ΤΑ ΑΓΚΑΘΙΑ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ Η ΠΡΟΔΙΑΓΕΓΡΑΜΜΕΝΗ ΗΤΤΑ ΜΙΑΣ ΑΠΕΡΓΙΑΣ ΠΕΙΝΑΣ

ΤΑ ΑΓΚΑΘΙΑ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ Η ΠΡΟΔΙΑΓΕΓΡΑΜΜΕΝΗ ΗΤΤΑ ΜΙΑΣ ΑΠΕΡΓΙΑΣ ΠΕΙΝΑΣ

ΑΓΚΆΤΙΑ«Αφού επιμένουν στο νόμο που τόσο προκλητικά μηχανεύτηκαν, οφείλουν να τον εφαρμόσουν, τουλάχιστον αυτόν, και να με ξαναφέρουν στο υπόγειο του Κορυδαλλού, στην ειδική πτέρυγα που έκτισε ο ίδιος ο υπουργός της καταστολής, ο Μ. Χρυσοχοΐδης, για να θάψει την 17Ν, και όπου πέρασα τα 16 από τα 18 χρόνια που είμαι στη φυλακή». Δημήτρης Κουφοντίνας, Φυλακές Δομοκού, 8 Ιανουαρίου 2021.

«Είναι οξύμωρο να βλέπεις αναρχικούς, αριστερούς και ‘‘τρομοκράτες’’ να υπερασπίζονται την εφαρμογή της νομιμότητας του κράτους δίκαιου, την ίδια στιγμή που αυτά παραβιάζονται κατάφωρα και εκδικητικά από τους εντεταλμένους κρατούντες και υποτιθέμενους θεματοφύλακες της ‘‘τάξης’’. Πρόκειται για το απόλυτο πολιτικό παράδοξο που συμπληρώνει όλα τα πολιτικά παράλογα που ζούμε τα τελευταία χρόνια». Σάββας Ξηρός, Φυλακές Κορυδαλλού, 27-2-2021.

Στα τέλη της δεκαετίας του ’80 στα χέρια της προ πολλού συνθηκολογημένης λεγόμενης νέας αριστεράς είχαν απομείνει είτε τα κουφάρια είτε τα υπολείμματα των πάλαι ποτέ ένδοξων κινημάτων (γυναικείο, αντιρατσιστικό, αντιπολεμικό, ομοφυλόφιλο, αντιαυταρχικό, αντιψυχιατρικό, μεταναστευτικό ή προσφυγικό κ.α.) της δεκαετίας του ’60 και του ’70. Η συντριβή έμοιαζε, αλλά και ήταν οριστική, όχι τόσο γιατί δεν επέτρεπε αναζωπυρώσεις, αλλά περισσότερο, γιατί πλέον ήταν ολοένα και περισσότερο κατανοητό ότι η αφομοίωση ήταν το μικρότερο «κακό».

Το «σύστημα» μετά την αρχική επίδειξη σκληρότητας, όχι μόνο «κατάπινε» κάθε διεκδίκηση με ιδιαίτερη ικανότητα και επεδείκνυε «απρόσμενη» ανοχή και προσαρμοστικότητα, όχι μόνο ανταποκρινόταν στις απαιτήσεις για αναγνώριση κάθε είδους διαφορετικότητας, αλλά κυρίως αναβαπτιζόταν στην επαναστατική κολυμβήθρα του κάθε είδους δικαιωματισμού.

Πολλοί, κυρίως εξ αριστερής προελεύσεως προερχόμενοι, βιάστηκαν να μιλήσουν για έναν αντεστραμμένο πουριτανισμό, για την κατασκευή μιας πολιτικής ορθότητας που κατά βάθος έζεχνε και πάλι «συντήρηση». Τι είδους «συντήρηση», όμως, ήταν αυτή, αφού ο «προοδευτισμός» ακριβώς τις ίδιες απαιτήσεις και επιδιώξεις είχε;

Έτσι, ο «γερασμένος» κόσμος της εξουσίας ούτε πέθαινε, ούτε έστω κλονιζόταν, αλλά αναγεννιόταν από τις στάχτες των κινημάτων οικειοποιούμενος αρχικά τα άμφια της επαναστατικότητας, εγκολπώμενος στην συνέχεια και αυτή την ίδια την επαναστατικότητά τους. Τα κινήματα των δικαιωμάτων μετά τον Μάη του ’68, σταδιακά αλλά σταθερά, δια­βεβαιώνουν σε κάθε τόνο την επιθυμία τους να αποκτήσουν ολοένα και στενότερη σχέση αλληλεπίδρασης με κάθε μορφή εξουσίας, συνδιαχείρισης της επαναξιολόγησης του κάθε πολιτισμικού, νομικού και κοινωνικού υποστηλώματός της, διαχωριζόμενα με ξεκάθαρο τρόπο από τα επαναστατικά προτάγματα, που είχαν τρομάξει τον «παλιό κόσμο».

Όσο για την ιδεολογική ταυτότητα του «δικαιωματισμού», αυτή ουδέποτε ήταν αποκλειστικά αριστερή. Όσο τα δικαιώματα τα οποία αναγνωρίζονταν και αναγνωρίζονται, πλήθαιναν και πληθαίνουν τόσο δυναμώνει η εξουσία και το κύρος των φιλελεύθερων και προνοιακών δημοκρατιών, που επιβλέπουν την εφαρμογή των νέων νόμων, που υποτίθεται ή πράγματι προστατεύουν κατασκευασμένες ή μη μειονότητες. Η ιδεολογικοπολιτική σύγκλιση, άλλωστε, δεξιάς και αριστεράς πέρασε σε μεγάλο βαθμό μέσα από την θεμελίωση του «δικαιωματισμού» ως ενός σημαντικού πεδίου υπέρβασης των ιστορικών τους «διαφορών».

Ο «δικαιωματισμός», λοιπόν, εντοπίζει τις αντινομίες λαμβάνοντας μέρος στην διαχείρισή τους απαιτώντας από το κράτος να δοθεί πολιτική λύση, όπου δεν τηρείται ο νόμος αφ’ ενός αναγνωρίζοντας την κρατική εξουσία αφ’ ετέρου εργαλειοποιώντας την κινηματική δράση. Οι κάθε λογής εκπρόσωποι των κινημάτων υπεράσπισης των δικαιωμάτων συχνά επαίρονται ότι επιτυγχάνουν την επιβολή λεξιλογίου στην δημόσια συζήτηση, ότι συμβάλλουν στον εκδημοκρατισμό, προωθώντας λόγου χάριν την δημιουργία ενώσεων δημοκρατικών δικαστών, ότι αγωνίζονται για να φυσήξει «ένας δημοκρατικός αέρας στην δικαιοσύνη» εμμένοντας πάνω απ’ όλα στην θεσμολαγνεία, που διατρέχει το σύνολο των θέσεων τους.

Τα κινήματα υπεράσπισης δικαιωμάτων κινητοποιούν κόμματα, κομματίδια, καθηγητές πανεπιστημίων, ενώσεις και φορείς προστασίας πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, διανοούμενους, καλλιτέχνες, συλλέγουν υπογραφές ενάντια, λόγου χάριν, στην αυστηροποίηση του νομικού οπλοστασίου της εξουσίας ή στην καταστρατήγηση των δικαιωμάτων των κρατουμένων. Η διαμεσολάβηση σ’ αυτές τις περιπτώσεις κρίνεται άκρως απαραίτητη για την διεκδίκηση των στερούμενων δικαιωμάτων. Μια διαμεσολάβηση που ενδυναμώνει την εξουσία ποικιλοτρόπως, όπως θα δούμε στην συνέχεια. Τίποτε, άλλωστε, δεν προσφέρεται αφιλοκερδώς στην πολιτική και κανένας δεν δραστηριοποιείται χωρίς συμφέρον κομματικό ή άλλο.

Ας δούμε, όμως, πιο συγκεκριμένα ορισμένα ζητήματα σχετικά με την πρόσφατη απεργία πείνας του Δημήτρη Κουφοντίνα.

Η προδιαγεγραμμένη για εμάς ήττα της απεργίας πείνας οφείλεται πρώτα απ’ όλα σε ένα άνευ προηγουμένου παράδοξο. Ο απεργός στην δήλωση έναρξης της απεργίας πείνας αναφέρει ότι «Αφού επιμένουν στο νόμο που τόσο προκλητικά μηχανεύτηκαν, οφείλουν να τον εφαρμόσουν, τουλάχιστον αυτόν, και να με ξαναφέρουν στο υπόγειο του Κορυδαλλού, στην ειδική πτέρυγα που έκτισε ο ίδιος ο υπουργός της καταστολής, ο Μ. Χρυσοχοΐδης, για να θάψει την 17Ν, και όπου πέρασα τα 16 από τα 18 χρόνια που είμαι στη φυλακή»!!! Με άλλα λόγια, ζητούσε και μάλιστα μέσω της απεργίας πείνας να μεταχθεί στα «λευκά κελιά» ενάντια στα οποία είχαν πραγματοποιηθεί αγώνες το 2004 μέσα και έξω από τις φυλακές.

Ενώ, λοιπόν, αντιτίθεται στο καθεστώς εξαίρεσης αγωνίζεται για να επανέλθει, όχι γενικά στο Κορυδαλλό, όπως προβλέπει ο νόμος, που ψήφισε η Νέα Δημοκρατία, αλλά στην δυσμενέστερη συνθήκη, δηλαδή στο καθεστώς των «λευκών κελιών» του Κορυδαλλού, ενώ ήδη έχει μείνει για δυόμισι έτη στις αγροτικές φυλακές Βόλου και έχει λάβει συνολικά έξι άδειες, σ’ αντίθεση με τον Σάββα Ξηρό (νοσηλεύτηκε μόνο για 30 ημέρες ύστερα από απόφαση δικαστηρίου τον Δεκέμβρη του 2013) και τον Αλέξανδρο Γιωτόπουλο, που είναι οι μόνοι καταδικασμένοι για την δράση της ΕΟ 17Ν, οι οποίοι δεν έχουν βγει ούτε ένα λεπτό με άδεια από τις φυλακές ούτε φυσικά κατά την διάρκεια της πρώτης φοράς αριστερής κυβέρνησης, παρ’ ότι, επίσης, εννοείται ότι δικαιούνται προ πολλού να κάνουν χρήση του συγκεκριμένου δικαιώματος.

Δεν είναι, λοιπόν, το κράτος της δεξιάς που αυστηροποιεί τον ποινικό νόμο, δεν είναι η δεξιά κουλτούρα που φταίει, που στερεί δικαιώματα στους κρατούμενους, που εμπεδώνει το καθεστώς εξαίρεσης, αφού και το κράτος της αριστεράς αυτό ακριβώς έκανε και σε πολλές περιπτώσεις με μεγαλύτερη επιτυχία. Το παράδοξο που καταγράφουμε δεν αποτελεί κατά την γνώμη μας μια ήσσονος σημασία λεπτομέρεια, καθώς συνιστούσε μια ευθεία παρότρυνση ή μάλλον απαίτηση, το κράτος ως «όφειλε» μάλιστα εκ του νόμου να στείλει τον απεργό εκ νέου στην απομόνωση των «λευκών κελιών» για να τηρηθούν τα νόμιμα προβλεπόμενα που, όμως, καταγγέλλονταν από τον ίδιο τον απεργό και τους συμπαραστάτες ως εμπέδωση του καθεστώτος εξαίρεσης…

Δεν θα σταθούμε στους νομικούς χειρισμούς που έδωσαν στο κράτος χρόνο και επομένως άνεση κινήσεων και έκαναν την θλιβερή γραμματέα αντεγκληματικής πολιτικής να φαντάζει καπάτσα και σκληρή, παρ’ ότι στην πραγματικότητα κατέχει μηδαμινές ικανότητες. Σε μια τέτοια περίπτωση θα ερχόμασταν σε ανοικτή αντίθεση με όσα προηγουμένως υποστηρίξαμε.

Θα επιμείνουμε, λοιπόν, στο παράδοξο για να τονίσουμε μια ακόμα συνέπεια του. Καμμία γενικευμένη έμπρακτη κίνηση αλληλεγγύης δεν πραγματοποιήθηκε στις φυλακές, που να έχει σχέση, παραδείγματος χάριν, με την εκδήλωση μιας μαζικής άρνησης κρατουμένων να μπουν στα κελιά, ακόμα και όταν τα ιατρικά ανακοινωθέντα μιλούσαν για σημαντική επιδείνωση της υγείας του απεργού, που νοσηλευόταν σε ΜΕΘ (νοσηλεία που όπως θυμόμαστε δεν έχει επαναληφθεί σε άλλη απεργία πείνας μ’ ό,τι αυτό συνεπάγεται στην θέληση και την δυνατότητα του κράτους να «ελέγξει» την εξέλιξή της σε κρίσιμα σημεία). Το γεγονός αυτό έχει την σημασία του και δεν μπορεί να δικαιολογηθεί μόνο από την πολύχρονη πλέον έλλειψη αγωνιστικότητας των κρατουμένων, κρατουμένων που στοιβάζονται σε άθλιες συνθήκες, με απαγόρευση επισκεπτηρίων λόγω κορωναϊού, σε φυλακές όπου καταγράφονται δεκάδες θάνατοι λόγω της έλλειψης και των στοιχειωδών προβλέψεων περίθαλψης τους, με κρατούμενους να κοιμούνται «προσωρινά» ακόμα και στο πάτωμα, ώσπου να βρεθεί κελλί, με την διακίνηση ναρκωτικών να δίνει και να παίρνει κατά το δοκούν της «υπηρεσίας».

Θα επισημάνουμε, όμως, κάτι ακόμα. Ο «δικαιωματισμός» σ’ αυτήν την περίπτωση, όπως και στις περισσότερες, πρώτα απ’ όλα αντιτίθεται στον εξοβελισμό τους από την «κοινωνία των πολιτών», μέσω της διεκδίκησης της ισονομίας της θεσμικής της κατοχύρωσης. Το οξύμωρο της συγκεκριμένης διεκδίκησης αγγίζει και αυτόν τον ίδιο τον πυρήνα του «δικαιωματισμού». Μόνο που το κράτος παραμένει πάντα το μεγάλο αφεντικό, το κράτος είναι εκείνο που θέτει τους όρους οποιουδήποτε καθεστώτος εξαίρεσης, το κράτος είναι εκείνο που μοιράζει τα «φύλλα» του «δικαιωματισμού», φύλλα τα οποία, εκ των πραγμάτων, είναι σημαδεμένα.

Γι’ αυτό και η ήττα στην προκειμένη περίπτωση ήταν προδιαγεγραμμένη, όσον αφορά την έκβαση του «πολιτικού παράδοξου» κατά τον Σάββα Ξηρό. Και για να εξηγούμαστε. Η ήττα αυτή δεν αφορά τους αναρχικούς αγωνιστές που πραγματοποίησαν τόσες και τόσες εμπρηστικές επιθέσεις ξεπερνώντας τις παγίδες του δικαιωματισμού, που προέταξαν την άμεση δράση απέναντι σ’ ένα κράτος που εμφανιζόταν πανίσχυρο αμφισβητώντας την παντοδυναμία του. Η ήττα αφορά όσους διατείνονται ότι πέτυχαν, άκουσον άκουσον, την επιβολή λεξιλογίου στην δημόσια συζήτηση, στοχεύοντας στον εκδημοκρατισμό, στην συγκρότηση ενώσεων δημοκρατικών δικαστών, στο να φυσήξει ένας δημοκρατικός αέρας στην δικαιοσύνη.

Η ήττα σ’ αυτές τις περιπτώσεις μεγαλώνει, καθώς ανέκαθεν οι όροι νίκης και ήττας γι’ αυτούς είναι συγκεκριμένοι και καθορίζονται από την πολιτική. Οι αναρχικοί γι’ αυτούς είναι οι χρήσιμοι νεροκουβαλητές, όπως άλλωστε και ο καθένας που κινητοποιούν ή νομίζουν ότι κινητοποιούν κατά βούληση.

Στις 15 Μαρτίου πραγματοποιήθηκε μια διαδικτυακή συζήτηση (με θέμα «πώς συνεχίζουμε την μάχη ενάντια στην αντιδημοκρατική εκτροπή») την οποία φιλοξένησε το thepressproject, όπου η πρώτη ομιλήτρια εκ των συμμετεχόντων Ιωάννα Κούρτοβικ, συνήγορος υπεράσπισης του Δ. Κουφοντίνα, μεταξύ άλλων, ανέφερε τα εξής:

δικαιωμ«Πολλοί διαμαρτύρονται γιατί δεν πέθανε, πολλοί θα τον ήθελαν νεκρό και ανάμεσα τους και εμβληματικά πρόσωπα του δικαιωματικού χώρου, πρόσωπα δηλαδή τα οποία σε προηγούμενα στάδια χαιρετίσαμε και χρησιμοποιήσαμε στις εκδηλώσεις μας, ο κ. Μανιτάκης, ο κ. Αλεβιζάτος, ο Δημήτρης ο Χριστόπουλος, με λύπη μου το λέω, φάνηκαν με τις θέσεις τους την αρθρογραφία τους με τις δηλώσεις τους όχι μόνο να λυπούνται, να διαμαρτύρονται, που δεν πέθανε αλλά και να επιχειρηματολογούν υπέρ της βίας και του αυταρχισμού στο συγκεκριμένο πεδίο του ποινικού δικαίου, στον διαχωρισμό των κρατούμενων, στην στέρηση δικαιωμάτων, στην αυστηροποίηση του ποινικού δικαίου, στην συρρίκνωση των δικαιωμάτων στον ποινικό χώρο, στην εφαρμογή του ποινικού δικαίου και να υπερασπίζονται πράγματα τα οποία δεν θα περιμέναμε προηγουμένως να κάνουν αυτοί οι άνθρωποι που συμπορευθήκαμε να κάνουν».

Το «πρόβλημα» που προέκυψε, όμως, είναι ότι ο Δημήτρης Χριστόπουλος, αναπληρωτής καθηγητής πολιτικών επιστημών και δραστηριοποιούμενος επί πολλά χρόνια σε διεθνείς και τοπικές οργανώσεις για τα Δικαιώματα, ουδέποτε και μάλιστα ούτε κατά διάνοιαν διαμαρτυρήθηκε ούτε λυπήθηκε γιατί δεν πέθανε ο Κουφοντίνας, ουδέποτε δήλωσε ότι θα τον ήθελε νεκρό. Σημειωτέον ότι σε παρατήρηση του συντονιστή, ότι ακροατές παραπονούνται ότι δεν ισχύουν οι ισχυρισμοί της, ανέφερε ότι προτίθεται να ανασύρει την «σχετική» δήλωση του Χριστόπουλου από την οποία εισέπραξε τον «χλευασμό» στο ότι δεν πέθανε ο Κουφοντίνας και την απαξίωση σε έναν άνθρωπο που διεκδικούσε ένα δίκαιο αίτημα, ενώ απαίτησε μάλιστα και σεβασμό!!!

Η πραγματικότητα, όμως, ήταν εντελώς διαφορετική. Η απάντηση του Χριστόπουλου παρατίθεται ολόκληρη.

«Το βράδυ της Καθαράς Δευτέρας, στη διαδικτυακή εκδήλωση με τίτλο «Πώς συνεχίζουμε τη μάχη εναντίον της αντιδημοκρατικής εκτροπής» που διοργάνωσε το ThePressProject, η Ιωάννα Κούρτοβικ δήλωσε κατά λέξη για μένα ότι ανήκω σε ομάδα ανθρώπων που «όχι μόνο έφτασαν να λυπούνται, να διαμαρτύρονται που δεν πέθανε (ο απεργός), διότι θα τον ήθελαν νεκρό, αλλά και να επιχειρηματολογούν υπέρ της βίας και του αυταρχισμού στο συγκεκριμένο πεδίο του ποινικού δικαίου, στη συρρίκνωση δικαιωμάτων στην εφαρμογή του ποινικού δικαίου και να υπερασπίζονται πράγματα τα οποία δεν θα περιμέναμε από αυτούς με τους οποίους συμπορευτήκαμε». Δεν θα εισέλθω σε αντιπαράθεση επιχειρημάτων με την Ι. Κούρτοβικ. Καθείς κρίνεται. Εξ άλλου, κι αυτή κι εγώ δημόσια μιλάμε. Ωστόσο, η παραπάνω δήλωση όμως δεν είναι απλώς ψευδής και συκοφαντική. Είναι συνάμα ανήθικη. Είναι αισχρό να λέει κάποιος για άλλον ότι θέλει το θάνατο ενός απεργού πείνας χωρίς αυτό να ισχύει, απλώς και μόνο επειδή διαφωνεί με τον τρόπο που αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα. (Βλ. τη σχετική μου ανάρτηση εδώ). Σε όλη τη διάρκεια της απεργίας πείνας με δημόσιες παρεμβάσεις μου είπα κι έγραψα αυτά που πίστευα, τα οποία συνοψίζονται στον τίτλο του κειμένου, «Το κράτος δικαίου δεν είναι α λα καρτ, αφορά και τον Κουφοντίνα», όπου υποστήριζα ότι το κράτος δικαίου παραβιαζόταν εξ αιτίας της μη μεταγωγής του απεργού στον Κορυδαλλό. Έχω γράψει και πολλά άλλα τα οποία εύκολα βρίσκονται διότι είναι δημόσιες παρεμβάσεις και τα οποία συνοψίζονται στις μεγάλες ευθύνες της κυβέρνησης για το διχασμό που δημιουργήθηκε. Ενδεχομένως ενόχλησε ότι με την ανάρτησή μου αμφισβήτησα το αφήγημα της περήφανης νίκης που σήμανε η απεργία, το οποίο με εμμονή υπερασπίζεται η Ι. Κούρτοβικ και με το οποίο διαφωνώ. Συμβαίνει δε να γνωρίζω πολλούς ανθρώπους που συμπαραστάθηκαν στο σύννομο αίτημα του απεργού που πιστεύουν τα ίδια με μένα. Κάποιοι άλλοι όχι πάλι. Από το σημείο της διαφωνίας όμως μέχρι να φτάνεις στο σημείο να λες ότι ο Χριστόπουλος ήθελε τον θάνατο του απεργού είναι ντροπιαστικό, και σε τελευταία ανάλυση, απάνθρωπο. Κρίμα. Δημήτρης Χριστόπουλος».

Ο Χριστόπουλος, λοιπόν, όχι μόνο δεν ευθύνεται για δηλώσεις σαν και αυτές για τις οποίες τον κατηγόρησε ανερυθρίαστα η Κούρτοβικ αλλά αντίθετα και επανειλημμένα υπερασπιζόταν το δίκαιο του απεργού πείνας.

Η παρακάτω δήλωση και τοποθέτηση που καταγράφεται σε δημοσιεύματα είναι απλώς ενδεικτική:

«Ο νόμος είναι καθολικός και απρόσωπος» εξήγησε ο Δημήτρης Χριστόπουλος, διευκρινίζοντας πως ο Δ. Κουφοντίνας δεν είναι πολιτικός κρατούμενος, αλλά ποινικός, ο οποίος διώκεται για εγκλήματα που έχουν πολιτικό κίνητρο. «Η ορθή θέση είναι πως το Κράτος Δικαίου εφαρμόζεται για όλους» τόνισε, προειδοποιώντας ότι «πιθανότατα σήμερα είμαστε στο ‘και 10’». Επεσήμανε, δε, πως αυτό που ζητά ο απεργός πείνας δεν έπρεπε να δημιουργήσει αυτή την ένταση. «Δεν θέλω η χώρα μου να καταντήσει όπως η Τουρκία με τους νεκρούς απεργούς πείνας» ανέφερε χαρακτηριστικά» (23-2-2021).

Στην συνέχεια παραθέτουμε την δήλωση που παραχάραξε εν γνώσει της η Κούρτοβικ, η οποία όχι μόνο δεν έκανε «λάθος», όπως υποκριτικά υποστήριξε στην συνέχεια, αλλά ζήτησε και τα «ρέστα» από τον Χριστόπουλο ζητώντας του να δείξει σεβασμό!!!

Παραθέτουμε ολόκληρη την τοποθέτηση Χριστόπουλου.

«Δημήτρης Χριστόπουλος 15 Μαρτίου στις 12:28 π.μ.

H κυβέρνηση δεν ικανοποίησε το αίτημα του απεργού πείνας. Λίγο πριν το μοιραίο, αυτός σταμάτησε την απεργία. Πρόκειται για νίκη της κυβέρνησης. Ο ίδιος ο απεργός και κάποιοι αλληλέγγυοι κάνουν λόγο για κάποιου είδους «νίκη», αλλά αυτό είναι κουβέντα για βάλσαμο. Νίκησε το κράτος που έμεινε άκαμπτο στην αρχική του θέση η οποία μάλιστα ήταν contra legem, προφανώς ενάντια στο νόμο. Και για το λόγο αυτόν και μόνο, υπήρξαν άνθρωποι, μεταξύ των οποίων και ο γράφων, που θεωρήσαμε ότι η κυβέρνηση έπρεπε να συμμορφωθεί με το νόμο της και να μην τεθεί ζήτημα ευθύς εξ αρχής. Τα υπόλοιπα που ξεκίνησαν ήταν πολιτικά και ιδεολογικά με τα δικονομικά ως πρόσχημα ένθεν και εκείθεν. Η κυβέρνηση όμως είχε την ευθύνη να λήξει το ζήτημα πριν καν ξεκινήσει. Αυτό είναι δεδομένο και η ευθύνη της κυβέρνησης που μπήκαμε σε αυτήν την ιστορία ανεξίτηλη. Πλέον, το γεγονός ότι μια ανθρώπινη ζωή γλίτωσε, είναι θετικό. Είναι θετικό, ως τέτοιο, διότι η ζωή αξίζει και τέλος είναι ιδιαιτέρως κρίσιμο διότι σε μια συγκυρία διχασμού, ο πιθανός θάνατος του απεργού θα έριχνε κι άλλο λάδι στη φωτιά. Κατά τα λοιπά, η όλη η ιστορία και η έκβασή της δείχνει πόσο ανεύθυνα αυτοαναφορική, ναρκισσιστική και πολλαπλώς καταστροφική είναι, και θα είναι πάντα, η ατομική τρομοκρατία. Ένας άνθρωπος μόνος του να νομίζει ότι θα αλλάξει το συσχετισμό. Ένας άνθρωπος μόνος του να νομίζει ότι αυτόκλητα θα γίνει ο τιμωρός στο όνομα της κοινωνίας, σκοτώνοντας και διχάζοντας. Και στο τέλος, τι μένει; Ένα κράτος ισχυρότερο, μια κοινωνία πιο διαιρεμένη, μια αστυνομία αγριότερη, μια κυβέρνηση εκδικητικότερη, οικογένειες να θρηνούνε, με δύο λόγια, ένας συσχετισμός χειρότερος για όσους ενδιαφέρονται και παλεύουν για μια πιο δίκαια κοινωνία. Προς σκέψη λοιπόν και Καλή Σαρακοστή».

Απολαύστε τώρα την «αποκατάσταση» του Χριστόπουλου από την Κούρτοβικ σε μια σε μια πρωτοφανή επίδειξη σταλινισμού και παραχάραξη της αλήθειας…

«Να παραδεχτούμε τα λάθη μας! Ενοχλεί η κριτική, αλλά οφείλουμε να την ακούμε. Ο καθένας μας μπορεί να κάνει λάθη. Και καθένας είναι υπεύθυνος για ό,τι λέει, αλλά και για όσα δε λέει, αλλά εννοεί. Αδίκησα τον Δημήτρη Χριστόπουλο, τοποθετώντας τον στην ίδια θέση με αυτούς που τάχθηκαν αδιαπραγμάτευτα με το κράτος της κας Νικολάου, πανηγύρισαν την «ήττα» και δράχτηκαν της ευκαιρίας για να υποστηρίζουν την επιστροφή σε άλλες εποχές, στα πεδία της ποινικής καταστολής και όχι μόνον. Κι αυτό μου το λάθος διόρθωσα στην συνέχεια της συζήτησης και μπορώ να δεχτώ και ξανά ότι ήταν λάθος μου αυτή η –άθελά μου– άδικα ισοπεδωτική αναφορά. Ωστόσο, θα πρέπει και ο Δημήτρης να ξανασκεφτεί αυτά που έγραψε και να ξανασκεφτεί χαρακτηρισμούς όπως «αισχρό» και «ανήθικη», (δε λέω, έχω δεχθεί και χειρότερα όλο αυτό το διάστημα) και να τα δει με γνώμονα την ιστορία του και την ιστορία μας. Και πριν απ’ όλα, όσο κι αν ψάχνω, δεν μπορώ να βρω πού και πότε υπερασπίστηκα (και μάλιστα «με εμμονή») τη θέση που μου χρεώνει, ότι «νίκησε ο απεργός», που με μοναδικό μέσο το σώμα του, λιώνοντας 65 μέρες σε πλήρη ασιτία, δεν κατόρθωσε να κάνει τον πανίσχυρο αντίπαλο να υποχωρήσει. Αντίθετα, στη συζήτηση του ThePressProject της Δευτέρας, στην τοποθέτηση μου, τόνισα ότι οι αγώνες δεν είναι πάντα νικηφόροι, μπορεί και να ηττώνται, επισήμανα, όμως, ότι η ήττα πολλές φορές γράφει ιστορία και ο ηττημένος μπορεί και να αλλάζει τους συσχετισμούς. Είναι, ωστόσο λοιδορία του απεργού πείνας, που έφτασε μια κλωστή από το θάνατο, να διατρανώνει κανείς τη «νίκη» της Κυβέρνησης (λες και αναμετρήθηκαν ισότιμες δυνάμεις) και να μιλά περιφρονητικά για «κουβέντα για βάλσαμο» για αυτούς που τον υπερασπίστηκαν. Είναι πρόκληση στους ανθρώπους, που εδώ και σε όλη την Ευρώπη, στις δυο πλευρές της Αμερικής, υπερασπίστηκαν τα δίκαια του απεργού, να θεωρεί κανείς ότι αυτά είναι «ιδεολογικά» ζητήματα(!), δημιουργώντας την εντύπωση ότι θεωρεί όλους αυτούς υποστηρικτές του αντάρτικου πόλης, νομιμοποιώντας (άθελα) με τον τρόπο αυτό την επιχειρηματολογία της Κυβέρνησης, τη βία που εξαπέλυσε στους δρόμους και την αποπνικτική φίμωση της ενημέρωσης και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Και είναι άστοχο να επιχειρηματολογεί κανείς πάνω από ένα ετοιμοθάνατο σώμα, χρεώνοντας του «ανευθυνότητα», «αυτοαναφορικότητα» και «ναρκισσισμό», κρίσεις που όλοι καταλαβαίνουν ότι παραπέμπουν στον απεργό και όχι στην «ατομική τρομοκρατία», καθώς η σχετική συζήτηση για τις οργανώσεις μειοψηφικής πολιτικής βίας που αναστάτωσαν την Ευρώπη και την Ελλάδα, πολλές δεκαετίες πριν, έχει τελειώσει εδώ και χρόνια. Έτσι, στηρίζει, (άθελά του) την πλευρά του «νικητή» και την επιχειρηματολογία που ανάπτυξε (ένας «πολυδολοφόνος» δεν μπορεί να διεκδικεί δικαιώματα), αλλά και τα σκονάκια του «νικητή», που είχε κάθε λόγο να βάζει στο τραπέζι την «τρομοκρατία», για να δικαιολογήσει τη στάση του. Είναι πρόβλημα να συνδέει κανείς τον κρατούμενο με αυτά για τα οποία δικάστηκε και καταδικάστηκε. Γιατί άθελά του στηρίζει την επιχειρηματολογία αυτών, από την πλευρά του «νικητή», που δεν τους αρκεί, αυτή η καταδίκη και με τέτοιες αιτιολογίες, ζητάνε την κεφαλική ποινή για να ικανοποιηθούν. Σε μια σύγκρουση τέτοιων διαστάσεων, δεν έχει σημασία το «νόμιμο» αλλά το δίκιο. Και έχει σημασία σε ποια πλευρά του δίκιου θα σταθείς. Κι ας έχει κόστος σε τέτοιες στιγμές η τοποθέτηση. Αισχρή κι ανήθικη όμως δεν είναι. Γιάννα Κούρτοβικ». (18-3-2021).

Η Κούρτοβικ ψεύδεται και πάλι ασύστολα, διαψεύδοντας τον ίδιο της τον εαυτό, εξαφανίζοντας τις πραγματικές ανήκουστες κατηγορίες, που εξαπέλυσε σ’ έναν συνεπή συμπαραστάτη του απεργού, σ’ έναν ξεκάθαρο υποστηρικτή της θέσης ότι η κυβέρνηση παρανόμησε. Η δήθεν επανόρθωση της Κούρτοβικ είναι πραγματικά αδιανόητη, αφού εξαφανίζει δια μαγείας την βαρύτατη κατηγορία που άδικα και αυθαίρετα εξαπέλυσε ότι δηλαδή ο Χριστόπουλος διαμαρτυρόταν ότι δεν πέθανε ο Κουφοντίνας και ότι τον ήθελε νεκρό. Και τι έβαλε με κουτοπονηριά στην θέση της ανυπόστατης κατηγορίας εναντίον ενός συμπαραστάτη του απεργού; Θαυμάστε. «Αδίκησα τον Δημήτρη Χριστόπουλο, τοποθετώντας τον στην ίδια θέση με αυτούς που τάχθηκαν αδιαπραγμάτευτα με το κράτος της κας Νικολάου, πανηγύρισαν την «ήττα» και δράχτηκαν της ευκαιρίας για να υποστηρίζουν την επιστροφή σε άλλες εποχές, στα πεδία της ποινικής καταστολής και όχι μόνον». Και δεν έμεινε εκεί. Σ’ ένα πραγματικό ντελίριο θράσους ζήτησε και τα ρέστα, γιατί ο Χριστόπουλος όχι μόνο πρέπει να δηλώνει ό,τι θέλει η Κούρτοβικ, αλλά ούτε καν να σκέφτεται και να εννοεί κάτι διαφορετικό, επειδή αλλοιώς «στηρίζει» τον «νικητή»! Φανταστείτε την Κούρτοβικ υπουργό δικαιοσύνης σε επαναστατική κυβέρνηση, ο Χριστόπουλος, όπως και όλοι μας, θα έσπαγε πέτρες μέχρι νεωτέρας… Έτσι, για να βάλει μυαλό, που νομίζει ότι μπορεί να σκέφτεται ό,τι θέλει και να μην δείχνει σεβασμό όταν δέχεται κατηγορίες με απίστευτα μακιαβελικό τρόπο.

Μ’ αυτά και μ’ αυτά, βέβαια, άντε να βρεις την επαύριον «κορόιδα» να χρησιμοποιήσεις, όπως ομολόγησε η Κούρτοβικ. Και για την ιστορία, όσο και να ψάξαμε δεν βρήκαμε πουθενά αντίστοιχη δήλωση ούτε του Μανιτάκη, ούτε του Αλεβιζάτου. Αλλά, δεν βαριέσαι, αυτοί είναι του «συστήματος», ούτε θα παρεξηγηθεί και κανένας αν τους «φορτωθεί» και «κάτι παραπάνω». Φυσικά, η Κούρτοβικ και όσοι έχουν τις ίδιες λογικές, ούτε μπορούν ούτε είναι σε θέση να χρησιμοποιήσουν ούτε τον Χριστόπουλο, ούτε τον Αλεβιζάτο ούτε τον Μανιτάκη. Κατά πόσον μάλλον το ΚΚΕ…

Μια και έγινε λόγος για το ΚΚΕ, στο ιστολόγιο Kufontinas.blogspot.com (επίσημη σελίδα διαχειρίζεται δια αντιπροσώπου) σε περίοπτη θέση θαυμάζουμε την επίσημη ανακοίνωση του ΚΚΕ, όπου μεταξύ άλλων διαβάζουμε ότι το «κόμμα του λαού» «είναι αντίθετο στη διακριτική κι αυθαίρετη μεταχείριση οποιουδήποτε κρατουμένου, η οποία παραβιάζει ακόμη και τη σημερινή ψευδεπίγραφη «σωφρονιστική» νομοθεσία. Επίσης, υπερασπίζεται τα δικαιώματα των κρατουμένων για αξιοπρεπείς συνθήκες κράτησης, προστασίας της υγείας, άδειες, δυνατότητα εργασίας, εκπαίδευσης κλπ. […] Αυτή η διαχρονική στάση του ΚΚΕ σε καμιά περίπτωση δεν δικαιολογεί ενέργειες ατομικής τρομοκρατίας, όπως αυτές του Κουφοντίνα, που αξιοποιήθηκαν και αξιοποιούνται από το κράτος και τις κυβερνήσεις, για να συκοφαντούν τους λαϊκούς αγώνες, την επαναστατική ιδεολογία και δράση, αλλά και για να θεσπίζουν –στο όνομα της πάταξής τους– «τρομονόμους», που τελικά στρέφονται κατά των λαϊκών δικαιωμάτων και της εργατικής-λαϊκής πάλης». Εδώ, προφανώς, η ανάγκη να διευρυνθεί το κίνημα συμπαράστασης αφήνει στην λήθη τις γνωστές καταγγελίες του ΚΚΕ, που χαρακτήριζε συλλήβδην πράκτορα τον Κουφοντίνα μέσω του Ριζοσπάστη και όχι μόνο.

Στις 6-9-2002 ο Ριζοσπάστης δημοσιεύει ένα άρθρο που υπογράφει ο Νίκος Μπογιόπουλος με το τίτλο «Συμπτώσεις», «συμπτώσεις», «συμπτώσεις», 6-9-2002, όπου, μεταξύ άλλων, διαβάζουμε: «Άραγε, όμως, θα απαντηθούν και όσα ενδεχομένως η κυβέρνηση και οι διωκτικές αρχές τα θεωρούν «λεπτομέρειες»; Παράδειγμα: α) Η κυβέρνηση παραμένει στα της «απολογίας» του (σεσημασμένου από το ’75) Κουφοντίνα, του στιλ «είμαι πολιτικός αγωνιστής» και «δεν αποκαλύπτω τίποτα»; Θα αναζητήσει τις «πηγές» για τις πληροφορίες που είχε η «17Ν», ώστε να ξέρει ότι ο Σόντερς ταξίδευε στη… Σιέρα Λεόνε ή τις διασυνδέσεις που προκύπτουν από το γεγονός ότι οι σφαίρες με τις οποίες δολοφονήθηκε ο Γουέλς ανήκαν στο ΝΑΤΟ;… β) Μήπως τώρα θα κληθεί η γυναίκα του δολοφονηθέντα πρώην διοικητή Ασφαλείας Θεσσαλονίκης, που δήλωσε ότι «ο Κουφοντίνας μού είναι γνωστός, είμαι βέβαιη πως είχαμε συναντηθεί με τον άντρα μου μαζί του μερικές φορές στην Κατεχάκη, αλλά και στην Αθήνα», μήπως θυμηθεί τίποτα περισσότερο ή ότι έκανε λάθος;… γ) Μήπως τώρα μάθουμε ποιο είναι αυτό το «άλλο κτίριο», που, σύμφωνα με εφημερίδες, πράκτορας της ΕΥΠ ισχυρίζεται ότι έβλεπε τον Κουφοντίνα; δ) Θα μας πουν, επίσης, αν το 1993, στο επεισόδιο της Μηθύμνης με τη σύλληψη των δυο Αμερικανών πρακτόρων υπήρχε και τρίτο πρόσωπο;… Αναμένουμε… Και θα επανέλθουμε».

Όπως είπαμε, ο καλός ο μύλος του «δικαιωματισμού» όλα τα αλέθει και όλοι οι «καλοί» χωρούν. Όσο για το ΚΚΕ, εδώ θα κολλούσε το κόμμα, που «επινόησε» εκ νέου τον Ζαχαριάδη αποκαθιστώντας τον με κομματικές δόξες και τιμές, αρχές Οκτωβρίου του 2011, στον προαύλιο χώρο του Α´ Νεκροταφείου σε μια απαράμιλλη σουρεαλιστική κομματική τελετή; (Όπως είναι γνωστό στο 20ό συνέδριο του ΚΚΣΕ δεν επιτράπηκε στον Ζαχαριάδη να πάρει τον λόγο, ενώ στη διάρκεια της 7ης Πλατιάς Ολομέλειας του ΚΚΕ αποφασίζεται η καθαίρεση του Ν. Ζαχαριάδη από την ηγεσία του κόμματος και ο χαρακτηρισμός του ως «σεχταριστή», «αντιδιεθνιστή» και «ύποπτου προδοσίας» τον Μάρτη του 1956, με αποτέλεσμα την εξορία του στην Σιβηρία και την «αυτοκτονία» του τον Αύγουστο του 1973).

Η ήττα, λοιπόν, δεν βρίσκεται απλά σε μια μάχη που χάθηκε και ο νοών νοείτο…

Συσπείρωση Αναρχικών

Δημοσιεύθηκε στην ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ. 214, Απρίλιος 2021
Comments are closed.