Το αβάσταχτο βάρος της μετριότητας

Το αβάσταχτο βάρος της μετριότητας

Η αδράνεια είναι μοιραία μόνο για τις μετριότητες.

Αλμπέρ Καμύ

 

Το κείμενο αυτό αφιερώνεται σε όσους παλεύουν με τη μετριότητα κάθε μέρα, σε όσους πολεμούν για χάρη της ελευθερίας, σε όσους θυσίασαν και θυσιάζουν κάτι από τον εαυτό τους στο όνομά της. Ευχόμαστε να επιστρέφουν πάντα στη ζωή, να μας ξυπνάνε.

 

Θέλουμε θρησκεία χωρίς θεό, σχέσεις χωρίς τους άλλους, φαγητό χωρίς θερμίδες, φωτιά χωρίς καπνό, τεχνολογική φρενίτιδα χωρίς κατανάλωση ενέργειας, οικολογία χωρίς ύπαιθρο, προστασία του περιβάλλοντος χωρίς περιβάλλον. Θέλουμε νόμιμες επαναστάσεις. Θέλουμε να καταναλώνουμε μανιωδώς, αλλά με τη δικαιολογία της αποχής από το κρέας να εφησυχάζουμε ότι εμείς είμαστε ευσυνείδητοι απέναντι στα ζώα.

Ποιοι είμαστε, τελικά; Ποιοι καταφέραμε να γίνουμε;

Όλα μοιάζουν περίεργα, ολικώς διαστρεβλωμένα: δηλωμένοι αριστεροί με στάση ζωής νεοφιλελεύθερη (αλήθεια, φαίνεται ότι πλέον χρειάζεται να έχεις πολλά λεφτά, για να είσαι αριστερός)⸱ δηλωμένοι φασίστες ή ναζί που δεν έχουν ιδέα από όσα υποστηρίζουν ότι πρεσβεύουν, όλοι τους εξίσου τυφλωμένοι από την επανάληψη μιας λούπας: «εμείς είμαστε αυτοί και όχι οι άλλοι». Κι όσο για την πλειονότητα όσων δηλώνουν αναρχικοί, από καιρό ξέχασαν τη φλόγα της ελευθερίας που είχαν στην καρδιά τους και παζαρεύουν από ξένες ιδεολογίες δανεικά ιμάτια. Όλοι αρκούνται να δηλωθούν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, να βεβαιώσουν τη «σημασία» τους, να αποδείξουν την «αξία» τους, συνήθως, μέσω φαιδρών διαδικτυακών απειλών.

Στο κυνήγι μιας υποτιθέμενης ευτυχίας ή επιτυχίας -και μάλιστα στο στοιχειώδες θήρευμα της απόλαυσης- πιστέψαμε ότι το να έχεις τα πάντα –κι ασφαλώς δίχως τίμημα- είναι ο στόχος. Τυφλωμένοι έπειτα από το κυνήγι του στόχου, αφαιρέσαμε από τα πάντα την ουσία τους, επειδή στο μεταξύ γίναμε πολύ αδύναμοι, για να αντέξουμε τον κόσμο.

Ξεχάσαμε τη δυναμική των πραγμάτων ή μάλλον προσπαθούμε κάθε μέρα να την ξεχάσουμε. Είμαστε πολύ απασχολημένοι, υφαίνοντας το τίποτε στον παγκόσμιο ιστό μας, είμαστε πολύ κουρασμένοι, υπηρετώντας τις ανούσιες δουλειές μας, είμαστε πολύ αφοσιωμένοι, τυφλώνοντας τα παιδιά μας, ώστε φτάνουμε να παρακαλούμε να σταματήσει ο κόσμος για χάρη μας, να διατηρηθούν τα κεκτημένα μας και να λέμε «καλά είμαι εδώ».

Για χάρη του προσωπικού μας «καλά» ή «καλύτερα», κάθε φορά που παίρνουμε παράταση από τα χρωστούμενά μας στη ζωή, λησμονούμε και επαναλαμβάνουμε τα ίδια. Τζογάρουμε ξανά και ξανά στη θήρα της «ευτυχίας» και βγαίνουμε μονίμως χαμένοι. Όσα και να αποκτήσουμε, δεν μας αρκούν.

Θα ήμασταν ειλικρινέστεροι, εάν αφιερώναμε χρόνο στο να βρούμε ποιοι είμαστε και τί κάνουμε, απλώς σταματώντας, κάνοντας παύσεις σοβαρές και όχι «διακοπές». Θα ήμασταν ευδαίμονες αν παραδεχόμασταν το τίποτε, αν μέναμε στο κενό, δίχως να προσπαθούμε να αποφύγουμε το αυτονόητο· τον εαυτό μας.

Ξεχνώντας την ευδαιμονία της απελευθέρωσής μας, ναρκωμένοι στα μικρά και μεγάλα ψεύδη, συνηθίσαμε στην απάθεια. Όλα τα πάθη του κόσμου, οι θάνατοι, οι καταστροφές, οι πόλεμοι, που μαίνονται και πληγώνουν την ψυχή του κόσμου, όλη αυτή η επέλαση του κακού, που ανενόχλητο και απόλυτο, περνάει από τα κλικ μας, φιλοτεχνούν το γλυπτό αυτής της απάθειάς μας. Μπορούμε να κοιμόμαστε ήσυχοι· όσο ο πλανήτης υπερθερμαίνεται, οι καρδιές μας παγώνουν.

Η αιτία της μετριότητάς μας είναι η αδυναμία μας για θυσίες˙ δεν είμαστε ικανοί για καμιά. Δεν θέλουμε να πληρώσουμε κανένα κόστος για τις επιλογές μας. Θέλουμε κέρδος, όφελος, χρησιμότητα, επιτυχία. Όλη μας η ύπαρξη είναι «πολιτισμένη» από την τακτοποίηση συναισθημάτων, σχέσεων, εργασιών. Όλες μας οι στιγμές είναι φυλακισμένες σε ώρες, λεπτά και δευτερόλεπτα. Ξεγελάμε τον εαυτό μας με πολλές «χρήσιμες» σκέψεις. Μεγαλώσαμε με μια αναπηρία κληρονομημένη: δεν μάθαμε εκείνες τις μεγάλες παύσεις, όπου όλα σταματούν, όλα γίνονται ένα, όλα απλώς υπάρχουν. Αν κατά λάθος, πέσουμε σε εκείνο το κενό, τρέμουμε από φόβο και σπεύδουμε να βουτήξουμε στις ώρες μας. Εμείς είμαστε οι αυτοκράτορες του κόσμου. Όσοι δεν έχουν στόχους και σχέδια για αύριο είναι χαμένοι και περιθωριακοί, οπισθοδρομικοί και τεμπέληδες.

Αντί με συστηματικότητα να αποφεύγουμε τον εαυτό μας, ας πάρουμε τον ανάποδο δρόμο. Ας πάψουμε να είμαστε καχύποπτοι και κριτικοί απέναντι σε οτιδήποτε καλό και ας αρχίσουμε να χάνουμε. Ας αρχίσουμε να αφαιρούμε και να θυσιάζουμε. Ας βάλουμε καπνό στη φωτιά μας, ανθρώπους στις σχέσεις μας, θερμίδες στο φαγητό μας, ιερότητα στις στιγμές μας, ζωή σε ό,τι μας περιβάλλει και μας περιλαμβάνει. Ας σταματήσουμε να είμαστε τόσο μέτριοι. Έχουμε πολλά να χάσουμε, ούτως ή άλλως.

Για να αποφύγουμε τον πόνο, χάσαμε τις στιγμές. Τις πολύτιμες εκείνες ιερές στιγμές, όταν νιώθουμε ολόκληροι, γεμάτοι, αληθινοί, όταν δεν χρειάζεται να πηγαίνουμε κάπου, να είμαστε κάποιοι, να στοχαζόμαστε το μέλλον ή να θυμόμαστε το παρελθόν. Εκείνες τις στιγμές στο εδώ και στο τώρα, όταν είμαστε πλήρεις. Όταν όλα τα κομμάτια μας είναι εδώ. Μετά την θύελλα, αφού τα παίξαμε όλα για όλα και τα χάσαμε και μετά και τον θρήνο της απώλειας, όταν πια τίποτε δεν έχει μείνει να χαθεί, έρχεται μια αχτίδα φωτός. Μια αληθινή, ζωντανή αχτίδα φωτός, που μας δείχνει την αληθινή ύπαρξή μας.

Ας εξεγερθούμε απέναντι στη μετριότητα, που έχει καταντήσει μοχθηρία. Ο κόσμος είναι ολόκληρος και δεν τελειώνει ποτέ. Διαρκώς μεταβάλλεται, διαστέλλεται και συστέλλεται, μεταμορφώνεται, πεθαίνει, για να ξαναγεννηθεί. Η μετριότητά μας δεν θα τον σταματήσει, δεν θα τον κάνει καλύτερο ή χειρότερο, αλλά θα κάνει εμάς κενούς, ολοένα και πιο δυσ-δαίμονες, καθώς ο δαίμων μέσα μας θα ζει φυλακισμένος και πεινασμένος από ζωή. Η ελευθερία μας είναι η ευδαιμονία μας. Η ευδαιμονία μας είναι η ελευθερία μας. Η ελευθερία μας είναι η απαλλαγή μας από τη μετριότητα και η επιστροφή μας στη ζωή με όλα όσα περιλαμβάνει, χωρίς υπεκφυγές.

Καθώς γράφονταν αυτές οι γραμμές, εμφανίστηκε ως από μηχανής θεός (ή, ορθότερα,  από γραφομηχανής θεός) η εισαγωγή του Γιώργου Μπαλάνου από την ανθολογία επιστημονικής φαντασίας «Ιστορίες από εχθρικούς πλανήτες» (εκδόσεις Πήγασος). Γράφει, λοιπόν, εν έτει 1989:

 «Μη!»… «Τζιζ!»… «Βαβά!»…

Με αυτά τα τρία συνθήματα μεγαλώνουν τα παιδιά του σύγχρονου κόσμου.

Και όταν μεγαλώσουν;

Α…όταν μεγαλώσουν φοβούνται τα ρεύματα, τα μικρόβια, τα σκυλιά, τη βροχή, το κρύο, τη ζέστη, τα καρκινογόνα, τη σκιά τους…το σύμπαν ολόκληρο. Και όλα εκείνα τα «μη!» «τζιζ!» και «βαβά!» τα μεταφέρουν αργότερα με τη γλώσσα των ενηλίκων σε βαρύγδουπους νόμους και κανονισμούς που αποβλέπουν στην ασφάλεια και την προστασία μας. Και όλα αυτά τα επιβάλλουν με το περιτύλιγμα κάποιου «-ισμού». Αλλά, αν σταθούμε λίγο παράμερα και κοιτάξουμε την ανθρωπότητα από μια πιο μακρινή σκοπιά, θα διαπιστώσουμε ότι ο μόνος «-ισμός» που φαίνεται να της ταιριάζει είναι ο μαζοχισμός.

Τα κάγκελα, φίλοι μου, τα χειρότερα κάγκελα, δεν είναι τα σιδερένια – είναι τα αόρατα, τα δικά μας. Πνιγόμαστε στις φοβίες μας και νομίζουμε ότι απαλλαγόμαστε από τα ταμπού με το να τ’ αναβαφτίζουμε δίνοντάς τους άλλα, πιο σοβαροφανή ονόματα.

Απαγορευτικές πινακίδες σε κάθε επικίνδυνη γωνιά της ζωής! «Στοπ», «Δακτύλιος», «Απαγορεύεται η στροφή δεξιά, η στροφή αριστερά, η στροφή επί τόπου», «Κίνδυνος!»… Πινακίδες, πινακίδες, πινακίδες σε κάθε δρόμο της ζωής -ώσπου κάποτε απαγορεύεται να πας πίσω, δεξιά ή αριστερά.

Αλλά βέβαια ζεις… ασφαλής! Σαν το βασιλικό στη γλάστρα.

«Το πιο επικίνδυνο πράγμα», είχε πει κάποτε ο πάντα σαρκαστικός και εικονολάτρης Μαρκ Τουαίην, «είναι να ζεις, γιατί την κάθε στιγμή κινδυνεύεις να πεθάνεις».

Οι σύγχρονες κοινωνίες μας έχουν μια τάση να είναι πνιγηρά υπερπροστατευτικές, αποκλείοντας όσο γίνεται το στοιχείο του κινδύνου από τη ζωή. Και εκείνος που θεωρεί τον κίνδυνο όχι απλώς σαν το «αλάτι της ζωής», αλλά και σαν ένα από τ’ αναγκαία εργαλεία της εξέλιξης, χαρακτηρίζεται «τρελός». Μπορεί και να είναι, αλλά εκείνος που τρέμει μπροστά στο καθετί είναι ήδη πεθαμένος και απλώς διατηρείται σαν ψάρι στην κατάψυξη.

Και η κοινωνία μας είναι ένα θαυμάσιο ψυγείο για να διατηρεί με την ψευδαίσθηση της φρεσκάδας ανθρώπους που είναι πεθαμένοι προ πολλού. Όπως και να ‘χει -προσωπική μου άποψη- προτιμώ να είμαι τρελός παρά πεθαμένος.

Αλλά ο κίνδυνος δεν έχει νόημα σαν αυτοσκοπός, γιατί τότε απλώς υποδηλώνει την ύπαρξη κάποιας ακόμη υποσυνείδητης φοβίας. Ο υπερβολικά ριψοκίνδυνος και θαρραλέος είναι κατά κανόνα ένας δειλός με το μανδύα του γενναίου. Γιατί φοβάται τη δειλία! Εκείνος που μπροστά στον κίνδυνο δε νιώθει την υγιή αίσθηση του φόβου, δεν είναι γενναίος αλλά άρρωστος.

Για να λειτουργήσει θετικά, ο κίνδυνος πρέπει να έχει νόημα, να εξυπηρετεί σε κάτι. Το άσκοπο ρίσκο είναι απαράδεκτο. Κοντολογίς, ο κίνδυνος είναι θετικό στοιχείο της ζωής μονάχα όταν ταυτίζεται με τη λέξη «εμπόδιο». Είναι ηλίθιο να επινοεί κανείς άσκοπους κινδύνους, για τον ίδιο λόγο ότι κανείς δε βάζει άσκοπα εμπόδια στο δρόμο του. Το σωστό είναι να επιδιώκει δύσκολους στόχους -που είναι και οι μόνοι που αξίζουν – και τότε οι κίνδυνοι είναι απλώς τα όποια εμπόδια υπάρχουν στο δρόμο για το στόχο του.

Αλλά γιατί τα γράφω όλα αυτά; Μα… γιατί μ’ εκνευρίζουν οι άνθρωποι που είναι ευχαριστημένοι με τον κόσμο και τον εαυτό τους. Γιατί πιστεύω ότι τα ήρεμα και γαλήνια λιμάνια είναι μονάχα για να ξεκουράζονται τα πληρώματα και να επιδιορθώνονται τα πλοία. Γιατί πιστεύω ότι το πιο σπουδαίο εξάρτημα του καραβιού δεν είναι η άγκυρα, όπως προσπαθεί να μας πείσει η πληκτική κοινωνία μας, αλλά η προπέλα ή τα πανιά.

[…]

Είναι (και θα παραμείνει) αληθές ότι, σε κάθε εποχή, οι άνθρωποι που έχουν ευαισθησίες, τρυφερότητα, όνειρα (κι όχι οράματα πλουτισμού και δόξας), λειτουργούν (συνήθως άθελα τους) όπως τα καναρίνια για τους παλιούς  «εργάτες» των ορυχείων: νιώθουν και γεύονται όλη την πίκρα των βίαιων αλλαγών που έρχονται και μας ειδοποιούν εγκαίρως για το δηλητήριο που αυτές εμπεριέχουν, ασχέτως αν, ως επί το πλείστον, ελάχιστοι σύγχρονοί τους τούς καταλαβαίνουν.

σύντροφοι για την Αναρχική Απελευθερωτική Δράση

 

Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην αναρχική εφημερίδα Διαδρομη Ελευθερίας, στο φύλλο του Νοεμβρίου του 2019

 

 

 

Comments are closed.