Αμήχανος Οδυσσέας

Αμήχανος Οδυσσέας

«Πρόκειται να έρθει το νέο είδος των ανθρώπων ένα άλλο είδος ξαφνικό. Μια νέα ράτσα κι απόλυτοι θα έχουν μια αφάνταστη τελειότητα. Οι παληοί άνθρωποι κι αυτός ο τρομαγμένος λαός πρέπει να εξαφανιστούν. Κανονίστηκε να πεθάνουν σε μια ωρισμένη μέρα. Αλλά πρέπει να γυρίσουν ο καθένας στον τόπο του κι εκεί να πεθάνει».[1]

Γιώργος Χειμώνας, Ο γιατρός Ινεότης

Κι εκείνος στη στιγμή με γνώρισε θωρώντας με μπροστά του,
και μες στα κλάματα ανεμάρπαστα μου
συντυχαίνει λόγια:
Γιέ του Λαέρτη αρχοντογέννητε,
πολύτεχνε Οδυσσέα,
ίδια και συ τραβάς, βαριόμοιρε,
τρισάθλια μοίρα, βλέπω,
σαν που κι εγώ τραβούσα αδιάκοπα
κάτω απ᾿ το φως, του γήλιου!

Ομήρου Οδύσσεια, Ραψωδία Λ΄ (Νέκυια), στίχοι 615-619

Σε καιρούς που χάνονται τα ονόματα και ένας παλιός κόσμος πεθαίνει, ακόμη κι ένας πολυμήχανος Οδυσσέας χάνει το δρόμο του· στέκει αμήχανος και λέει τα τελευταία του λόγια. Πριν περάσει στο βουβό σκοτάδι, θ’ αντικρύσει στα μάτια τις βουβές σκιές δίχως ψυχή. Μόνο που αυτές αναπνέουν αδιάφορες για τη ζωή τους. Και τον αφήνουν μεταίωρο ταξιδιώτη του σήμερα και του πάντα.

Την προσοχή σας σύντροφοι, θέλω να σας μιλήσω, ίσως για φορά τελευταία, που, όμως, στα χείλη μου σαν πρώτη μοιάζει. Εγώ, ο πολυμήχανος Οδυσσέας, της Τροίας πορθητής, που της Κίρκης τον έρωτα και την χολή βύζαξα στο κορμί μου, εδώ εμπρός σας στέκομαι, ξαρμάτωτος, ξέσκεπος, δίχως σκουτάρι δρύινο, δίχως φωτόσπαθο λαμπρό να σχίζει τον αέρα. Εν πλήρη συνειδήσει, το προσωνύμιό μου, που, από θεούς κι ανθρώπους φέρω κατάρα κι ευλογία, αρνιέμαι μια για πάντα. Νιώθω πια αμήχανος, στα χέρια και την ψυχή, το ταξίδι άλλο δεν ξέρω πώς να συνεχίσω. Στην πέτρα τούτη, της Γαίας οστό, καθήμενος αναστοχάζομαι το πριν, το τώρα, το μετά.

Έρχεται η μέρα που όλες οι τριήρεις και τα αστρόπλοια, θα γίνουν κονιορτός μες τους αιώνες. Οι αρχαίοι χάρτες, οι αστρολάβοι, τα GPS, ήδη φθίνουν, κουράζουν και κουράζονται, δεν δείχνουν μήτε την πορεία, μήτε της επιστροφής την γλύκα· ήλοι, γρανάζια και μικροτσίπ, γύρω μας άχρηστος σορός. Κι αν πιστέψαμε για μια στιγμή, πως εμείς, σαν από μηχανής θνητοί, στου Κρόνου-Χρόνου το άυλο κορμί απείρως θα περιδιαβαίναμε, πόσο μα πόσο κάναμε λάθος. Ο οργισμένος Ποσειδώνας, οι Λαιστρυγόνες και οι Κύκλωπες, δεν ήταν γύρω, αλλά μέσα μας. Ειδ’ άλλως, το ταξίδι μας θα ήταν πληκτικό, όπως των φιλήσυχων ανθρώπων τ’ άδειο βλέμμα. Περάσαμε πολλά μαζί. Μας κατάπιαν γαλαξίες και μας ξέβρασαν ωκεανοί. Μα σώοι βγήκαμε. Άλλοτε με την τουρμπίνα, άλλοτε με το κουπί. Δώσαμε μάχες, ερμηνεύσαμε χρησμούς, παραστήσαμε τους σοβαρούς ή τους γελοίους κατά περίπτωση. Αρνηθήκαμε ακόμη και τα εγκόσμια, με την αίγλη του λαμπρού κοσμοπολίτη, στου Άδη το πικρό βασίλειο φευγαλέοι οδοιπόροι. Με δόρατα ή ακτίνες λέιζερ διασκεδάσαμε τον κίνδυνο, πάντοτε ετοιμοπόλεμοι, πάντοτε εκλεκτικοί. Διαλέξαμε, όμως, την γραμμικότητα της ευθείας, ταξιδεύοντας ακούραστα στου χωροχρόνου το πολύεδρο κουφάρι. Και τούτο είναι τ’ αληθινό το κρίμα μας, όχι του Πολύφημου ο άδειος οφθαλμός. Η αλαζονεία μας δεν υπήρξε πλήγμα στων θεών τα παλάτια, μα στων ανθρώπων την ουσία. Αλλά μήτε σχοινί, μήτε κερί μας γλίτωσε απ’ των Σειρήνων το τραγούδι, κορόιδα πιαστήκαμε και την φιλία εγκαταλείψαμε για των ομιλούντων οθονών τις νεκρικές κραυγές. Λατρέψαμε την μηχανή και την παντρέψαμε βίαια με τον κόσμο. Και γεννήσαμε θηρίο, το απόλυτο θηρίο, που, εμπρός του, η Σκύλλα και η Χάρυβδις μοιάζουν πάνινες κούκλες.

Σύντροφοι, είμαστε σαν τον άμυαλο εκείνον άνθρωπο, που ολημερίς έχτιζε κι έχτιζε την οικία του, για να αντιληφθεί, όταν το σκότος κέρδισε την μέρα, πως είχε λησμονήσει μέρος για την πόρτα. Έτσι κι εμείς. Μια φυλακή φτιάξαμε με καλώδια κι ελάσματα και την είπαμε «κόσμο».

Μα θρύμματα είναι πια αυτός ο κόσμος, θρύμματα απ’ ατσάλι και μπετόν, γελοίες παραστάσεις κι ασύνδετες εικόνες. Κι όσο κι αν προσπαθούν χείρες μηχανικές να τα μοντάρουν, μένουν άψυχα κι ατροφικά, σαν λαίμαργα κλωνάρια. Δεν υπάρχει επιστροφή στον κόσμο τούτο, το γνωρίζω και το γνωρίζετε καλά κι εσείς· οι μηχανές μας σαπίζουν και σκουριάζουν στο χώμα, σαν ιδέες που δεν αγάπησε ειλικρινά κανείς. Είμαστε όμως της Γαίας γεννήματα, ας μην το ξεχνούμε, με το φως των αστεριών στο στήθος μας, αλάνθαστη πυξίδα, τον Βορρά της απλότητας και της αλήθειας να μας δείχνει συνεχώς. Εμείς έχουμε για σύμμαχο την ανθρωπιά μας· οι βίδες και οι στρόφαλοι μας είναι περιττοί για το ταξίδι, καθώς τ’ αληθινά ταξίδια είναι ενδόμυχα, εσωτερικά· μοιάζουν με καλειδοσκόπιο σε κύκλο τέλειο, από τα μάτια, απ’ την πνοή και πάλι μέσα μας.

Ο κόσμος προχώρησε παραπέρα. Με άλματα, με θλίψη, με βρυχηθμούς. Πριν η λάμψη των σπινθήρων καταπιεί τα σύννεφα, καθένας ήταν ένα πρόσωπο, προστάτευε, αγαπούσε, βοηθούσε ένα πρόσωπο. Έκανε λάθη και σωστά ως πρόσωπο. Η ευθύνη προσωπική. Τώρα δεν έχουμε πρόσωπα. Έχουμε τα πάντα δίχως όψη. Το καλό και το κακό απρόσωπα. Το σωστό, το λάθος, το δίκαιο και το άδικο. Απρόσωπα. Αυτοί που ξεχωρίζουν δεν είναι πρόσωπα, είναι διάσημοι. Είναι διάσημες και γνωστές εκδοχές της αποπροσωποποίησης. Είναι εκδοχές της, που οι άλλοι θέλουν να μοιάσουν. Κι όσοι έχουν πρόσωπο μοιάζουν με τους παραμορφωμένους ανθρώπους του τσίρκου. 

Τους κοιτούν όλοι και τους μελετούν. Τους βλέπουν πίσω απ’ τη βιτρίνα. Το πολύ να θέλουν να τους αγγίξουν από περιέργεια, από απλή περιέργεια οι απρόσωποι. Το νέο γένος ανθρώπων είναι μια μάσκα. Φιλοδοξεί να παράγεται από τεκνοποιητές υψηλής πιστότητας κι ευκρίνειας. Να έχει προδιαγραφές. Δε θα χρειάζονται ιδρύματα πια, γιατί όλος ο κόσμος θα είναι ένα ίδρυμα. Ένα ίδρυμα παραγωγής πιστοποιημένης απροσωπείας. 

Ο νέος θεός θα έχει τετράγωνο σχήμα. Δε θα έχει σύμβολα τον κεραυνό, την σπείρα ή τον σταυρό. Θα έχει σύμβολα το @, το / και το {. Η γλώσσα του δε θα μιλιέται, ούτε θα τυπώνεται. Θα είναι ένα ολόγραμμα, που θα χάνεται αυτοστιγμή στο φάσμα του χρόνου, που διπλώνει και ξεδιπλώνει, σα λευκό σεντόνι, απλωμένο στον ήλιο. Κι ούτε νοιάζεται για νέο και παλιό. Ο χρόνος ο αδιάφορος.

Δείτε τι απέγιναν σήμερα οι παράξενοι τόποι, η καρδιά του απρόσωπου, του νέου κόσμου που συνθλίβει και αφανίζει τη μνήμη. Ή όλα ή τίποτε. Το παρόν μας υποθηκεύτηκε κάποτε, στα ζάρια που έριξαν οι παλιές αυτοκρατορίες. Από τα σάπια τους σπόρια φύτρωσε ο νέος κόσμος. Η ζαριά δεν υλοποίησε την Ουτοπία.

Η ελευθερία δεν περιορίζεται στο να έχει κάποιος πολλές επιλογές. Ούτε στο να διαλέγει. Χρειάζεται κι ένα επόμενο βήμα. Είναι απαραίτητο να είμαστε σε θέση να συνθέσουμε την ολότητα.

Κάθε άνθρωπος φέρει μέσα του όλο το σύμπαν. Ακόμη κι αυτό που η επιστήμη δεν έχει εξερευνήσει ακόμα. Μπορεί να διασχίσουμε τη ζωή μας, ανακαλύπτοντας το σύμπαν, μπορεί να μείνουμε καρφωμένοι σε ένα μικρό δωμάτιο, νιώθοντας ότι βρήκαμε τον κόσμο. Κι αυτό να γίνει η δική μας προσωπική αλήθεια.

Η σύνθεση αυτή, η αντίληψη της ενότητας, μάς απελευθερώνει από κάθε τι που μπορεί να φυλακίσει την ίδια μας τη φύση. Μπορεί να αποδεσμεύσει τόσο την αντίληψή μας, ώστε να φαίνεται γελοία οποιαδήποτε προσπάθεια κάποιου να μας καλουπώσει. Η αποσπασματικότητα και η διάσπαση του σύμπαντός μας είναι εχθροί της ελευθερίας κάθε πλάσματος. Ακόμη κι ένα ζώο, που ζει περιορισμένο στη σκλαβιά, έχει λησμονήσει την φύση του. Όταν, μάλιστα, μιλάμε για ανθρώπους, τότε τα πράγματα γίνονται ακόμη πιο δύσκολα.

Η υποδούλωση της ανθρωπότητας δεν περιορίζεται σε φυλακές, μανίες κάθε είδους κι εξαρτήσεις. Το τέχνασμα τους απλό, αλλά, έως τα σήμερα, επιτυχές: συγκεντρώνουν με γητείες ή με κάθε είδους βία την ανθρωπότητα στις μητροπόλεις, μετατρέπουν κάθε πτυχή της καθημερινότητάς τους σε ντελίριο άγχους και τρόμου, ενώ, παράλληλα, επιχειρούν να ελέγξουν το σύνολο της φύσης, ώστε άπαντες να διαθέτουν μηδενική πρόσβαση σε φυσικούς πόρους. Όσο πιο ιδρυματοποιημένοι, τόσο πιο χειραγωγήσιμοι.

Μας πήρανε τους φίλους μας και μας δώσανε «έξυπνες» συσκευές, να «επικοινωνούμε» μαζί τους. Κι εμείς το δεχτήκαμε, ανταλλάξαμε του γαλαξία την πνοή με σκέτη τέφρα, αλλά δεν είχαμε πια μάτια για να δούμε, μας τα αφαίρεσαν κι αυτά. Μας αποξένωσαν, μετατρέποντας τον καθένα μας σε ναό αδιαφορίας, αλλά, τι φοβερό, ήρθαν με τις τεχνολογικές τους καινοτόμες υπερβάσεις, να δώσουν «λύσεις», να χρωματίσουν τα γκρίζα όνειρά μας, όμοια με την στάχτη που μας σφράγισαν το στόμα.

Τελικά, ποια είναι τα όρια μας; Ποιες οι κόκκινες γραμμές μας; Κρατάμε τον λόγο μας ακόμη ή γίναμε άνανδρα-ανδράποδα; Ξέρετε πόσο οριστικό είναι να χάσεις τον εαυτό σου; Συχνά όσο κι ο θάνατος. Θέλετε να μάθετε τι κάνει αδιάφορους τους ανθρώπους; Το πρόσωπο-απρόσωπο του φόβου. Κι όσο φοβούνται, τόσο κλείνονται στους εαυτούς τους. Περπατάς, περπατάς ανάμεσα στα πλήθη κι αισθάνεσαι την μοναξιά να σου τρυπάει τα κόκαλα. Κάποιες φορές νιώθω σα να σπαράσσεται ο εαυτός μου και τα κομμάτια-σπαράγματά του να χάνονται σε βάλτους ανυποληψίας, αργά-αργά. Κι εγώ να είμαι ο μοναδικός θεατής του δράματος, έχοντας πληρώσει ωστόσο τα εισιτήρια κι όσων θέσεων έμειναν κενές, μιας και θεωρούμαι, αγνοώ το γιατί, αποκλειστικά υπεύθυνος για την άδεια ζωή μου. Θέλει αρετή και τόλμη η μοναξιά. Η ελευθερία εξ άλλου είναι κάτι τόσο λαμπερό, μα, ίσως, κι απροσδιόριστο, που θα ήταν καλύτερα να την αφήσουμε, επί του παρόντος, στην ησυχία της, τούτες τις έσχατές μας κοινές στιγμές.

Ίσως εκείνο που θα βοηθούσε κάπως τα πράγματα θα ήταν να είχε ο καθένας πλάι του μια προσωπική μαϊμού, που θα τον μιμείται, χωρίς να του μιλάει. Θα επαναλαμβάνει σαν καθρέφτης τις κινήσεις του, κοροϊδεύοντας τους νόμους της εξέλιξης και θυμίζοντας στην εναπομείνασα νοημοσύνη πόσο γελοία εικόνα παρουσιάζει η ανθρωπότητα, που χώνει τα μούτρα της σε «έξυπνες» συσκευές, προσποιείται τη μοιραία με στυλ ομοιόμορφο, ετεροκαθορίζεται από την ισοπέδωση, κυνηγάει την επιφάνεια από τον φόβο του ξεχωριστού.

Η απόπειρα εγκαθίδρυσης μιας παγκόσμιας τάξης, δηλαδή μιας παγκόσμιας ενιαίας αντίληψης για όλους κι από όλους, είναι τόσο ισοπεδωτική, που, από τα σπάργανά της είναι θνησιγενής. Όσο κι αν οι δυνάμεις μοιάζουν μεγάλες και πανίσχυρες παραβλέπουν ένα απλό στοιχείο, που γίνεται το τρωτό τους σημείο. Ότι δηλαδή ο κόσμος διέπεται από αέναη ποικιλομορφία, τρέφεται από τη σύνθεση των αντιθέσεων. Ένας ισοπεδωμένος κόσμος, που θα επιβάλλει μια ενιαία αντίληψη είναι καταδικασμένος από τη φύση του. Η ανησυχία δεν είναι αν θα καθιερωθεί η παγκοσμιοποίηση, αλλά ποιους θα πάρει πεθαίνοντας μαζί της και τι θα απομείνει από την έκρηξη.

Ας αναπνέουμε κι ας θωρούμε τον κόσμο που φεύγει. Θα περάσουμε σαν φύλλα και θα περάσει κι αυτός από μέσα μας. Θα ακουμπήσουμε κάποτε και θα ξεκουραστούμε. Απ’ το βλέμμα μας θα μείνουν μόνο δυο άδειες κόγχες; Απ’ τα αγγίγματά μας θα μείνουν η ωλένη κι η κερκίδα; Απ’ τα βήματά μας θα μείνει μονάχα ένα θρυμματισμένο οστό με ηλικία χρόνων; Ποιος ξέρει… Ας περάσουμε. Με το μεγαλείο του δάσους, με το μεγαλείο της στιγμής, που έχουμε ρίζες βαθιά στο χώμα της αγάπης και βλέπουμε τη φωτιά να πλησιάζει. Κι εμείς δε φωνάζουμε και δεν τρέχουμε. Στρέφουμε τα κλαδιά μας στον ουρανό. Ο κόσμος πεθαίνει και πιο πολύ εμείς, οι παλιοί άνθρωποι, φεύγουμε μαζί του. Κοιτώντας τον ουρανό, που δεν τελειώνει ποτέ και φτιάχνει φωλιές σε όλους τους θεούς, σ’ όλη την απέραντη απελπισία κι όλη τη μνήμη του σύμπαντος.

σύντροφοι για την Αναρχική απελευθερωτική δράση

Από την ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ. 155, Δεκέμβριος 2015

[1]. Διατηρήθηκε η γραμματική κι η ορθογραφία του πρω­το­τύπου.

Comments are closed.