Το τραινάκι της ευδαιμονίας
Μέσα από την αλληγορία είναι ευκολότερο να μιλήσουμε για όσα ο νους δυσκολεύεται να χωρέσει. Όταν η λογική δεν επαρκεί, όταν οι συνθήκες οι ίδιες ξεπερνούν κάθε φαντασία, όταν οι απλές περιγραφές δεν φτάνουν καν να αγγίξουν την πραγματικότητα που ζούμε, τότε ο μύθος φαντάζει η ιδανική λύση.… Περισσότερα...



Τώρα μας έμεινε το πιο δύσκολο· πώς να πάρουμε τις λέξεις που έμειναν και να φτιάξουμε ζωή.
Είχε μια μεγάλη ουλή στο μηρό της/ έμοιαζε με νεκρό σιδηρόδρομο/ που τον σκέπαζαν πρόχειρα άγριες σάρκες/ Αυτός έβαζε το δάχτυλο τρυφερά στην αφετηρία/ και διέτρεχε απαλά την απόσταση/ ως τη ρίζα του γονάτου/ Κάθε φορά ένιωθε την διαδρομή ατελείωτη/ Κλείνανε τότε γυμνοί τα μάτια/ να φανερώσουν για λίγο/ όσα ο φόβος τους έκρυβε/ Εκείνη ψιθύριζε/ «Γιατί σου αρέσει τόσο η ουλή μου; Είναι μεγάλη κι άσχημη/ Αν όμως τόσο πια τι θέλεις στη χαρίζω»/ Κι αυτός απαντούσε/ «Κοίτα/ όσο κι αν περιπλανήθηκα μέσα σ’ αρχαίους τάφους/ δεν βρήκα πουθενά μαχαίρι/ τόσο σκουριασμένο/ τόσο στομωμένο/ για να την βγάλω από πάνω σου/ όπως τής αξίζει»/ «Τότε θα τη φυλάω στο σώμα μου/ μόνο για σένα/ Όσα χρόνια κι αν περάσουν/ από αυτή τη στιγμή/ θα είναι δική σου/ Σάρκα και δέρμα σου/ ένα με εμένα/ Ως το θάνατο/ Ή μέχρι να βρεις εκείνο το μαχαίρι των αρχαίων»/ «Κάποια στιγμή θα τα ξεχάσεις όλα αυτά/ ή το πιθανότερο/ δεν θα θέλεις να τα θυμάσαι»/ «Ίσως/ Αναπνέω για τη στιγμή/ Αν σκεφτώ το αύριο/ θα σταματήσει η καρδιά μου/ Κάποια πρωινά/ ξυπνώ με ένα μαύρο ήλιο στο μαξιλάρι μου/ Το χθεσινό μου όνειρο/ καίγεται στο σκοτάδι του/ ψάχνω λίγη από την τέφρα/ μα δεν βρίσκω ίχνος/ Αυτό πάλι τι σου λέει;»/ «Μου λέει ότι έχεις μάθει πια τα πάντα/ Νομίζω ότι έχει έρθει η ώρα ν’ αρχίσεις να ξεχνάς/ Εγώ πάλι λέω/ από εδώ και πέρα/ να μην ξεχνώ τίποτα/ Έτσι θα πληρώσω για όλα/ Αναδρομικά και με τόκο/ Εσύ καθάρισες/ Ήρθε η ώρα να μπεις στον κόσμο/ που τόσο μίσησες/ και να μπει κι αυτός μέσα σου/ Να θυμάσαι όμως/ ότι αυτή η ουλή στο μηρό σου/ μού ανήκει/ Θα γίνει η μόνη μου ιδιοκτησία/ Δική μου/ Και που ξέρεις/ Μπορεί στις περιπλανήσεις μου/ σε χρόνους μέσα σε χρόνους/ να βρω κάποτε κι εκείνο το μαχαίρι»/ Κάτι πύρωσε μέσα της/ θυμός/ έξαψη/λαγνεία/ αποστροφή/ αγάπη/ κενό/ Τον έσφιξε με δύναμη επάνω στο σώμα της/ Όλα έμοιαζαν εντελώς φυσιολογικά.…
Θέλησε να ξοδευτεί με τον δικό του ρυθμό/ Από παιδί μισούσε τα ρολόγια./ Προτιμούσε να μετρά τις στιγμές με την αναπνοή του/ Ήταν καλύτερα έτσι/ Κι όταν οι καταστάσεις τον στρίμωχναν άγρια/ επέστρεφε στη γέρικη μουριά/ Εκείνη στον θλιβερό ακάλυπτο/ Τα δέντρα δεν μιλούν/ μα νιώθουν τα πάντα/ Επέμενε πως το σώμα της είχε καταπιεί τα κάγκελα/ Τα χώνεψε για τα καλά/ Σίδερο σκουριά και χλωροφύλλη αγκαλιασμένα/ Κι αντίο φυλακή/ Μια στιγμιαία νίκη της ζωής/ Πριν το σπασμένο σώμα ρίξει αυλαία/ Ο θρύλος λέει πως δεν έγιναν οι πρέπουσες τελετές/ Καμιά κηδεία/ Τα κομμάτια σάπιζαν άθαφτα στην άσφαλτο/ Κάτι παιδιά μόνο χάραξαν επάνω τους κατάδεσμους/ Σε αρχαίες νεκρές γλώσσες/ Για να μην τους ξορκίσει κανείς/ Αυτός έλειπε/ Μόνο τα πουλιά την έκλαψαν/ Κι ας έμειναν άστεγα/ Διασώθηκαν μόνο κάτι σκόρπιες εικόνες/ Που με το μέτρημα των αναπνοών θόλωναν μέσα του/ Τις ξέβραζε με κάθε εφιάλτη/ Τότε στις κόγχες του βλάσταιναν και πάλι τα κλαδιά της/ Και η σκιά τους πρόσφερε πυρετική θαλπωρή στους λίγους επιζώντες/ Δεν ξεκουραζόταν ποτέ/ Έκανε υπομονή για τον Μεγάλο Ύπνο/ Κι όσο αυτός αργούσε/ έπρεπε κάπως να ξοδευτεί/ Άλλοτε έτρεχε σα φωτόνιο κι άλλοτε έμενε αδρανής σα ψόφια μύγα/ Περφεξιονισμού και Απραξίας γωνία, μόνιμος κάτοικος/ Αυτό τον έκανε αθεράπευτα συναισθηματικό/ Με έναν άσχημο τρόπο/ αποκλειστικά ιδιόκτητο/ Κάποτε ο δάσκαλος τούς μίλησε για τα νεκροτομεία/ Οι περιγραφές του με κάθε λεπτομέρεια/ Δεν τσιγκουνεύτηκε λέξη/ Ήταν όλοι τους στο προαύλιο/ Μάης γλυκός/ Το άρωμα από τις πασχαλιές σκαρφάλωνε ανεμπόδιστα μέσα τους/ Ένιωσε ερωτευμένος με τα πάντα/ Τα κορίτσια ας περίμεναν τη σειρά τους/ Και τότε είδε όλη την αλήθεια/ Είδε τις πασχαλιές να ξεκορμίζουν μέσα από τα σωθικά των πεθαμένων/ Να ξεπηδούν από ανοιγμένα μπλαβιά στόματα/ Ανθοί και αίμα να σμίγουν με τρυφερότητα/ Αδέξια και αθώα/ Φτιάχνοντας συμπλέγματα από θάνατο και ζωή/ Ο ήλιος τού χάιδεψε άγρια το σβέρκο/ Κι αυτό κάπως τον συνέφερε από τη ζάλη/ Το ήξερε ήδη/ Οι στιγμές είναι τα πάντα/ Τα χρόνια όμως κρεμάλα/ Μια τρίαινα από φουσκωμένες φλέβες/ άραζε μόνιμα στο μέτωπο του/ Όταν συγκεντρωνόταν πολύ/ μπορούσε να ακούσει το αίμα του να φέρνει βόλτες μέσα τους/ «Θα κάνουν μπαμ κάποια μέρα να το ξέρεις.
Το διήγημα αυτό γράφτηκε το 2014, όταν όλοι οι σημερινοί κανονισμοί και απαγορεύσεις, που ζούμε αυτή τη στιγμή, φαίνονταν πολύ μακρινοί και αποδίδονταν σε ταινίες επιστημονικής φαντασίας. Σήμερα βλέπουμε πώς το παράλογο μεταλλάσσεται εξ ίσου σε νόμο και μάλιστα με την επίφαση του ηθικά σωστού.
Οι δυο ερευνητές βρέθηκαν μπροστά σε ένα αποτρόπαιο θέαμα⸱ το πτώμα είχε πεθάνει από γεράματα.
Το Relatus Laniatus είναι μια ιστορία σε μορφή comic, που ξεκίνησε χρόνια πριν, το 2010, χωρίς ποτέ να δημοσιευτεί. Εδώ είναι η πρώτη φορά που δημοσιεύεται, ξεκινώντας την ιστορία των γραναζιών σε συνέχειες. Στο εισαγωγικό αυτό τρισέλιδο συστήνονται οι κεντρικοί ήρωες και εκκινεί η ιστορία.… 

Ο ήλιος, λένε, θέλει την καρδιά μου,
Τα επόμενα χριστούγεννα συμπληρώνεται ένας αιώνας από το γεγονός, που έκανε έναν από τους πιο μεγάλους πολέμους να φανερώσει το βασικό συστατικό κάθε πολέμου, τον παραλογισμό του∙ καθώς κατασκευάζει εχθρούς και μετονομάζει τη δολοφονία σε ηρωισμό. Στις 25 Δεκεμβρίου του 1914, λοιπόν, στα χαρακώματα του δυτικού μετώπου της α’ παγκόσμιας ανθρωποσφαγής, όπου βρίσκονταν τα αγγλικά και γαλλικά στρατεύματα εναντίον των γερμανικών, μια παράξενη σιγή επικράτησε για λίγο.
Αυτό που ο κοινός άνθρωπος βλέπει σαν πέτρα, για τον άνθρωπο που ξέρει είναι μαργαριτάρι.