Ο ρόλος της Wall Street στην Οκτωβριανή Επανάσταση: Μια ενδιαφέρουσα άποψη από τον Antony C. Sutton (Ε΄ μέρος)

Ο ρόλος της Wall Street στην Οκτωβριανή Επανάσταση: Μια ενδιαφέρουσα άποψη από τον Antony C. Sutton (Ε΄ μέρος)

Ο ΛΕΝΙΝ ΚΑΙ Η ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΣΤΗΡΙΞΗ ΣΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΜΠΟΛΣΕΒΙΚΩΝ

Μόνο όταν οι Μπολσεβίκοι έλαβαν από εμάς μια σταθερή ροή κεφαλαίων μέσω διαφόρων καναλιών και υπό διαφορετικές ετικέτες, ήταν σε θέση να οικοδομήσουν το κύριο όργανό τους την Pravda, για να διεξάγουν ενεργητική προπαγάνδα και να επεκτείνουν σημαντικά την αρχικά μικρή βάση του κόμματός τους. (Von Kühlmann, υπουργός εξωτερικών, στον Kaiser, 3 Δεκεμβρίου 1917)

Τον Απρίλιο του 1917, ο Λένιν και μια ομάδα 32 Ρώσσων επαναστατών, κυρίως Μπολσεβίκων, ταξίδεψε με τραίνο από την Ελβετία μέσω της Γερμανίας και της Σουηδίας στην Πετρούπολη, στη Ρωσσία. Επρόκειτο να ενωθούν με τον Λέον Τρότσκυ, «για να ολοκληρώσουν την επανάσταση». Η μετάβασή τους μέσω της Γερμανίας εγκρίθηκε, διευκολύνθηκε και χρηματοδοτήθηκε από το Γερμανικό γενικό Επιτελείο. Η μετάβαση του Λένιν στη Ρωσσία αποτελούσε μέρος ενός σχεδίου εγκεκριμένου από τη γερμανική Ανώτατη Διοίκηση, προφανώς όχι άμεσα γνωστού στον Kaiser, για να συμβάλει στην αποσύνθεση του ρωσσικού στρατού κι έτσι να εξαλείψει την παρουσία της Ρωσσίας από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η πιθανότητα οι Μπολσεβίκοι να στρέφονταν κατά της Γερμανίας και της Ευρώπης δεν υπήρχε για το γερμανικό Γενικό Επιτελείο. Ο υποστράτηγος Hoffman είχε γράψει: «δεν γνωρίζαμε ούτε προβλέπαμε τον κίνδυνο για την ανθρωπότητα από τις συνέπειες αυτού του ταξιδιού των Μπολσεβίκων στη Ρωσσία».[1]

Σε ανώτερο επίπεδο, ο Γερμανός πολιτικός αξιωματούχος που ενέκρινε το ταξίδι του Λένιν στη Ρωσσία ήταν ο Καγκελάριος Theobald von Bethmann-Hollweg, ένας απόγονος της οικογένειας Bethmann, της τράπεζας της Φρανκφούρτης, η οποία έφτασε σε μεγάλη άνθηση τον 19ο αι. Ο Bethmann-Hollweg διορίστηκε καγκελάριος το 1909 και το Νοέμβριο του 1913 δέχτηκε την πρώτη ψήφο μομφής που έγινε ποτέ σε καγκελάριο στο γερμανικό Reichstag. Ήταν ο Bethmann-Hollweg που το 1914 είπε δημόσια ότι η γερμανική εγγύηση στο Βέλγιο ήταν απλώς «ένα μάτσο παλιόχαρτα». Επίσης, για άλλα πολεμικά ζητήματα –όπως η απεριόριστη χρήση υποβρυχίων στον πόλεμο– ο Bethmann-Hollweg ήταν αμφίθυμος· τον Ιανουάριο του 1917 είπε στον Kaiser: «Δεν μπορώ να δώσω στην Αυτού Μεγαλειότητά σας ούτε τη συγκατάθεσή μου για την απεριόριστη χρήση πολεμικών υποβρυχίων ούτε την άρνησή μου». Μέχρι το 1917, ο Bethmann-Hollweg είχε χάσει την υποστήριξη του Reichstag και παραιτήθηκε, –αλλά όχι πριν εγκρίνει τη μετάβαση των μπολσεβίκων επαναστατών στη Ρωσσία. Οι οδηγίες διέλευσης, τις οποίες έδωσε ο Bethmann-Hollweg, πέρασαν μέσω του κρατικού γραμματέα Arthur Zimmermann –που ήταν αμέσως κάτω από τον Bethmann-Hollweg και χειριζόταν τις καθημερινές επιχειρησιακές λειτουργίες με τους Γερμανούς υπουργούς στη Βέρνη και στην Κοπεγχάγη– στον Γερμανό υπουργό στη Βέρνη στις αρχές Απριλίου 1917. Ο ίδιος ο Kaiser δεν γνώριζε το επαναστατικό κίνημα μέχρι που ο Λένιν πέρασε στη Ρωσσία.

Ενώ ο ίδιος ο Λένιν δεν ήξερε την ακριβή πηγή της βοήθειας, ήξερε ότι η Γερμανική κυβέρνηση παρείχε κάποια χρηματοδότηση. Υπήρχαν, ωστόσο, ενδιάμεσοι δεσμοί μεταξύ του γερμανικού υπουργείου εξωτερικών και του Λένιν, όπως φαίνεται παρακάτω:

Η μετάβαση του Λένιν στη Ρωσσία τον Απρίλιο του 1917
Τελική Απόφαση BETHMANNHOLLWEG (καγκελάριος)
Ενδιάμεσος Ι ARTHUR ZIMMERMANN (Υφυπουργός)
Ενδιάμεσος ΙΙ ROCKDORFF-RANTZAU (Γερμανός υπουργός στην Κοπεγχάγη)
Ενδιάμεσος ΙΙΙ ALEXANDER ISRAEL HELPHAND (αλλοιώς PARVUS)
Ενδιάμεσος IV JACOB FURSTENBERG (αλλοιώς GANETSKY)
Ο Λένιν στη Σουηδία

Από το Βερολίνο ο Zimmermann και ο Bethmann-Holl­weg επικοινωνούσαν με τον Γερμανό υπουργό στην Κοπεγχάγη, τον Brockdorff-Rantzau. Με τη σειρά του, ο Brockdorff-Rantzau ήταν σε επαφή με τον Alexander Israel Helphand (πιο γνωστό με το ψευδώνυμό του, Parvus), που βρισκόταν στην Κοπεγχάγη.[2] Ο Parvus ήταν ο σύνδεσμός με τον Jacob Furstenberg, έναν Πολωνό που καταγόταν από εύπορη οικογένεια, αλλά πιο γνωστό με το ψευδώνυμό του Ganetsky. Και ο Jacob Furstenberg ήταν ο άμεσος σύνδεσμος με τον Λένιν.

Αν και ο καγκελάριος Bethmann-Hollweg ήταν η τελική αρχή για τη μεταφορά του Λένιν και παρ’ όλο που ο Λένιν ίσως γνώριζε την γερμανική προέλευση της βοήθειας που δεχόταν, ο ίδιος δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως Γερμανός πράκτορας. Το γερμανικό Υπουργείο Εξωτερικών αξιολόγησε τις πιθανές ενέργειες του Λένιν στη Ρωσσία ως σύμφωνες με τους δικούς του στόχους στη διάλυση της υφιστάμενης δομής εξουσίας στη Ρωσσία. Ωστόσο, και οι δύο πλευρές είχαν κρυφές επιδιώξεις: η Γερμανία ήθελε προτεραιότητα πρόσβασης στις μεταπολεμικές αγορές στη Ρωσσία και ο Λένιν σκόπευε να εδραιώσει μια μαρξιστική δικτατορία.

Η ιδέα να χρησιμοποιηθούν οι Ρώσοι επαναστάτες με αυτό τον τρόπο μπορεί να ανιχνευτεί ήδη από το 1915. Στις 14 Αυγούστου αυτής της χρονιάς, ο Brockdorff-Rantzau έγραψε στον Γερμανό υφυπουργό σχετικά με τη συνομιλία του με τον Helphand (Parvus) και έκανε μια ισχυρή σύσταση να προσλάβουν τον Helphand, «έναν εξαιρετικά σημαντικό άνθρωπο, που νιώθω ότι τις ασυνήθιστες δυνάμεις του πρέπει να τις χρησιμοποιήσουμε στη διάρκεια του πολέμου…».[3] Στην έκθεση συμπεριλαμβανόταν μια προειδοποίηση: «αυτό που ίσως αποτελεί κίνδυνο είναι να θέλει να χρησιμοποιήσει τις εξουσίες του, που κρύβονται πίσω από τον Helphand, αλλά θα ήταν οπωσδήποτε μια παραδοχή της δικής μας αδυναμίας, αν επρόκειτο να αρνηθούμε τις υπηρεσίες τους με το φόβο μήπως δεν είμαστε σε θέση να τις κατευθύνουμε».[4]

Οι ιδέες του Brockdorff-Rantzau να κατευθύνουν ή να ελέγξουν τους επαναστάτες, όπως θα δούμε, ήταν παράλληλες με εκείνες των χρηματοδοτών της Wall Street. Ήταν ο J.P. Morgan και η Αμερικάνικη Διεθνής Εταιρεία, που προσπάθησαν να ελέγξουν τόσο τους εγχώριους, όσο και τους ξένους επαναστάτες στις ΗΠΑ για δικούς τους σκοπούς.

Ένα επόμενο έγγραφο[5] περιέγραφε τους όρους που ζητούσε ο Λένιν, από τους οποίους ο πιο ενδιαφέρον ήταν ο υπ’ αριθμόν 7 να επιτραπεί στα ρωσσικά στρατεύματα να κινηθούν στην Ινδία· αυτό υποδηλώνει ότι ο Λένιν είχε την πρόθεση να συνεχίσει το τσαρικό επεκτατικό πρόγραμμα. Ο Zeman επίσης καταγράφει τον ρόλο του Μax Warburg στην ίδρυση ενός Ρωσσικού εκδοτικού οίκου και αναφέρεται σε μια συμφωνία που χρονολογείται στις 12 Αυγούστου 1916, στην οποία ο Γερμανός βιομήχανος Stinnes συμφώνησε να συνεισφέρει δύο εκατομμύρια ρούβλια για την χρηματοδότηση του εκδοτικού οίκου στη Ρωσσία.[6]

Συνεπώς, στις 16 Απριλίου 1917, ένα τραίνο φορτωμένο με 32 άτομα, συμπεριλαμβανομένου του Λένιν, της συζύγου του Nadezhda Krupskaya, του Grigori Zinoviev, του Sokolnikov και του Karl Radek, έφυγε από τον Κεντρικό Σταθμό της Βέρνης οδεύοντας προς την Στοκχόλμη. Όταν η ομάδα έφτασε στα ρωσσικά σύνορα μόνο στον Fritz Plattan και τον Radek αρνήθηκαν την είσοδο στη Ρωσσία. Η είσοδος επετράπη στους υπολοίπους της ομάδας. Μερικούς μήνες αργότερα ακολουθήθηκαν από σχεδόν 200 Μενσεβίκους, περιλαμβανομένου του Martov και του Axelrod.

Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Τρότσκυ, εκείνη την εποχή στη Νέα Υόρκη, επίσης διέθετε κεφάλαια που προέρχονταν από γερμανικές πηγές. Επί πλέον, ο Von Kuhlmann αναφέρει την ανικανότητα του Λένιν να διευρύνει τη βάση του μπολσεβίκικου κόμματος μέχρι οι Γερμανοί να προμηθεύσουν τα κεφάλαια. Ο Τρότσκυ ήταν ένας Μενσεβίκος που στράφηκε στον Μπολσεβικισμό μόλις το 1917. Αυτό δείχνει ότι τα γερμανικά κεφάλαια ίσως σχετίζονταν με την αλλαγή της κομματικής ταυτότητας του Τρότσκυ.

Τα έγγραφα SISSON

Στις αρχές του 1918 ο Edgard Sisson, εκπρόσωπος της Επιτροπής της Πετρούπολης στις Δημόσιες Πληροφορίες των ΗΠΑ, αγόρασε μια παρτίδα ρωσσικών εγγράφων, για να αποδείξει ότι ο Τρότσκυ, ο Λένιν κι άλλοι Μπολσεβίκοι επαναστάτες δεν ήταν μόνο αμειβόμενοι, αλλά και πράκτορες της γερμανικής κυβέρνησης.

Αυτά τα έγγραφα, που αργότερα αποκαλούνταν «έγγραφα Sisson», αποστάλθηκαν στις ΗΠΑ πολύ εσπευσμένα και με μυστικότητα. Στην Washington D.C. υποβλήθηκαν στο Εθνικό Συμβούλιο της Υπηρεσίας Ιστορίας για εξακρίβωση γνησιότητας. Δύο εξέχοντες ιστορικοί, ο J. Franklin Jameson και ο Samuel N. Harper, πιστοποίησαν τη γνησιότητά τους. Αυτοί οι ιστορικοί χώρισαν τα έγγραφα Sisson σε τρεις ομάδες. Όσον αφορά στην Ομάδα Ι. κατέληξαν:

Τα υποβάλαμε με μεγάλη προσοχή σε όλες τις εφαρμοσμένες δοκιμασίες, στις οποίες είναι συνηθισμένοι οι σπουδαστές ιστορίας και… με βάση αυτές τις έρευνες, δεν διστάζουμε να δηλώσουμε ότι δεν βλέπουμε κανένα λόγο να αμφιβάλουμε για την γνησιότητα και την αυθεντικότητα αυτών των 53 εγγράφων.[7]

Οι ιστορικοί ήταν λιγότερο σίγουροι για το υλικό της Ομάδας ΙΙ. Αυτή η ομάδα δεν απορρίφθηκε ως εντελώς πλαστή, αλλά προτάθηκε ότι ήταν αντίγραφο των πρωτότυπων εγγράφων. Αν και οι ιστορικοί δεν έκαναν «καμιά δήλωση πιστότητας» για την Ομάδα ΙΙΙ, δεν ήταν διατεθειμένοι να απορρίψουν τα έγγραφα ως τελείως πλαστά.

Τα έγγραφα Sisson δημοσιεύτηκαν από την Επιτροπή Δημόσιας Πληροφόρησης, της οποίας πρόεδρος ήταν ο George Creel, ένας πρώην χορηγός προ-Μπολσεβίκικων ομάδων. Ο αμερικάνικος τύπος εν γένει αποδέχτηκε τα έγγραφα ως αυθεντικά. Η αξιοσημείωτη εξαίρεση ήταν η New York Evening Post, που εκείνη την περίοδο ήταν στην ιδιοκτησία του Thomas W. Lamont, ενός συνεργάτη της εταιρείας Morgan. Ενώ είχαν δημοσιευτεί μόλις λίγες συνέχειες, ο Τύπος αμφισβήτησε την αυθεντικότητα όλων των εγγράφων.[8]

Γνωρίζουμε ότι τα έγραφα Sisson ήταν σχεδόν όλα πλαστά: μόνο μια ή δύο από τις γερμανικές εγκυκλίους ήταν γνήσιες. Ακόμη και μια πρόχειρη εξέταση του γερμανικού επιστολόχαρτου δείχνει ότι οι πλαστογράφοι ήταν ασυνήθιστα απρόσεκτοι, που ίσως εργάζονταν για την εύπιστη αμερικάνικη αγορά. Το γερμανικό κείμενο μεταφέρθηκε με όρους που φτάνουν τα όρια της γελοιότητας: για παράδειγμα, για τη λέξη Γραφείο αντί της γερμανικής λέξης Büro χρησιμοποιείται η [αγγλική] λέξη Bureau. Ή το γερμανικό Central αντί του γερμανικού Zentral κλπ.

Το ό,τι τα έγγραφα είναι πλαστά αποτελεί το συμπέρασμα μιας εξαντλητικής μελέτης από τον George Kennan[9] και των μελετών που έκανε στη δεκαετία του 1920 η Βρετανική Κυβέρνηση. Κάποια έγγραφα βασίστηκαν σε αυθεντικές πληροφορίες και, όπως παρατηρεί ο Kennan, εκείνοι που τα κατασκεύασαν είχαν σίγουρα πρόσβαση σε ορισμένες ασυνήθιστα καλές πληροφορίες. Για παράδειγμα, τα έγγραφα 1, 54, 61 και 67 αναφέρουν ότι η Nya Banken[10] στη Στοκχόλμη λειτούργησε ως αγωγός για τα κεφάλαια των Μπολσεβίκων από τη Γερμανία. Αυτός ο αγωγός έχει επιβεβαιωθεί από πιο αξιόπιστες πηγές. Τα έγγραφα 54, 63 και 64 αναφέρουν ότι ο Furstenberg ήταν ο τραπεζικός πράκτορας μεταξύ Γερμανών και Μπολσεβίκων. Το όνομα του Furstenberg αναφέρεται κι αλλού σε αυθεντικά έγγραφα. Το έγγραφο 54 του Sisson αναφέρει τον Olof Aschberg κι ο ίδιος ο Olof Aschberg βάσει δικών του δηλώσεων ήταν «Μπολσεβίκος Τραπεζίτης». Ο Aschberg το 1917 ήταν ο διευθυντής της Nya Banken. Άλλα έγγραφα του Sisson αναφέρουν μια σειρά από λίστες ονομάτων και ιδρυμάτων, όπως η γερμανική Naptha-Industrial Bank, την Disconto Gesellschaft και τον Max Warburg, τον τραπεζίτη από το Αμβούργο, αλλά τα ισχυρά αποδεικτικά στοιχεία είναι πιο φευγαλέα. Γενικώς, τα έγγραφα του Sisson, ενώ τα ίδια είναι πλαστά, εντούτοις βασίζονται εν μέρει σε γενικά αυθεντικές πληροφορίες.

Μια αινιγματική πτυχή υπό το πρίσμα της ιστορίας σε αυτό το βιβλίο είναι ότι τα έγγραφα έφτασαν στον Edgard Sisson από τον Alexander Gumberg (αλλιώς Berg, πραγματικό όνομα Michael Gruzenberg), τον Μπολσεβίκο πράκτορα στη Σκανδιναβία και αργότερα έναν εμπιστευτικό βοηθό της Chase National Bank[11] και του Floyd Odium[12] της Atlas Corporation. Οι Μπολσεβίκοι από την άλλη απέρριψαν σθεναρά το υλικό του Sisson. Το ίδιο έκανε κι ο John Reed, ο Αμερικανός εκπρόσωπος της εκτελεστικής εξουσίας της Τρίτης Διεθνούς και του οποίου ο μισθός προερχόταν από το περιοδικό Metropolitan, που ανήκε στην J.P. Morgan.[13] Το ίδιο έκανε κι ο Thomas Lamont, ο εταίρος της Morgan που κατείχε την New York Evening Post. Υπάρχουν πολλές πιθανές εξηγήσεις. Πιθανόν οι συνδέσεις μεταξύ των συμφερόντων της Morgan στη Νέα Υόρκη και τέτοιων παραγόντων όπως ο John Reed και ο Alexander Gumberg ήταν εξαιρετικά ευέλικτες. Αυτός θα μπορούσε να είναι ένας ελιγμός του Gumberg, για να δυσφημίσει τον Sisson και τον Creel, φυτεύοντάς τους πλαστά έγγραφα.

Τα έγγραφα Sisson «αποδεικνύουν» την αποκλειστική ανάμιξη της Γερμανίας με τους Μπολσεβίκους. Επίσης, έχουν χρησιμοποιηθεί, για να «αποδείξουν» μια εβραϊκή-μπολσεβίκικη συνωμοσία στη γραμμή των Πρωτοκόλλων της Σιών. Το 1918 η κυβέρνηση των ΗΠΑ ήθελε να συσπειρώσει την Αμερικανική κοινή γνώμη πίσω από έναν αντιλαϊκό πόλεμο στη Γερμανία και τα έγγραφα Sisson «αποδείκνυαν» δραματικά την αποκλειστική εμπλοκή της Γερμανίας στους Μπολσεβίκους. Τα έγγραφα παρείχαν επίσης ένα προπέτασμα καπνού κατά της δημόσιας γνώσης των γεγονότων, που περιγράφονται σε αυτό το βιβλίο.

Το τραγούδι του πολέμου στην Washington[14]

Μια αναθεώρηση των εγγράφων στο Δεκαδικό Αρχείο του Υπουργείου Εξωτερικών υποδεικνύει ότι το Υπουργείο Εξωτερικών και ο πρεσβευτής Francis στην Πετρούπολη ήταν αρκετά καλά πληροφορημένοι για τις προθέσεις και την πρόοδο του μπολσεβίκικου κινήματος. Το καλοκαίρι του 1917, για παράδειγμα, το Υπουργείο Εξωτερικών θέλησε να σταματήσει την αναχώρηση από τις ΗΠΑ σε «ζημιογόνα πρόσωπα» (δηλαδή, την επιστροφή Ρώσων επαναστατών), αλλά δεν ήταν σε θέση να το πράξουν, επειδή χρησιμοποιούσαν νέα Ρωσσικά και Αμερικανικά διαβατήρια. Οι προετοιμασίες για την ίδια την Μπολσεβίκικη Επανάσταση ήταν σαφώς γνωστές τουλάχιστον έξι εβδομάδες πριν ξεσπάσει. Μια αναφορά στα αρχεία του Υπουργείο Εξωτερικών, όσον αφορά στις δυνάμεις του Kerensky, αναφέρει ότι ήταν «αμφίβολες, εάν η κυβέρνηση… [μπορεί να] καταστείλει την ανταρσία». Η αποσύνθεση της κυβέρνησης Kerensky αναφερόταν από τον Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο μαζί με τις προετοιμασίες για το πραξικόπημα των Μπολσεβίκων. Η Βρετανική κυβέρνηση προειδοποίησε τους βρετανούς κατοίκους στη Ρωσσία να φύγουν τουλάχιστον έξι εβδομάδες πριν την Μπολσεβίκικη φάση της επανάστασης.

Η πρώτη πλήρης αναφορά των γεγονότων στις αρχές του Νοεμβρίου έφτασε στην Washington στις 9 Δεκεμβρίου 1917. Αυτή η αναφορά περιγράφει τη χαμηλή σημασία της ίδιας της επανάστασης, αναφέρει ο στρατηγός William V. Judson, που είχε πραγματοποιήσει μια μη εξουσιοδοτημένη επίσκεψη στον Τρότσκυ και επεσήμανε την παρουσία των Γερμανών στο Smolny – το σοβιετικό αρχηγείο.

Στις 28 Νοεμβρίου 1917, ο πρόεδρος Woodrow Wilson διέταξε την μη παρέμβασή του στην Μπολσεβίκικη Επανάσταση. Αυτή η εντολή ανταποκρινόταν προφανώς σε αίτημα του Πρεσβευτή Francis για μια διάσκεψη για συμμαχία, στην οποία η Βρετανία είχε ήδη συμφωνήσει. Το Υπουργείο Εξωτερικών ισχυρίστηκε ότι μια τέτοια διά­σκεψη ήταν ανέφικτη. Υπήρξαν συζητήσεις στο Παρίσι μεταξύ των συμμάχων και του συνταγματάρχη Edward M. House, που το ανέφερε στον Woodrow Wilson ως «μακρές και συχνές συζητήσεις στη Ρωσσία». Σχετικά με μια τέτοια συνδιάσκεψη, ο House δήλωσε ότι η Αγγλία ήταν «παθητικά πρόθυμη», η Γαλλία «αδιάφορα ενάντια» και η Ιταλία «ενεργητικά υπέρ». Ο Woodrow Wilson, λίγο μετά, ενέκρινε ένα τηλεγράφημα από τον Υπουργό Εξωτερικών Robert Lansing, που παρείχε οικονομική στήριξη για το κίνημα του Kaledin[15] (12 Δεκεμβρίου 1917). Υπήρχαν επίσης φήμες που φιλτράρονταν στην Washington, ότι «οι μοναρχικοί εργάζονταν με τους Μπολσεβίκους» και το ίδιο υποστηρίχθηκε από μερικά περιστατικά και περιστάσεις· δηλαδή η κυβέρνηση Smolny ήταν απολύτως υπό τον έλεγχο του Γερμανικού Γενικού Επιτελείου, αλλά και φήμες ότι «πολλοί ή οι περισσότεροι από αυτούς [δηλαδή τους Μπολσεβίκους] είναι από την Αμερική».

Τον Δεκέμβριο, ο στρατηγός Judson επισκέφθηκε πάλι τον Τρότσκυ· αυτό θεωρήθηκε ως ένα βήμα προς την αναγνώριση από τις ΗΠΑ, αν και μια αναφορά που χρονολογείται στις 5 Φεβρουαρίου 1918, από τον Πρεσβευτή Francis στην Washington, συνέστησε να στραφούν κατά της αναγνώρισης. Ένα υπόμνημα που προέρχεται από τον Basil Miles στην Washington υποστηρίζει ότι «πρέπει να αντιμετωπίσουμε όλες τις αρχές της Ρωσσίας, συμπεριλαμβανομένων των Μπολσεβίκων». Και στις 15 Φεβρουαρίου 1918, το Υπουργείο Εξωτερικών καλωσόρισε τον πρεσβευτή Francis στην Πετρούπολη, δηλώνοντας ότι «το τμήμα επιθυμεί να σταματήσετε σταδιακά να έχετε μια πιο στενή κι άτυπη επαφή με τις μπολσεβίκικες αρχές, που χρησιμοποιούν τέτοια κανάλια, ώστε να αποφεύγουν οποιαδήποτε επίσημη αναγνώριση».

Την επόμενη μέρα, ο υπουργός εξωτερικών Lansing διαβίβασε τα ακόλουθα στον Γάλλο πρεσβευτή J.J. Jusserand στην Washington: «Θεωρείται ότι δεν είναι σκόπιμο να ληφθούν ενέργειες, οποιασδήποτε μορφής, που θα ανταγωνίζονται αυτούς οι οποίοι αυτήν την στιγμή έχουν την εξουσία στη Ρωσσία, όποιοι κι αν είναι αυτοί…»[16]

Στις 20 Φεβρουαρίου, ο πρεσβευτής Francis έστειλε τηλεγράφημα στην Washington, για να αναφέρει ότι πλησιάζει το τέλος της μπολσεβίκικης κυβέρνησης. Δυο βδομάδες αργότερα, στις 7 Μαρτίου 1918, ο Arthur Bullard ανέφερε στον συνταγματάρχη House ότι τα γερμανικά χρήματα επιδοτούν τους Μπολσεβίκους και ότι αυτή η επιδότηση ήταν πιο σημαντική από ό,τι είχε προηγουμένως θεωρηθεί. Ο Arthur Bullard (της Επιτροπής των ΗΠΑ για τη Δημόσια Πληροφόρηση) ισχυρίστηκε: «θα έπρεπε να είμαστε έτοιμοι να βοηθήσουμε οποιαδήποτε ειλικρινή εθνική κυβέρνηση. Αλλά οι άντρες ή τα χρήματα ή ο εξοπλισμός που στέλνονταν στους παρόντες κυβερνήτες της Ρωσσίας θα χρησιμοποιηθούν ενάντια στους Ρώσους τουλάχιστον όσο και κατά των Γερμανών». [17]

Ακολούθησε ένα άλλο μήνυμα από τον Bullard στον στρατηγό House: «σας συμβουλεύω έντονα να μη δώσουμε υλική βοήθεια στην παρούσα Ρωσσική κυβέρνηση. Αριστερά στοιχεία στα Σοβιέτ φαίνονται να αποκτούν τον έλεγχο».

Αλλά υπήρξαν επιθετικές αντιστάσεις με επιρροή στο έργο. Ήδη από τις 28 Νοεμβρίου 1917, ο συνταγματάρχης House τηλεγράφησε στον πρόεδρο Woodrow Wilson από το Παρίσι ότι ήταν «υπερβολικά σημαντικό» που οι εφημερίδες των ΗΠΑ σχολιάζουν ότι «η Ρωσσία θα έπρεπε να αντιμετωπίζεται ως εχθρός που πρέπει να κατασταλεί». Τότε τον επόμενο μήνα ο William Franklin Sands, ο εκτελεστικός γραμματέας της ελεγχόμενης από τον Morgan American In­ternational Corporation κι ένας οικείος του που ανα­φέρθηκε προηγουμένως ως Basil Miles, υπέβαλαν μνη­μόνιο που περιέγραφε τον Λένιν και τον Τρότσκυ ως ελκυστικούς για τις μάζες και παρότρυναν τις ΗΠΑ να αναγνωρίσουν την Ρωσσία. Ακόμη και ο σοσιαλιστής Walling παραπονέθηκε στο Υπουργείο Εξωτερικών για τη στάση του George Creel (της Επιτροπής των ΗΠΑ για τις Δημόσιες Πληροφορίες), του Herbert Swope και του William Boyce Thompson (της Federal Reserve Bank της Νέας Υόρκης) υπέρ των Σοβιετικών.

Στις 17 Δεκεμβρίου 1917, δημοσιεύθηκε σε εφημερίδα της Μόσχας ένα βίαιο άρθρο ενάντια στον συνταγματάρχη του Ερυθρού Σταυρού Raymond Robins και στον Thompson, με τον ισχυρισμό ότι υπάρχει σύνδεση μεταξύ της Ρωσσικής Επανάστασης και των Αμερικανών τραπεζιτών:

Γιατί ενδιαφέρονται τόσο για τη διαφώτιση; Γιατί τα χρήματα δόθηκαν στους σοσιαλιστές επαναστάτες κι όχι στους συνταγματικούς δημοκράτες; Κάποιος θα μπορούσε να υποθέσει ότι οι τελευταίοι είναι πιο κοντινοί και πιο αγαπητοί στις καρδιές των τραπεζιτών.

Το άρθρο συνεχίζει, για να υποστηρίξει ότι αυτό συνέβη, επειδή το αμερικάνικο κεφάλαιο αντιμετώπιζε την Ρωσσία ως μελλοντική αγορά και έτσι ήθελε να αποκτήσει μια σταθερή θέση. Τα χρήματα δόθηκαν στους επαναστάτες, επειδή οι οπισθοδρομικοί εργάτες και αγρότες εμπιστεύονταν τους κοινωνικούς επαναστάτες. Την εποχή που πέρασαν τα χρήματα, οι κοινωνικοί επαναστάτες ήταν στην εξουσία και έγινε η υπόθεση ότι θα κρατούσαν υπό τον έλεγχό τους τη Ρωσσία για κάποιο διάστημα.

Μια άλλη αναφορά, που χρονολογείται στις 12 Δεκεμβρίου 1917 και σχετίζεται με τον Raymond Robins, εξηγεί τα καθέκαστα «της διαπραγμάτευσης με μια ομάδα Αμερικανών τραπεζιτών της αποστολής του Αμερικάνικου Ερυθρού Σταυρού»· η «διαπραγμάτευση» σχετιζόταν με μια πληρωμή δύο εκατομμυρίων δολαρίων. Στις 22 Ιανουαρίου 1918, ο Robert L. Owen, πρόεδρος της Επιτροπής Τραπεζών και Νομίσματος της Γερουσίας των ΗΠΑ συνδεόμενος με τα συμφέροντα της Wall Street, έστειλε μια επιστολή στον Woodrow Wilson, συνιστώντας de facto αναγνώριση της Ρωσσίας, άδεια για ένα φορτίο εμπορευμάτων που χρειαζόταν επειγόντως στη Ρωσσία, τον διορισμό αντιπροσώπων στη Ρωσσία, για να αντισταθμίσουν τη γερμανική επιρροή και τη δημιουργία μιας ομάδας με σταδιοδρομία στις υπηρεσίες (career-service group) στη Ρωσσία.

Αυτή η προσέγγιση ενισχύθηκε σταθερά από τον Raymond Robins στη Ρωσσία. Για παράδειγμα, στις 15 Φεβρουαρίου 1918, ένα τηλεγράφημα από τον Robins στην Πετρούπολη στον Davison στον Ερυθρό Σταυρό της Washington (και που επρόκειτο να διαβιβαστεί στον William Boyce Thompson) ανέφερε ότι πρέπει να δοθεί υποστήριξη στην Μπολσεβίκικη εξουσία για όσο είναι δυνατόν και ότι η νέα επαναστατική Ρωσσία θα στραφεί στις ΗΠΑ σαν να είχε «σπάσει τους δεσμούς με τον γερμανικό ιμπεριαλισμό». Σύμφωνα με τον Robins, οι Μπολσεβίκοι ήθελαν τη βοήθεια και την συνεργασία των ΗΠΑ μαζί με την αναδιοργάνωση του σιδηροδρομικού δικτύου, επειδή «από την γενναιόδωρη βοήθεια και τις τεχνικές συμβουλές στην αναδιοργάνωση του εμπορίου και της βιομηχανίας η Αμερική μπορεί να αποκλείσει εξ ολοκλήρου το γερμανικό εμπόριο στη διάρκεια της ισορροπίας του πολέμου».

Εν συντομία, η διελκυστίνδα στην Washington αντανακλούσε έναν αγώνα, από τη μια, των διπλωματών της παλιάς γραμμής (όπως ο πρεσβευτής Francis) και των κατώτερων αξιωματούχων και, από την άλλη, των χρηματοδοτών, όπως ο Robins, ο Thompson και ο Sands με συμμάχους, όπως οι Lansing και Miles στο Υπουργείο Εξωτερικών κι ο γερουσιαστής Owen στο Κογκρέσο.

σύντροφοι για την Αναρχική απελευθερωτική δράση
Από την ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ. 174, Σεπτέμβριος 2017

[1]. Max Hoffman, War Diaries and Other Papers (London: M. Secker, 1929), 2:177.

[2]. Z. A. B. Zeman and W. B. Scharlau, The Merchant of Revolution. The Life of Alexander Israel Helphand (Parvus), 1867-1924 (New York: Oxford University Press, 1965).

[3]. Z. A. B. Zeman, Germany and the Revolution in Russia, 1915-1918. Documents from the Archives of the German Foreign Ministry (London: Oxford University Press, 1958).

[4]. Ό.π.

[5]. Ό.π., σελ. 6, έγγραφο 6, που αναφέρει μια συζήτηση με τον Εσθονό μεσάζοντα Keskula.

[6]. Ό.π., σελ. 92, νούμερο 3.

[7]. U.S., Committee on Public Information, The German-Bolshevik Conspiracy, War Information Series, no. 20, October 1918.

[8]. New York Evening Post, September 16-18, 21· October 4, 1918. Είναι επίσης ενδιαφέρον, αλλά χωρίς να προδικάζει κάτι, ότι οι Μπολσεβίκοι αμφισβήτησαν επίσης τη γνησιότητα των εγγράφων.

[9]. George F. Kennan, «The Sisson Documents,» Journal of Modern History 27-28 (1955-56): 130-154.

[10]. [ΣτΜ] Σουηδική τράπεζα που λειτούργησε μεταξύ 1912 και 1920 και ανήκε στον Olof Aschberg. Αρχικά απευθυνόταν κυρίως σε εργάτες στη Στοκχόλμη. Το Διοικητικό της Συμβούλιο προσελήφθη στο πλαίσιο συνεταιριστικών και σοσιαλδημοκρατικών κύκλων. Λειτούργησε στη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και ενεργούσε για λογαριασμό της Γερμανίας, μπαίνοντας στη μαύρη λίστα της Αντάντ, οπότε το 1918 μετονομάστηκε σε Σουηδική Εταιρεία Οικονομικών. Ο Olof Aschberg με την τράπεζά του έπαιξε σημαντικό ρόλο στη Ρωσσική Επανάσταση, καθώς τη βοήθησε σε μεγάλο βαθμό.

[11]. [ΣτΜ] Η JP Morgan Chase Bank, που ασκεί τις δραστηριότητές της ως Chase Bank, είναι μια εθνική τράπεζα που αποτελεί θυγατρική καταναλωτική και εμπορική τράπεζα της πολυεθνικής εταιρείας με τραπεζικές και εμπορικές υπηρεσίες JP Morgan Chase. Η τράπεζα ήταν γνωστή ως Chase Manhattan Bank μέχρι την συγχώνευσή της με την J.P. Morgan & Co το 2000. Η Chase Manhattan Bank δημιουργήθηκε από τη συγχώνευση της Chase national Bank και της Manhattan Company το 1955. Η τράπεζα έχει την έδρα της στο Colombus του Ohio, μετά τη συγχώνευσή της με την Bank One Corporation το 2004. Απέκτησε τις καταθέσεις της και τα περισσότερα περιουσιακά στοιχεία της Washington Mutual. Η JP Morgan Chase διαθέτει σήμερα περιουσιακά στοιχεία ύψους περίπου 2,49 τρισεκατομμύρια δολάρια στις ΗΠΑ και δραστηριοποιείται σε περισσότερες από 100 χώρες.

[12]. [ΣτΜ] Ο Floyd Bostwick Odium ήταν ένας Αμερικανός δικηγόρος και βιομήχανος, που περιγράφεται ως «πιθανόν ο μόνος άνθρωπος στις ΗΠΑ που έκανε τεράστια περιουσία από την Οικονομική Κρίση. Ξεκίνησε με την εξαγορά της Electric Bond and Share Company το 1921 μαζί με έναν φίλο του και τις συζύγους τους και το 1923 συγκέντρωσαν συνολικά $39.600, δημιουργώντας την United States Company, για να κερδοσκοπήσει στις αγορές υπηρεσιών κοινής ωφέλειας και γενικών τίτλων. Μέσα σε δύο χρόνια τα καθαρά περιουσιακά στοιχεία της εταιρείας αυξήθηκαν 17 φορές σε σχεδόν $700.000. Το 1928, ο Odium ενσωμάτωσε την Atlas Utilities Company, για να αναλάβει το κοινό απόθεμα της άλλης εταιρείας του. Το καλοκαίρι του 1929 ήταν ένας από τους λίγους βιομήχανους που πίστευαν ότι η έκρηξη της Wall Street δεν μπορούσε να συνεχιστεί περαιτέρω και πούλησε τις μισές μετοχές της Atlas, καθώς και 9 εκατομμύρια δολάρια σε νέες κινητές αξίες στους επενδυτές. Είχε 14 εκατομμύρια δολάρια σε μετρητά και βραχυπρόθεσμα γραμμάτια, όταν κατέρρευσε η χρηματιστηριακή αγορά. Τα επόμενα χρόνια η Atlas Utilities αγόρασε μετοχές λιγότερο τυχερών εταιρειών σε μειωμένες τιμές λόγω της Κρίσης. Αφού ανέλαβε ο Franklin D. Roosevelt πρόεδρος των ΗΠΑ, ο Odium άλλαξε πολιτική, πουλώντας επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας, πριν θεσπιστούν ισχυρότερες ρυθμίσεις και γίνει η μετάβαση σε χρηματοδοτήσεις μεγάλης κλίμακας. Ως το 1933 ο Odium ήταν ένας από τους 10 πλουσιότερους ανθρώπους των ΗΠΑ, που εκτός της Atlas Corporation είχε μεγάλο μερίδιο μετοχών σε πολλές άλλες επιχειρήσεις.

[13]. John Reed, The Sisson Documents (New York: Liberator Publishing, n.d.).

[14]. Αυτό το τμήμα βασίζεται στην ενότητα 861.00 του αρχείου του U.S. State Dept. Decimal File, επίσης διαθέσιμα ως National Archives κύλινδροι 10 και 11 του μικροαντιγράφου 316.

[15]. [ΣτΜ] Ο Alexei Maximovich Kaledin (24 Οκτωβρίου 1861-11 Φεβρουαρίου 1918) ήταν ένας Ρώσος στρατηγός του ιππικού που ηγήθηκε του λευκού κινήματος του Don Cossack στα αρχικά στάδια του εμφυλίου πολέμου.

[16]. U.S. State Dept. Decimal File, 861.00/1117a. Το ίδιο μήνυμα μεταβιβάστηκε στον Ιταλό πρεσβευτή.

[17]. Βλέπε τα έγγραφα του Arthur Bullard στο Princeton University.

Comments are closed.