρασμένα και δεν μιλάμε για το Manderley, γιατί αυτός ο τόπος δεν είναι πια δικός μας, δεν υπάρχει πια Manderley.

Πρέπει να μιλάω συνέχεια, γιατί αλλιώς θα πεθάνω. Πρέπει να περπατάω συνέχεια, έστω και δίπλα στον δρόμο, με κίνδυνο να πέσω πάνω στην Πρωινή Περίπολο, γιατί αν σταματήσω, θα κοιμηθώ και δεν θα ξυπνήσω ποτέ, όπως τόσοι σαν κι εμάς, γιατί κάτι μου συνέβη, καθώς γύριζα σπίτι μετά από τόσα χρόνια και δεν είμαι πια η ίδια. Αυτό είναι που θυμάμαι όλο κι όλο. Η πιο ανόητη ερώτηση που μπορεί να κάνει κάποιος πάνω σε αυτή τη γη είναι: «Μα που διάολο πήγαν όλοι οι άλλοι;»

Καμιά φορά τους βλέπω από μακριά να περνάνε τους λόφους και να κατεβαίνουν προς τα δυτικά. Πεθαίνουν πηγαίνοντας προς τα Δυτικά ή σκοτώνονται μεταξύ τους για λίγο νερό ή πέφτουν πάνω στα αποσπάσματα.

Ο μαύρος βαλές στην κόκκινη ντάμα, ο μαύρος άσσος στο τρία. Έτσι πρέπει να γίνει.

Τώρα βρίσκομαι χιλιόμετρα μακριά απ’ το σπίτι μου, σε μια χώρα που μου φαίνεται ξένη και σε λίγα λεπτά μπορεί να ξυπνήσω και να βρεθώ σκοτωμένη στο πλάι του δρόμου.

Την άνοιξη που μας πέρασε ένιωσα πολύ κουρασμένη και κατάλαβα πως άρχισα να γερνάω. Είμαστε, λοιπόν, στα μέσα του χειμώνα και τα πράγματα είναι χειρότερα από τότε. Έχω ένα παλτό, ένα μαχαίρι και νιώθω πολύ άσχημα. Σκέφτομαι πως μπορεί κάποτε να ‘χα κάποιον άντρα ή πάλι να ζούσα με τους γονείς μου. Ο πατέρας μου θα ‘χει πεθάνει τώρα.

Ο κόσμος μας είναι ένας τάφος που στα ερείπιά του είναι θαμμένος ο φόβος και ο πόνος μας. Τι να το κάνεις το που βρίσκεσαι, αν είναι να είσαι νεκρός, στα βρομόνερα ή σε μαρμαρένιο πύργο ψηλά⸱ τι σημασία έχει; Είσαι πια νεκρός και δεν σε νοιάζει για τίποτα. Πετρέλαιο και νερό είναι το ίδιο με τον άνεμο για σένα. Κοιμάσαι τον Μεγάλο Ύπνο, δίχως να νοιάζεσαι για όλη τούτη τη βρομιά. Τον άφησα, λοιπόν, και πήρα τον δρόμο που έβγαζε στη μεγάλη γέφυρα.

Εσείς, όμως, πρέπει να μείνετε μακριά, πρέπει να μείνετε ξαπλωμένοι στα γαλήνια κρεβάτια σας, με μια καρδιά που χτυπάει έναν κοφτό κι αβέβαιο ψίθυρο και με τις σκέψεις γκρίζες σαν τη στάχτη, γιατί σε λίγο και σεις θα κοιμηθείτε τον μεγάλο ύπνο⸱ γιατί αυτός ο τόπος δεν είναι πια δικός μας, δεν υπάρχει πια Manderley. […]

 

Αναρχική συλλογικότητα Πυργῖται

Comments are closed.